Ερωτηθείς πριν από περίπου έξι μήνες για τη σχέση του με τον πεθερό του, τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο τότε υπουργός Οικονομικών της χώρας, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, θέλησε αμέσως να επισημάνει στον δημοσιογράφο της κρατικής ραδιοτηλεόρασης TRT πως ο ισχυρός δεσμός μεταξύ των δύο ανδρών δεν σχετιζόταν με την πολιτική, εξηγώντας πως η σχέση τους «αφορά ένα ιδανικό, αφορά την ψυχή». Πλέον, ωστόσο, μετά την ξαφνική παραίτησή του την 8η Νοεμβρίου, η σχέση αυτή, όπως και η καριέρα του Αλμπαϊράκ στην πολιτική, τερματίστηκαν με τον πλέον απότομο τρόπο.
Η αιφνίδια αποχώρηση του δεύτερου πιο ισχυρού πολιτικού στην τουρκική κυβέρνηση προκάλεσε κραδασμούς στο οικονομικό επιτελείο, εν μέσω, μάλιστα, της έντονης ανησυχίας που επικρατεί εξαιτίας της κατρακύλας της τουρκικής λίρας και της μείωσης των συναλλαγματικών αποθεμάτων της χώρας.
Συγχρόνως εξέπληξε τα μέλη της πολιτικής ελίτ της Τουρκίας, πολλά από τα οποία θεωρούσαν πως ο Ερντογάν προόριζε τον ιδιαίτερα επιδραστικό και παρεμβατικό και, κατ’ επέκταση, αντιπαθή γαμπρό του για διάδοχό του στο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP). Για τους βουλευτές του κόμματος «ο Μπεράτ αντιπροσώπευε την απόλυτη εξουσία, ήταν το άλφα και το ωμέγα. Τώρα δεν υπάρχει…Τελείωσε», ανέφερε, μιλώντας στους Financial Times, ένας πρώην βουλευτής του AKP.
Σε εκτενές ρεπορτάζ (στους FT, με συνδρομή) από την Αγκυρα η Λόρα Πίτελ, ανταποκρίτρια της λονδρέζικης εφημερίδας, υποστηρίζει πως η ιστορία της εντυπωσιακής ανόδου αλλά και της δραματικής πτώσης του Αλμπαϊράκ, μπορεί να διαβαστεί επίσης ως η ιστορία της μετάλλαξης της Τουρκίας υπό την ηγεσία του Ερντογάν.
«Είναι χαρακτηριστικό κάθε αυταρχικής χώρας. Εξαιτίας της θέσης του πεθερού του μπορούσε να ασκεί μεγάλη επιρροή και έχτισε γύρω του μια ομάδα που ενεργούσε αυτόνομα και ιδιαίτερα καταστροφικά», εξήγησε ο γνωστός (και στην Ελλάδα) τούρκος αρμενικής καταγωγής καθηγητής Οικονομικών στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Μασαχουσέτης Ντάρον Ατζέμογλου.
Το γεγονός πως η χώρα πλήττεται από μια κυβερνητική κρίση, εν μέσω μιας οικονομικής κρίσης, η οποία αποτελεί συγχρόνως ένα οικογενειακό δράμα, εξοργίζει και ντροπιάζει ακόμα και πρώην συνεργάτες του Ερντογάν. «Στις κανονικές δημοκρατίες όλοι μιλούν για υπουργικές διαμάχες, πολιτικές ζυμώσεις, κομματικούς αγώνες. Αλλά εδώ εμείς συζητάμε για οικογενειακά ζητήματα», ανέφερε πρώην κυβερνητικός αξιωματούχος.
Η βρετανίδα δημοσιογράφος υπενθυμίζει πως ο αμετροεπής ηγέτης της Τουρκίας είναι ένα λαϊκιστής αγκιτάτορας που κυβερνά τη χώρα των 83 εκατομμυρίων κατοίκων επί σχεδόν μία εικοσαετία και ολοένα πιο αυταρχικά. Η αναρρίχηση του Αλμπαϊράκ στην εξουσία έλαβε χώρα παράλληλα με την εδραίωση της απόλυτης, πλέον, κυριαρχίας του πεθερού του.
Η κατάκτηση της εξουσίας
Αρχικά ο Ερντογάν επιδίωξε να αναδείξει το ισλαμιστικών αρχών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης το οποίο ίδρυσε το 2001 ως κόμμα πλουραλιστικό, υπέρ της Ευρώπης και φιλικό προς τις επιχειρήσεις. Το 2002 ο πρώην δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης και το AKP επικράτησαν στις εκλογές και κέρδισαν την εξουσία.
Η πλειονότητα των υποστηρικτών της Αριστεράς και του κοσμικού κράτους δεν πείστηκε από τις εξαγγελίες και τις προθέσεις του. Αλλά το AKP κέρδισε τους φτωχούς και συντηρητικούς Τούρκους των κατώτερων τάξεων καθώς και πολλούς κούρδους ψηφοφόρους, χαλαρώνοντας τους περιορισμούς για τη χρήση της κουρδικής γλώσσας και αναλαμβάνοντας, στη συνέχεια, πρωτοβουλία για τον τερματισμό της σύρραξης ανάμεσα στο τουρκικό κράτος και τους κούρδους μαχητές.
Κατά τα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από τον Ερντογάν η οικονομία άρχισε να αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς, το AKP επένδυσε τεράστια ποσά σε έργα υποδομών και αναμόρφωσε το σύστημα υγείας ενώ συγχρόνως άρχισαν να αυξάνονται και οι άμεσες ξένες επενδύσεις – 19 δισεκατομμύρια δολάρια το 2007.
Εκείνη την περίοδο τα μέλη της οικογένειας Ερντογάν δεν ζούσαν στην αφάνεια, καθώς ανά τακτά χρονικά διαστήματα είτε συνόδευαν τον πρωθυπουργό της Τουρκίας στα ταξίδια του είτε εμφανίζονταν στο πλευρό του σε δημόσιες εμφανίσεις. Σε καμία περίπτωση, ωστόσο, δεν συμμετείχαν, ούτε άμεσα ούτε έμμεσα στη διακυβέρνηση της χώρας. Μάλιστα, πριν από μια δεκαετία, όταν τουρκικά Μέσα έγραψαν ότι η Σουμεϊγιέ Ερντογάν, η μικρότερη κόρη του τούρκου προέδρου, επρόκειτο να αναλάβει χρέη συμβούλου του πατέρα της, εκείνος αντέδρασε οργισμένα.
Φόβος και παράνοια
Ο Ερντογάν σημείωσε μια σειρά από εκλογικούς θριάμβους, συγχρόνως, ωστόσο, κλήθηκε να αντιμετωπίσει μια σειρά από εσωκομματικές προκλήσεις, με αποτέλεσμα να αλλάξει το «στιλ ηγεσίας» του προς το αυταρχικότερο. Ενόσω, ωστόσο, ενισχύονταν οι αυταρχικές τάσεις του, αυξάνονταν και «η παράνοια και ο φόβος», αναφέρει χαρακτηριστικά η βρετανίδα δημοσιογράφος, και το 2013 εκατομμύρια τούρκοι πολίτες, ξεκινώντας από το πάρκο Γκεζί στην Κωνσταντινούπολη, βροντοφώναζαν επί πολλές εβδομάδες «Ταγίπ παραιτήσου!».
Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς υψηλόβαθμοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι και στενοί συνεργάτες του Ερντογάν βρέθηκαν στο επίκεντρο έρευνας για διαφθορά την οποία κίνησαν πρώην σύμμαχοι του τούρκου πρωθυπουργού. Εκείνος έκανε λόγο για «απόπειρα πραξικοπήματος», κατηγορώντας το τουρκικό στρατιωτικό κατεστημένο, το διαβόητο «βαθύ κράτος» της Τουρκίας και μια «σκοτεινή συμμαχία» εχθρών του από το εσωτερικό και το εξωτερικό. «Νομίζω πως, στο τέλος, θεωρούσε πως δεν μπορούσε να εμπιστευθεί κανέναν εκτός από την οικογένειά του», ανέφερε στους FT παλιός φίλος του Ερντογάν.
Κατά τα επόμενα χρόνια μερικοί εκ των πιο στενών συνεργατών του στη διακυβέρνηση της Τουρκίας – ο συνιδρυτής του AKP και πρόεδρος της χώρας έως το 2014 Αμπντουλάχ Γκιουλ, ο πρώην υπουργός Οικονομικών Αλί Μπαμπατζάν και ο πρώην πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου – είτε τέθηκαν στο περιθώριο είτε παραιτήθηκαν. Δίχως τον αντίλογό τους ο Ερντογάν άρχισε να διαδραματίζει ολοένα κεντρικότερο ρόλο και στο κόμμα και στο κράτος.
Κυρίαρχος του παιχνιδιού κατέστη μετά (και χάρη) στην αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του που σημειώθηκε τον Ιούλιο του 2016. Κατά τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες και μήνες 95.000 άνθρωποι κατέληξαν στη φυλακή και τουλάχιστον 130.000 είτε απολύθηκαν είτε τέθηκαν σε διαθεσιμότητα, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την πολιτικοποίηση πολλών κρατικών θεσμών. Συνελήφθησαν επίσης εκατοντάδες δημοσιογράφοι και ακτιβιστές για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα καθώς επίσης και οι ηγέτες του κύριου αντιπολιτευόμενου κουρδικού κόμματος στην Τουρκία. Το 2017, μέσω συνταγματικής μεταρρύθμισης, ο Ερντογάν έθεσε τις βάσεις για να καταστεί το 2018 και τυπικά, μετά από γενικές εκλογές, ανώτατος άρχοντας της Τουρκίας.
Αχαλίνωτη φιλοδοξία
Την ίδια χρονιά ο τούρκος πρόεδρος έθεσε τον 40χρονο, τότε, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, σύζυγο της κόρης του Εσρά Ερντογάν από το 2004, επικεφαλής της 19ης μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο. Η αντιπολίτευση έκανε ευθύς λόγο για νεποτισμό, ξένοι επενδυτές άρχισαν να παραπονιούνται ότι δεν κατείχε το αντικείμενό του, οι απλοί πολίτες δεν τον συμπάθησαν ιδιαίτερα ενώ ακόμη και στελέχη του κυβερνώντος κόμματος δυσανασχετούσαν με την ολοένα αυξανόμενη – ελέω πεθερού φυσικά – ισχύ του.
Ο Ερντογάν, ωστόσο, τον είχε σε μεγάλη υπόληψη, γιατί μιλάει «άπταιστα αγγλικά και είναι κάτοχος MBA από το Pace Univercity της Νέας Υόρκης», κυρίως, όμως, γιατί «ήταν ένα μέλος της οικογένειάς του που μπορούσε να εμπιστευθεί» μας πληροφορεί η Λόρα Πίτελ, επισημαίνοντας πως η επιλογή του Ερντογάν να αναδείξει τον γαμπρό του σχετίζεται εν μέρει με το δικό του μέλλον και την κληρονομιά του.
Ο 66χρονος πρόεδρος της Τουρκίας εξακολουθεί να χαίρει της στήριξης εκατομμυρίων πολιτών που τον θαυμάζουν κυρίως λόγω της (επικίνδυνης) αποφασιστικότητας του να εδραιώσει τη θέση της Τουρκίας στη διεθνή σκηνή. Θα μπορούσε να παραμείνει στην εξουσία έως το 2033, εάν συνεχίσει να κερδίζει τις εκλογές. Αλλά τα ποσοστά του κόμματος του μειώνονται σταθερά από το 2011 έως σήμερα.
Ο Αλμπαϊράκ – ο πατέρας του οποίου, ένας ισλαμιστής συγγραφέας και διανοούμενος, γνωρίζει εδώ και δεκαετίες τον Ερντογάν – εκλέχτηκε στην τουρκική Βουλή το 2015 ενώ την ίδια χρονιά κατέστη και μέλος της κυβέρνησης αναλαμβάνοντας το χαρτοφυλάκιο της Ενέργειας. Εξ αρχής, ωστόσο, έδειξε πως δεν επρόκειτο να περιοριστεί στις επίσημες αρμοδιότητές του.
Οντας ιδιαίτερα φιλόδοξος επιδίωξε και κατάφερε να αυξήσει την επιρροή του εντός της κυβέρνησης και πέραν αυτής, στα κέντρα άσκησης εξωτερικής πολιτικής, στα δικαστήρια και στα ΜΜΕ. «Είναι σαν ένα χταπόδι, τα πλοκάμια του βρίσκονται παντού», ανέφερε χαρακτηριστικά πρώην κυβερνητικός αξιωματούχος.
Φυσικά έσπευσε να διορίσει ημετέρους του σε καίριες θέσεις τόσο στον κρατικό όσο και στον κομματικό μηχανισμό ενώ δεν δίστασε να συγκρουστεί ακόμα και με κορυφαίους υπουργούς της κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένου και του υπουργού Εσωτερικών, Σουλεϊμάν Σοϊλού, ο οποίος θεωρούνταν ο μοναδικός που θα μπορούσε να τον ανταγωνιστεί σε έναν μελλοντικό αγώνα για τη διαδοχή στην ηγεσία του AKP.
Στην Τουρκία θεωρούνταν ευρέως πως ο Μπεράτ Αλμπαϊράκ, καθώς επίσης και ο αδελφός του Σερχάτ, συνδέονταν με μια ομάδα γνωστή ως Pelican Group η οποία εξαπέλυε συντονισμένες επιθέσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατά αντιπάλων του πρώην υπουργού Οικονομικών, του τούρκου προέδρου και των αντιπάλων τους.
Ο Αϊντίν Ουνάλ, πρώην βουλευτής του κυβερνώντος κόμματος περιέγραψε την ομάδα ως μια «ύπουλη» παράλληλη δομή η οποία «χαρακτηρίζει κάθε φιλική συμβουλή ως προδοσία και φιμώνει κάθε αντίθετη φωνή». Εννοείται πως ο Αλμπαϊράκ δεν απάντησε πότε στα ερωτήματα όσον αφορά τις σχέσεις του με την ομάδα.
Κατά τη θητεία του στην κυβέρνηση, ο νεαρός υπουργός κατηγορήθηκε πολλές φορές για αλαζονεία και μια άκρατη επιθυμία οικειοποίησης δικαιωμάτων. «Είναι ένα πάρα πολύ δύσκολο άτομο, νομίζει πως γνωρίζει τα πάντα», είπε στους FT ένας τούρκος μεγαλοεπιχειρηματίας που έχεις στενές σχέσεις με τον Ερντογάν, αλλά δεν τα πήγε ποτέ καλά με τον γαμπρό του.
Επεσε, οπότε, θύμα των υπέρμετρων φιλοδοξιών του και της αλαζονικής του συμπεριφοράς; «Εάν είχε παραμείνει στο υπουργείο Ενέργειας, σήμερα θα ήταν ήρωας, θα ήταν αυτός που συνέθεσε και εφάρμοσε την πολιτική της ενεργειακής ανεξαρτησίας της Τουρκίας», σημείωσε νυν κυβερνητικό αξιωματούχος, αναφερόμενος στο κοίτασμα φυσικού αερίου αξίας πολλών δισεκατομμυρίων που εντοπίστηκε στη Μαύρη Θάλασσα.
Τσάρος της οικονομίας
Ομως ο Αλμπαϊράκ ήθελε να γίνει ο τσάρος της τουρκικής οικονομίας και την επιθυμία του ανέλαβε να ικανοποιήσει ο πεθερός του. Τον Ιούλιο του 2018, αφού ο Ερντογάν εκλέχτηκε στην νέα ενισχυμένη προεδρία της Τουρκίας, «εξέπληξε τη διεθνή χρηματοπιστωτική κοινότητα» – επισημαίνει η βρετανίδα δημοσιογράφος – συγχωνεύοντας τα υπουργεία Οικονομικών και Οικονομίας και ορίζοντας ως επικεφαλής του νέου υπουργείου τον γαμπρό του. Μετά την ανακοίνωση της είδησης η τουρκική λίρα σημείωσε πτώση της τάξης του 3,8%. Ξένος επενδυτής που συνομίλησε μαζί του κατά τις πρώτες εβδομάδες της θητείας, του τον περιέγραψε ως τον χειρότερο υπουργό Οικονομικών που συνάντησε ποτέ.
Η διετής θητεία του Μπεράτ Αλμπαϊράκ σημαδεύτηκε από μια σειρά από κρίσεις τις οποίες αποπειράθηκε να αντιμετωπίσει με τις πλέον ανορθόδοξες, «έως και καταναγκαστικές» μεθόδους διαχείρισης της οικονομίας αλλά η πιο αμφιλεγόμενη υπήρξε η πολιτική με την οποία επιδίωξε να ξεπεράσει την κρίση του εθνικού νομίσματος, της λίρας, η οποία μέσα σε 28 μήνες απώλεσε το 46% της αξίας της. Το κυβερνών κόμμα AKP πλήρωσε το τίμημα στις τοπικές εκλογές της προηγούμενης χρονιάς, χάνοντας τον έλεγχο της Αγκυρας αλλά και της Κωνσταντινούπολης, από όπου ο Ερντογάν ξεκίνησε την πορεία του προς την απόλυτη εξουσία.
Κατά τις ημέρες που ακολούθησαν την παραίτηση του Μπεράτ Αλμπαϊράκ, μερίδα υποστηρικτών του έσπευσε να επισημάνει πως θα επιστρέψει δυναμικά. Οι περισσότεροι, ωστόσο, θεωρούν απίθανη την επιστροφή του στην κεντρική πολιτική σκηνή. «Πλέον έχει καταστεί ξεκάθαρο σε όλους πως η οικογένεια Ερντογάν δεν θα αποτελέσει βασικό παράγοντα στην μετά Ερντογάν εποχή», προβλέπει ο τούρκος πολιτικός αναλυτής Σελίμ Κορού.
Πιθανό θεωρείται επίσης το ενδεχόμενο ο τούρκος ηγέτης να προέβη στην καρατόμηση του οικονομικού επιτελείου της χώρας και στη «θυσία» του γαμπρού του, για να κερδίσει πολιτικό χρόνο και αλλά και περιθώρια ελιγμών. Εχοντας προειδοποιήσει ήδη τους πολίτες ότι ενδεχομένως να χρειαστεί η πατρίδα τους να «καταπιεί ένα πικρό χάπι» για να ανακάμψει η οικονομία, έδωσε τελικά το πράσινο φως για την αύξηση των επιτοκίων. Παρότι οι επόμενες εκλογές πιθανώς να είναι λιγότερο δίκαιες και λιγότερο ελεύθερες, ο Ερντογάν εξακολουθεί να ανησυχεί για την κατάσταση της οικονομίας καθώς πιστεύει πως πλέον «δεν είναι αρκετά δημοφιλής ούτως ώστε να επικρατήσει σε ένα ανταγωνιστικό πολιτικό σκηνικό», εξήγησε ο τούρκος αναλυτής.
Αρκετοί από όλους όσοι αντιπολιτεύονται τον Ερντογάν θεωρούν ότι το πρόσφατο οικογενειακό δράμα αποτελεί σημάδι κατάρρευσης του καθεστώτος του. Ο Μουσταφά Γενέρογλου, πρώην βουλευτής του AKP που εγκατέλειψε πέρυσι το κόμμα του Ερντογάν έγραψε στο Twitter πως «διακρίνεται το τέλος του δρόμου».
Ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην Τουρκία, εξακολουθεί να πιστεύει πως ο Ερντογάν θα ηττηθεί στις επόμενες προεδρικές εκλογές του 2023 και θα αναγκαστεί να παραδώσει την εξουσία. «Για πρώτη φορά στην ιστορία μας θα ανατρέψουμε ένα αυταρχικό καθεστώς μέσω της δημοκρατίας», υποστήριξε πριν από μερικές εβδομάδες.
Ο Ερντογάν, ωστόσο, έχοντας ξεπεράσει πάρα πολλές κρίσεις κατά την 18ετή παραμονή του στην εξουσία, και αυτήν τη φορά κινήθηκε, παρότι την τελευταία στιγμή, με στυγνό πραγματισμό, θυσιάζοντας τον ίδιο του τον γαμπρό και αποδεικνύοντας, έτσι, πως αυτό που τον απασχολεί είναι μόνον η εξουσία. Ο πραγματισμός αυτός, ωστόσο, αποτέλεσε αντίδοτο για τις συνέπειες της δικής του αρχικής απόφασης να τον διορίσει επικεφαλής της τουρκικής οικονομίας, μιας απόφασης η οποία αποδεικνύει πως σίγουρα δεν είναι αλάνθαστος.