Πριν μερικά χρόνια το ερώτημα και το ζητούμενο ήταν η Ελλάδα να είναι ανάμεσα στους δημοφιλέστερους προορισμούς διακοπών.
Σήμερα η πεποίθηση για τη θελκτικότητα της χώρας εδραιώνεται. Ειδικά στη μετά covid εποχή οι ενδείξεις είναι ισχυρές. Οι επενδύσεις που τις συνοδεύουν, επίσης, δίνουν το στίγμα για το μεσοπρόθεσμο μέλλον.
Oι παίκτες της φιλοξενίας στην επικράτεια πληθαίνουν και ποικίλουν. Διεθνείς αλυσίδες, κορυφαία brands, funds που τοποθετούν τα χρήματά τους σε πρότζεκτ πολυτελούς φιλοξενίας προσβλέποντας στην κεφαλαιοποίηση της επένδυσής τους.
Ταυτόχρονα η παγκόσμια ταξιδιωτική αγορά κινείται με ταχείς και μεταβαλλόμενους ρυθμούς, τόσο σε ό,τι αφορά τη συμπεριφορά του ταξιδιώτη, όσο και τη χρήση της τεχνολογίας.
Μέσα σε όλα αυτά υπάρχουν περίπου 7.500 ξενοδοχεία σπαρμένα στην ηπειρωτική και νησιωτική χώρα. Ξενοδοχεία χαμηλότερων κατηγοριών, μικρής έως μεσαίας δυναμικότητας, ξενοδοχεία οικογενειακής λειτουργίας. «Παλαιάς κοπής».
Αυτά που κάποτε έστησαν τον κορμό της ξενοδοχίας στην Ελλάδα.
Σήμερα λοιπόν το ερώτημα γι’ αυτά τα ξενοδοχεία δεν είναι αν η Ελλάδα θέλγει. Αυτό το βλέπουν. Το ερώτημα είναι πώς αυτά θα συνεχίσουν να θέλγουν.
«Η πρόκληση είναι να αλλάξεις και να προσαρμοστείς», είπε ο πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΞΕΕ) Αλέξανδρος Βασιλικός, μιλώντας για ένα ραγδαία μεταβαλλόμενο περιβάλλον, στον χαιρετισμό του στο 7ο Διεθνές Φόρουμ Φιλοξενίας του ΞΕΕ «Ελληνικά Ξενοδοχεία: Η Επόμενη Μέρα» στις 10 Φεβρουαρίου.
Κεντρικό θέμα του φόρουμ, το πώς το ελληνικό ξενοδοχείο θα προσαρμοστεί στις παγκόσμιες τάσεις ώστε να συμβαδίσει με τη μετάβαση. Μέσα από την αλλαγή σκηνικού σε μια νέα και απαιτητική πραγματικότητα που δημιουργεί το έντονο διεθνές επενδυτικό ενδιαφέρον και οι τοποθετήσεις μεγάλων brands και αλυσίδων στη χώρα, αλλά και την αλλαγή γενιάς στην ξενοδοχία, καθώς παίρνουν τη σκυτάλη δεύτερες ή τρίτες γενιές.
Πώς λοιπόν θα σταθείς σε αυτή την παγκόσμια αγορά; Τι θα πρεσβεύεις; Πού θα στοχεύσεις; Και πώς/πόσο θα ανταποκριθείς σε αυτόν τον στόχο;
Σήμερα αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει να απαντηθούν. Με τις απαντήσεις να επιβεβαιώνονται από ανάλογες ενέργειες.
Μπορείς να είσαι ένα μικρό ανεξάρτητο (οικογενειακό) ξενοδοχείο; Θα ενταχθείς στην ομπρέλα μιας διεθνούς αλυσίδας;
Με τις κατάλληλες προϋποθέσεις, ένα ξενοδοχείο στην Ελλάδα μπορεί να κάνει και τα δύο.
Έχει σαν υπόβαθρο μια χώρα η οποία από μόνη της αποτελεί θέλγητρο για ταξίδι.
Η φιλοξενία έρχεται στη συνέχεια να «χτίσει» πάνω σε αυτή τη βάση.
Αλλά αυτό δεν φθάνει πια. Χρειάζεται και διαχείριση. Γιατί αυτό που έχει σημασία είναι να είσαι η καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου.
Και η διαχείριση ξεκινά από την ίδια τη χώρα και το πώς διαχειρίζεται το «περιουσιακό στοιχείο» που λέγεται τουρισμός και φιλοξενία. Αλλά και το πώς κάθε περιφέρεια και τοπική διοίκηση διαχειρίζονται την προστιθέμενη αξία του κάθε προορισμού.
Πώς τον στηρίζουν, τον αναδεικνύουν και πώς τον διασυνδέουν με τον κόσμο.
Γιατί πάνω σε αυτή τη βάση το μικρό ή μεσαίο ανεξάρτητο ξενοδοχείο μπορεί να λειτουργήσει. Εκτός και αν αποτελεί «ξενοδοχείο – προορισμό». Κάτι που όταν συμβαίνει είναι εξαιρετικό, αλλά είναι η εξαίρεση. «Ενα ξενοδοχείο στη μέση του πουθενά», όπως είπε ο Νίκος Καραφλός, ιδιοκτήτης του πολυβραβευμένου Dexamenes Seaside Hotel, μιλώντας για την ιστορία επιτυχίας να μεταμορφώσει ένα οινοποιείο του μεσοπολέμου σε παραθαλάσσιο ξενοδοχείο στην Ηλεία το 2019 και να περιλαμβάνεται σε δίκτυα εκλεκτής φιλοξενίας.
Στην περίπτωση αυτή, το εγχείρημα κατάφερε να γίνει η καλύτερη εκδοχή του εαυτού του. Διαχειρίστηκε το «πουθενά» και κατάφερε να γίνει περιζήτητος οικοδεσπότης.
Το θέμα λοιπόν είναι να καλλιεργήσουμε ως αντίληψη το να είμαστε οικοδεσπότες και διαχειριστές.
Το πρώτο υπονοεί και προσωπική εμπλοκή. Το δεύτερο προϋποθέτει και τεχνοκρατική λειτουργία.
Ο οικοδεσπότης υποδέχεται και φιλοξενεί επισκέπτες. Ο διαχειριστής εξυπηρετεί και ικανοποιεί πελάτες.
Και τα δύο είναι απαραίτητα πλέον.
Προϋποθέτουν επίσης ότι όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης είναι συντονισμένα.
Γιατί είναι ζήτημα αντίληψης, αυτογνωσίας, διάθεσης και τελικά, συνειδητής επιλογής. Η οποία θα πρέπει να γίνει.
Ενα μικρό ανεξάρτητο ξενοδοχείο, είναι μονόδρομος να επιλέξει τον ρόλο του οικοδεσπότη.
Γιατί ο οικοδεσπότης είναι φιλόξενος. Γνωρίζει τον τόπο και είναι έτοιμος να τον συστήσει και στον ξένο.
Η σχέση που θα αναπτύξει με τον επισκέπτη είναι η δύναμή του. Αυτή που θα διαμορφώσει την εμπειρία και θα δημιουργήσει την ανάμνηση. Και η οποία θα γίνει το μήνυμα που θα μεταφέρει ο επισκέπτης στον περίγυρό του. Θα μεταφέρει κυρίως τα άυλα προϊόντα – τις εμπειρίες, τις «καλές στιγμές», τη χαλάρωση, τη διασκέδαση.
Αυτό όμως το μικρό ή μεσαίο ανεξάρτητο ξενοδοχείο – αυτή η «επιχείρηση ανθρώπων», όπου η ποιότητα των διαπροσωπικών αλληλεπιδράσεων κάνει τη διαφορά – χρειάζεται να πατήσει σε ένα δίκτυο για να είναι ορατό και να κινηθεί στην παγκόσμια αγορά.
Και αυτό θα συμβεί είτε επειδή βρίσκεται σε έναν ώριμο, οργανωμένο προορισμό, που αποτελεί την πλατφόρμα για να λειτουργήσει, είτε επειδή ανήκει σε ένα δίκτυο/αλυσίδα, η οποία θα το καθοδηγήσει στο να διαμορφώσει ταυτότητα και θα του προσφέρει την πρόσβαση και θέση στο κοινό που θέλει να στοχεύσει.
Για μια χώρα, όπως η Ελλάδα, με τον τουρισμό να είναι τόσο καθοριστικός στην ευρωστία της οικονομίας της, οι λέξεις «οικοδεσπότες και διαχειριστές», την αφορούν σε βάθος και εύρος.
Όπως και τα 7.500 περίπου μικρά και μεσαία ξενοδοχεία τα οποία καλούνται να βρουν τη θέση τους στην τοπική και κατ’ επέκταση παγκοσμιοποιημένη αγορά φιλοξενίας.
Σε αυτή την προσπάθεια, όλες αυτές οι διάσπαρτες μονάδες χρειάζονται καθοδήγηση, εργαλεία. Ξεκάθαρο όραμα και μια συντονισμένη διακυβέρνηση σε όλα τα επίπεδα.
Σε κάθε περίπτωση ο τουρισμός στην Ελλάδα θα συνεχίσει να αναπτύσσεται. Οι δείκτες στρέφονται προς τα πάνω.
Σε αυτή την ανοδική πορεία, ποια θα είναι η σχέση που θα διαμορφωθεί με αυτόν τον γεμάτο προοπτικές τομέα και τις χιλιάδες μικρές ή μεσαίες μονάδες;
Γιατί η ευκαιρία είναι να γίνουν οικοδεσπότες και διαχειριστές.
Υπάρχει όμως και ένας κίνδυνος. Να μείνουν παρατηρητές.