Με την επιχείρηση «Ελευθερία» να έχει ήδη δρομολογηθεί και να έχουν απομείνει μόλις οι εικοσάρηδες περιμένοντας το ραντεβού τους, δεν μπορεί κανείς παρά να παρατηρήσει δύο τινά: από τη μία το ελληνικό κράτος, άμαθο σε τέτοιας εμβέλειας projects, κατάφερε να φέρει εις πέρας την πιο σύνθετη άσκηση εμβολιαστικής αλυσίδας από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και, από την άλλη, η ανταπόκριση των πολιτών, μέχρι στιγμής, δεν ήταν εφάμιλλη αυτής σε άλλες χώρες.
Ενα εντυπωσιακό στοιχείο είναι η (μη) ανταπόκριση των πολιτών στις ηλικίες άνω των 80 ετών, δηλαδή των πολιτών που είναι εξ ορισμού οι πιο ευάλωτοι στον κορονοϊό και για τους οποίους πρωτίστως σχεδιάστηκαν οι περιορισμοί του lockdown, ώστε να προστατεύσουν. Συνολικά, λοιπόν, μόνο το 63%, περίπου, αυτών των πολιτών έχει εμβολιαστεί, σε αντίθεση με τη Φινλανδία, για παράδειγμα, όπου έχει εμβολιαστεί άνω του 90%, ή τη «μεσογειακή» Πορτογαλία, με ποσοστό 94%. Είναι ενδεικτικό ότι από τους πολίτες άνω των 60 ετών, γύρω στο 60% έχει εμβολιαστεί με έστω μία δόση, ενώ με βάση τα ραντεβού που εκκρεμούν φαίνεται ότι οριακά θα ξεπεράσουμε το 70%, κατά μέσο όρο, στις ηλικίες άνω των 60.
Με απλά λόγια: υπάρχει πρόβλημα όταν μεσοσταθμικά το 30% των ηλικιακά πιο ευάλωτων πολιτών μένει αθωράκιστο. Ηδη, στο Μέγαρο Μαξίμου σκέφτονται τρόπους για να τονώσουν έτι περαιτέρω τη συμμετοχή, αν και φαίνεται ότι το πρόβλημα δεν λύνεται με μια καμπάνια. Οι ρωγμές στην επιχείρηση «Ελευθερία», άλλωστε, προκαλούνται συχνά εκ των έσω και σε αυτό συμπράττουν πλείστοι όσοι γιατροί, αλλά και μέρος του νοσηλευτικού προσωπικού των νοσοκομείων. Υπενθυμίζεται ότι πάνω από το 30% των υγειονομικών, πέραν των γιατρών, δεν έχει εμβολιαστεί – και όμως κυκλοφορεί κανονικά μέσα στα νοσοκομεία και κάνει εφημερίες.
Είναι προφανές, σύμφωνα με πληροφορίες, ότι και αρκετοί γιατροί που ανήκουν στο δυναμικό του ΕΣΥ, αν και εμβολιασμένοι και με τις δύο δόσεις εδώ και καιρό οι ίδιοι, σπουδαιολογούν τις παρενέργειες των εμβολίων. Υπάρχουν μαρτυρίες, ακόμα και κατά τον εμβολιασμό πολιτών, για σχετικές συζητήσεις, όσο και αν ο κανόνας είναι ότι το προσωπικό των εμβολιαστικών κέντρων είναι βοηθητικό και αισιόδοξο.
Ακόμα πιο δύσκολα, όμως, είναι τα πράγματα στο μέτωπο των ιδιωτών γιατρών. Αυτό προκύπτει από τις μαρτυρίες αρκετών γυναικών στις παραγωγικές ηλικίες, αλλά και άλλων πολιτών που αναζήτησαν τη συμβουλή του γιατρού τους, όταν ενημερώθηκαν για το ραντεβού τους. Στην προκειμένη περίπτωση, οι περισσότεροι ήθελαν να αποφύγουν το εμβόλιο της AstraZeneca. Και ενώ πολλοί γιατροί επέμειναν ότι το εμβόλιο δεν δημιουργεί κανέναν κίνδυνο, βρέθηκαν και αρκετοί άλλοι συνάδελφοί τους, οι οποίοι προβληματίστηκαν για ήσσονος σημασίας παθήσεις ή «συνέστησαν» στους ασθενείς τους «να περιμένουν» να ανοίξει η πλατφόρμα και για τα υπόλοιπα εμβόλια και να κάνουν κάποιο διαφορετικής εταιρείας. Επικαλούμενοι θρομβοφιλία, αλλά και πλείστες όσες άλλες παθήσεις, υπαρκτές ή δυνητικές λόγω ιστορικού, γιατροί θέλησαν να «απαλλάξουν» τους ασθενείς τους από το άγχος ειδικά της AstraZeneca, είτε γιατί οι ίδιοι δεν εμπιστεύονται το εμβόλιο είτε γιατί δεν θέλησαν να πάνε κόντρα στη φοβία του ασθενούς – που στο τέλος της ημέρας είναι και πελάτης.
Αν τα παραπάνω συνδυαστούν με τον ορυμαγδό απόψεων και πληροφοριών στα ΜΜΕ, αλλά και στο Διαδίκτυο, για κάθε πιθανή και απίθανη παρενέργεια των εμβολίων, τις οποίες οι πολίτες «καταναλώνουν» μαζικά, καταλαβαίνει κανείς γιατί η επιχείρηση «Ελευθερία», καίτοι άρτια οργανωμένη, σκοντάφτει πολλές φορές σε παράλογες ή λογικοφανείς ανησυχίες και προκαταλήψεις. Κάπως έτσι, το τείχος ανοσίας αργεί ακόμα.