Στις αρχές Μαΐου, ο ρώσος πρέσβης στη Γερμανία διοργάνωσε μια γιορτή για την επέτειο της σοβιετικής νίκης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πλήθος προσκεκλημένων προσήλθαν στην πρεσβεία, ένα κτίριο της σοβιετικής εποχής που βρίσκεται κοντά στο γερμανικό κοινοβούλιο.
Ο 86χρονος Εγκον Κρεντζ, τελευταίος επικεφαλής της κομμουνιστικής Ανατολικής Γερμανίας, είχε την ευκαιρία να ανταλλάξει απόψεις με τον Γκέραρντ Σρέντερ, Καγκελάριο της ενωμένης Γερμανίας από το 1998 ως το 2005 και τον Τίνο Χρουπάλα, ηγέτη του ακροδεξιού κόμματος ADF, ο οποίος φορούσε γραβάτα με τα χρώματα της ρωσικής σημαίας, όπως αναφέρει ο Economist.
Ο γερμανικός Τύπος έγραψε κάποια ειρωνικά σχόλια για τη γιορτή, αλλά γενικά το θέμα πέρασε απαρατήρητο. Δεκαεπτά μήνες μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη παραμένει εν πολλοί εναντίον της Ρωσίας και οι υπέρμαχοι της χώρας, όσο ισχυροί και αν υπήρξαν στο παρελθόν, πλέον είναι παραγκωνισμένοι. Ο Σρέντερ, για παράδειγμα, ήταν επικεφαλής του διοικητικού συμβουλίου των αγωγών Nord Stream, που πλέον δεν λειτουργούν. Το περασμένο καλοκαίρι η Ρωσία έκλεισε τους αγωγούς, τους οποίους ακολούθως κάποιοι «μυστηριώδεις» σαμποτέρ ανατίναξαν. Ο πρώην καγκελάριος «εξορίστηκε» από διάφορα κλαμπ των οποίων ήταν μέλος, έπαψε να προσκαλείται στις εργασίες του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (παρότι παραμένει μέλος του), ενώ του αφαιρέθηκε και η πρόσβαση στα γραφεία που του παραχωρούσε το κράτος. Η αγάπη του Χρουπάλα για τη Ρωσία, από την άλλη, έχει προκαλέσει το θυμό όχι μόνο των γερμανικών εφημερίδων, αλλά και βουλευτών του ίδιου του του κόμματος όπως αποκάλυψε η διαρροή μηνυμάτων.
Παρόλα αυτά, η προσπάθεια της Ρωσίας να κερδίσει ισχυρή υποστήριξη στην Ευρώπη δεν έχει αποτύχει εντελώς. Το ρεύμα συμπάθειας προς τον Πούτιν, το οποίο οι Γερμανοί αποκαλούν Putinversteher, ζει και βασιλεύει εκτός της κεντρικής πολιτικής σκηνής, επισημαίνει η έγκριτη βρετανική επιθεώρηση.
Οι φωνές όσων υποστηρίζουν τον ρώσο πρόεδρο ακούγονται σε όλην την Ευρώπη, ανάμεσα σε παράπονα για τον πληθωρισμό, τις καταρρέουσες κρατικές υπηρεσίες και τις ανησυχίες για το Μεταναστευτικό. Και με κάποιον τρόπο όλα αυτά «συνδέονται» με την υποστήριξη της Ευρώπης προς την Ουκρανία.
Μέσα σε όλα αυτά αυξάνονται και οι φωνές που «γκρινιάζουν» για το μέγεθος της «γενναιοδωρίας» που δείχνουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προς την Ουκρανία: τους πρώτους δύο μήνες του 2023 η βοήθεια των Βρυξελλών προς την Ουκρανία έφτασε τα 60 δισ. ευρώ, ενώ η Βρετανία έδωσε άλλα 10 δισ. Εάν ο πόλεμος συνεχιστεί ή η έκβασή του δεν είναι η επιθυμητή, κάποιοι θα πρέπει να πληρώσουν το λογαριασμό και να αναλάβουν την ευθύνη.
Ο Economist θυμίζει ότι ο όρος «χρήσιμοι ηλίθιοι» χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου για να περιγράψει τους ακούσιους «συμμάχους» του κομμουνισμού. Σήμερα, οι αντίστοιχοι χρήσιμοι ηλίθιοι που υποστηρίζουν τον Πούτιν είναι πολλοί και καλύπτουν ένα πολύ ευρύ φάσμα. Στην πολιτική, τα ακροδεξιά και ακροαριστερά κόμματα διαφωνούν σε πολλά πράγματα, αλλά στο θέμα τη Ουκρανίας βρίσκουν έναν κοινό τόπο, ζητώντας την άμεση «ειρήνη», ακόμη κι αν αυτό σημαίνει να παραχωρηθούν περιοχές της χώρας στη Ρωσία.
Στα ΜΜΕ και τον ακαδημαϊκό χώρο, υπάρχουν ακόμη πολλοί άνθρωποι που προτιμούν να αγνοούν τις επεκτατικές τάσεις της Ρωσίας και τις εγκληματικές της πράξεις και επιμένουν ότι η Ευρώπη έχει εμπλακεί σε αυτό που είναι κατ’ ουσίαν ένας πόλεμος ανάμεσα στη Ρωσία και τις ΗΠΑ. Και στον κόσμο των επιχειρήσεων, παρά τις πολλαπλές δυτικές κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας, υπάρχουν πολλοί πρόθυμοι «φίλοι» των ρώσων ολιγαρχών.
Οι «εξυπηρετούντες» τον Πούτιν περιλαμβάνουν και αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Ο Βίκτορ Ορμπαν, πρωθυπουργός της Ουγγαρίας από το 2010, είναι ο πιο προφανής και ανερυθρίαστος. Εχει κατηγορήσει κατ’ επανάληψη τη δυτική υποστήριξη προς την Ουκρανία και συνεχίζει τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου. Η κυβέρνησή του, επιπλέον, αρνείται να επιτρέψει τη διέλευση δυτικών όπλων προς την Ουκρανία, παρ’ ότι η Ουγγαρία είναι μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.
Η Αυστρία είναι πιο «ήσυχη» στην έμμεση υποστήριξή της προς τη Ρωσία. Η χώρα δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ, συνεπώς δεν έχει κάποιο λόγο να εμπλακεί σε μια διαμάχη που δεν την αφορά, λέει, και συνεχίζει τους εμπορικους της δεσμούς με τη Ρωσία, αυξάνοντας μάλιστα τη ροή αγαθών από και προς τη χώρα.
Ο Economist δεν χαρίζεται και στην χώρα μας. Επίσης μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, η Ελλάδα «είναι μια πολύ ειδική περίπτωση: Ναι μεν συμμορφώνεται με τις κυρώσεις, αλλά οι πλοιοκτήτες της συνεχίζουν να μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο· τα κέρδη είναι υπερβολικά πολλά για να τα απαρνηθεί κανείς».
Οσο για την Κύπρο, έναν παράδεισο εξωχώριων εταιρειών, μόλις πρόσφατα και υπό μεγάλη αμερικανική πίεση έκλεισε 4.000 τραπεζικους λογαριασμούς που ανήκαν σε Ρώσους. Οι δε χώρες που δεν ανήκουν στην ΕΕ, όπως η Τουρκία και η Σερβία, δεν μπαίνουν καν στον κόπο να κρύψουν τις υπηρεσίες που προσφέρουν στη Ρωσία «από την πίσω πόρτα».
Αλλες χώρες έχουν διαφορετική προσέγγιση. Η Ελβετία μάς θύμισε για μια ακόμη φορά την αιώνια ουδετερότητά της και αρνήθηκε να στείλει στην Ουκρανία όπλα, συμπεριλαμβανομένων 94 τεθωρακισμένων τύπου Leopard, τα οποία πιάνουν αράχνες κάπου στη βόρεια Ιταλία και ανήκουν σε μια ιδιωτική ελβετική εταιρεία.
Ακόμη και στο υποτιθέμενα «αρραγές μέτωπο» των ευρωπαϊκών χωρών που στηρίζουν την Ουκρανία, αρχίζουν να εμφανίζονται ρωγμές. Η Σλοβακία είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα: η χώρα έδωσε πρόσφατα 13 αεροσκάφη Mig-29, σοβιετικής κατασκευής, στην Ουκρανία, αλλά όπως φαίνεται από τις δημοσκοπήσεις, τις επόμενες εκλογές (του Σεπτεμβρίου) θα κερδίσει το κόμμα του αριστερού Ρόμπερτ Φίκο, ο οποίος υποστηρίζει ότι η Ρωσία ορθώς πήγε στην Ουκρανία για να εκδιώξει τους «ουκρανούς φασίστες».
Στη Γαλλία τα πράγματα είναι κάπως πιο περίπλοκα. Ναι μεν η χώρα στηρίζει φανατικά την Ουκρανία, αλλά τη χώρα κυβερνάει ο Μακρόν. Η Μαρίν Λεπέν, βασική του αντίπαλος, έχει πολύ συχνά γίνει «ηχώ» της ρωσικής προπαγάνδας. Πιθανώς αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι το κόμμα της έλαβε το 2014 (τη χρονιά της ρωσικής εισβολής στην Κριμαία) 9 εκατ. ευρώ σε μορφή δανείων, από ρωσικές τράπεζες. Η ίδια, λέει όχι, καμία σχέση. Καταδίκασε την εισβολή στην Ουκρανία, αλλά επτά μήνες αργότερα είπε ότι «οι κυρώσεις δεν έχουν αποτέλεσμα».
Στην Ιταλία ο δεξιός συνασπισμός που κυβερνά τη χώρα είναι διχασμένος: Επισήμως η Τζόρτζια Μελόνι υποστηρίζει την Ουκρανία, αλλά ο Ματέο Σαλβίνι, ηγέτης του δεύτερου σε ισχύ κόμματος του συνασπισμού, έχει καταδικάσει τις κυρώσεις και μέχρι την εισβολή ήταν ένθερμος θαυμαστής του Πούτιν.
Το αφήγημα των χρήσιμων ηλιθίων παραμένει ισχυρό, σημειώνει ο Economist: Η Ρωσία προκλήθηκε από το ΝΑΤΟ, η Ουκρανία δεν είναι χώρα, αλλά ένα κατασκεύασμα που «φυτεύτηκε» στα ρωσικά εδάφη, η Αμερική ρίχνει λάδι sτη φωτιά του πολέμου για να πουλάει όπλα… Και μετά είναι και το «ναι, αλλά…» Ναι, αλλά το ΝΑΤΟ είχε επιτεθεί στη Σερβία το 1999 και στη Λιβύη το 2011, μετά στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν κ.ο.κ. Οπότε, η Ρωσία σας πείραξε;
Στο τέλος της ημέρας, αυτό που φαίνεται ότι ενώνει την ευρωπαϊκή άκρα Δεξιά με την άκρα Aριστερά είναι πολύ απλά ο αντι-αμερικανισμός, ο οποίος καλλιεργεί κάθε είδους θεωρίες συνωμοσίας. Ο Χρουπάλα, για παράδειγμα, επιμένει ότι όλα αυτά έγιναν για να αναγκαστεί η Ευρώπη να αγοράζει αμερικανική ενέργεια.
Σε πρόσφατη ομιλία του, κοντά στο Βερολίνο, ο γερμανός Καγκελάριος Ολαφ Σολτς βρέθηκε αντιμέτωπος με κάποιους στο κοινό που του φώναζαν ότι είναι «πολεμοκάπηλος». Ο συνήθως ήρεμος Σολτς εξαγριώθηκε. «Ο Πούτιν επιτέθηκε στην Ουκρανία», φώναξε στο μικρόφωνο. «Αν είχατε κουκούτσι μυαλό θα ξέρατε ποιος είναι ο πραγματικός πολεμοκάπηλος».
Η Σολτς εξοργίστηκε, προφανώς, επειδή έπρεπε να εξηγήσει το προφανές. Που τελικά δεν είναι και τόσο προφανές, όχι σε όλους πάντως.