Αφιερώνεται σε όσους τούρκους συνανθρώπους μας,
θύματα των διωγμών του Ερντογάν, υποφέρουν χάρη
είτε σε εγκλήματα, είτε σε δειλία, είτε σε ασυγχώρητη
αδιαφορία για το καθήκον, ελλήνων πολιτών.
Γράφω αυτό το άρθρο για να στηρίξω την άποψή μου ότι οι τούρκοι πολίτες που εξαναγκάζονται από τους διωγμούς του Ερντογάν να φτάσουν παράνομα στην Ελλάδα, ζητώντας άσυλο, αποτελούν για εμάς τις κατ’ εξοχήν περιπτώσεις ανθρώπων που δικαιούνται τη διεθνή προστασία που παρέχει η ιδιότητα του πρόσφυγα. Αναφέρω μάλιστα, κάτι που πολλοί δεν το ξέρουν: ότι η Σύμβαση της Γενεύης, από την οποία απορρέει το καθεστώς της διεθνούς προστασίας, στέκει στο νομικό μας σύστημα πάνω από τους ελληνικούς νόμους, ισοδύναμη με το Σύνταγμα. Αλλά την προστασία ειδικά των τούρκων ικετών δεν την επιβάλλουν μόνο οι διεθνείς συμβάσεις αλλά και τα αξιακά συστήματα που υιοθετεί η χώρα μας. Λέμε ότι θέλουμε να είμαστε, και πρέπει να είμαστε, μια χώρα δημοκρατική, φιλελεύθερη, ευρωπαϊκή. Ως τέτοια πρέπει να σεβόμαστε τον ιερό νόμο του ανθρωπισμού, τον ίδιο νόμο που πριν χιλιάδες χρόνια υποστήριξε στα χώματά μας και στη γλώσσα μας μέχρι θανάτου η Αντιγόνη, αντιμέτωπη με τον νόμο της ισχύος του τύραννου Κρέοντα.
Οι άνθρωποι άλλων εθνικοτήτων που περνάνε τα τελευταία πέντε χρόνια από την Τουρκία στην Ελλάδα, δεν είναι κατά κανόνα επειδή διώκονται από το τουρκικό καθεστώς. Η παραμονή τους στην Τουρκία δεν τους βολεύει, μεν, αλλά δεν είναι απειλητική για την ελευθερία τους. Το ακριβώς αντίθετο ισχύει για τους τούρκους φυγάδες, τους πιο αυθεντικούς και γνήσιους ικέτες. Όσοι φτάνουν παράνομα, ικέτες στην Ελλάδα, ζητώντας άσυλο, το κάνουν με μεγάλο οικονομικό κόστος—για μια παράνομη διάβαση λίγων μέτρων πληρώνουν τουλάχιστον δέκα φορές όσο για ένα αεροπορικό εισιτήριο—, ρισκάροντας τη σωματική τους ακεραιότητα, ενίοτε τη ζωή τους, και με τον κίνδυνο να συλληφθούν καθ’ οδόν και να σταλούν με πρόσθετες κατηγορίες στους δεσμώτες τους. Το κάνουν γιατί είναι αναγκασμένοι από την απελπισία, γιατί δεν έχουν άλλη λύση.
Τον λόγο που έρχονται σε εμάς και όχι σε άλλη χώρα, τον ορίζει κατ’ αρχάς η γεωγραφία: έρχονται στην Ελλάδα όσοι δεν έχουν άλλη διέξοδο, αφού στην Τουρκία ή καταζητούνται ή τους έχει απαγορευθεί η νόμιμη έξοδος. Κανείς από αυτούς δεν είναι οικονομικός μετανάστης. Γιατί, απλούστατα, οι τούρκοι πολίτες που δεν εχθρεύεται το καθεστώς και θέλουν να μεταναστεύσουν, έχοντας ελευθερία κινήσεων, σπανιότατα διαλέγουν την Ελλάδα. Για να αρχίσουν μια νέα ζωή πάνε στη Γερμανία, στην Ολλανδία, στο Βέλγιο, ή σε άλλες δυτικές χώρες,
Αντίθετα, όσοι τούρκοι πολίτες φτάνουν παράνομα στην Ελλάδα, δραπετεύουν, εγκαταλείποντας με πόνο τη χώρα τους. Είναι σχεδόν όλοι άνθρωποι με ανώτατη μόρφωση, με επάγγελμα, που είχαν μια τακτοποιημένη ζωή στην Τουρκία, μέχρι να εξαπολύσει τον διωγμό του ο Ερντογάν. Ανάμεσά τους είναι γιατροί, δικαστές, καθηγητές πανεπιστημίου, δάσκαλοι, δημοσιογράφοι, αξιωματικοί, δημόσιοι υπάλληλοι, φοιτητές. Έρχονται στη χώρα μας για να σωθούν από τον διωγμό ενός καθεστώτος που έχει καταργήσει πλήρως το κράτος δικαίου. Και φυσικά κανένας που ζητά άσυλο δεν είναι «τρομοκράτης» ή «εγκληματίας», όπως αποκαλεί συλλήβδην τους αντιπάλους του ο Ερντογάν, γιατί θα ήταν στο περισκόπιο της Ίντερπολ και θα συλλαμβάνονταν αμέσως, δηλώνοντας τα στοιχεία του. Αλλά τέτοιους χαρακτηρισμούς τους συνηθίζουν τέτοιου τύπου καθεστώτα για τους αντιπάλους τους. Την εποχή της δικής μας χούντας, άλλωστε, όσοι εκδηλώνονταν εναντίον του καθεστώτος βαφτίζονταν «αναρχικοί», «κακοποιά στοιχεία», «κομμουνιστές» ή και, σε μια έξαρση της φαντασίας, «φασίστες», όρος που χρησιμοποιήθηκε από τη χούντα για τον ήρωα και μάρτυρα της δημοκρατίας, Αλέκο Παναγούλη.
Από εκεί και πέρα, για το ότι στη σημερινή Τουρκία έχει καταλυθεί το κράτος δικαίου δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία—εκτός δηλαδή αν ανήκεις στο στενό επιτελείο του κ. Τσίπρα—, όπως και η ίδια η δημοκρατία, η ελευθερία και η αξιοπρέπεια της ανθρώπινης υπόστασης. Η σημερινή αξιολόγηση του καθεστώτος της Τουρκίας από τον εγκυρότερο διεθνή δείκτη ελευθερίας και δημοκρατίας, τον πίνακα του Freedom House, την τοποθετεί μόλις στο 32, με άριστα το 100, βάζοντας την στην τελευταία κατηγορία της «ανελεύθερης», κατά τον τεχνικό όρο, χώρας. Εκεί ισοβαθμεί με καθεστώτα όπως της Ανγκόλας, της Ιορδανίας και της Ουγκάντας.
Η αφορμή για το τεράστιο ανθρωποκυνηγητό που εξαπέλυσε ο Ερντογάν κατά όσων θεωρεί πολιτικούς του αντιπάλους, αυτό το ανηλεές πογκρόμ που έχει στείλει κάποιες χιλιάδες Τούρκους τα τελευταία χρόνια ικέτες στα χώματά μας, ήταν τα γεγονότα της 15ης Ιουλίου 2016. Ο Ερντογάν τα αποκάλεσε αμέσως απόπειρα πραξικοπήματος, οργανωμένη από τον κατ’ εξοχήν πολιτικό εχθρό του, Φετουλάχ Γκιουλέν. Χωρίς όμως διόλου να προσπαθεί να κρύψει τις προθέσεις του, λίγες ημέρες μετά χαρακτήρισε τα γεγονότα «δώρο Θεού». Κι αυτό γιατί του πρόσφεραν την αφορμή για το πογκρόμ. Αλλά εγώ, που δεν έχω ξανακούσει να οργανώνει ο Θεός πραξικοπήματα, προτιμώ να στραφώ στις εντονότατες πια αμφιβολίες, που εκφράζονται διεθνώς, για το αν όσα συνέβησαν το βράδυ της 15ης Ιουλίου 2016 ήταν όντως απόπειρα πραξικοπήματος, ή μια καλοστημένη προβοκάτσια, από το ίδιο το καθεστώς.
Μόνο δέκα ημέρες αργότερα, στις 25 Ιουλίου, ο Γιοχάνες Χαν, ο τότε επίτροπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα Γειτονίας και Διεύρυνσης, σχολίασε με οξυδέρκεια πως το γεγονός ότι οι λίστες των δεκάδων χιλιάδων που συνελήφθησαν τις πρώτες ώρες ήταν έτοιμες ήδη πριν γίνει το «δώρο Θεού», αποτελεί απόδειξη απόλυτης προετοιμασίας και ένδειξη πιθανής παρακίνησης από το καθεστώς.
Μερικούς μήνες μετά, ο διευθυντής της Γερμανικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, Μπρούνο Καλ, δήλωσε ότι κατόπιν ερευνών καταπίπτει ο ισχυρισμός του Ερντογάν ότι ο Γκιουλέν ή η οργάνωσή του είχαν την παραμικρή σχέση με τα γεγονότα της 15ης Ιουλίου. Ο Καλ μάλιστα, εξέφρασε και αμφιβολίες για το πόσο γνήσια ήταν η φερόμενη ως απόπειρα πραξικοπήματος, που τις δημιουργούν οι αποδείξεις που παρουσίασε ότι ο Ερντογάν ήταν τουλάχιστον ενήμερος του τι θα συνέβαινε, από πολλές ώρες ή και μέρες πριν, εξ ου και δεν κινδύνευσε διόλου εκείνο το βράδυ και ότι, παρά τα σχετικά παραμύθια, και καμία απόπειρα δολοφονίας του δεν έγινε.
Εκτοτε, πολλά άρθρα σε μεγάλες ξένες εφημερίδες και μέσα, επαναλαμβάνουν το ίδιο μοτίβο. Δύσκολα θα βρεις σοβαρό δυτικό δημοσιογράφο να υιοθετήσει πλέον χωρίς καμία επιφύλαξη την εκδοχή του πραξικοπήματος, ενώ πολλοί εκφράζουν έντονες αμφιβολίες ή τη βεβαιότητα ότι η τάχα απόπειρα ήταν δώρο, όχι του Θεού, αλλά των μυστικών υπηρεσιών του Ερντογάν, ενορχηστρωμένη από τον ίδιο. Και φυσικά τις ίδιες ενστάσεις έχουν εκφράσει δημόσια αντίπαλοι πολιτικοί αρχηγοί στην Τουρκία, όπως και πολλοί ξένοι διπλωμάτες και υψηλόβαθμοι πολιτικοί, της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ συμπεριλαμβανομένης.
Το εμπεριστατωμένο άρθρο, που δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο Nordic Monitor τον περασμένο Ιούλιο, παρουσιάζει στοιχεία που καταδεικνύουν ακόμα και τον άνθρωπο ο οποίος διηύθυνε την προβοκάτσια του ψευδο-πραξικοπήματος, έναν ανώτατο πράκτορα της ΜΙΤ, με παρελθόν στην καθοδήγηση ακραίων ισλαμιστικών οργανώσεων στη Λιβύη. Στο επίπεδο των απλών ανθρώπων, συγκλονίζει η μαρτυρία ενός στρατιώτη που συνελήφθη και κακοποιήθηκε εκείνο το βράδυ, αν και εντελώς αμέτοχος.
Σε κάθε περίπτωση, και χωρίς να υιοθετώ ανεπιφύλακτα καμία άποψη για τα γεγονότα της 15ης Ιουλίου 2016, θεωρώ ότι υπάρχουν τόσες αμφιβολίες, και τόσα παράξενα στοιχεία, ώστε η άποψη του Ερντογάν, ότι ήταν “το πραξικόπημα που θα ανέτρεπε τη δημοκρατία” να είναι, επιεικώς, άκρως αμφισβητήσιμη. Κι όμως, αυτήν είχε καταπιεί αμάσητη η τότε ελληνική κυβέρνηση.
Η δική μας κυβέρνηση Σύριζα-ΑΝΕΛ δεν έπαψε, από τις 15 Ιουλίου 2016 μέχρι και που τελείωσαν οι μέρες της, να υποστηρίζει τον «δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο της Τουρκίας» («δημοκρατικά εξελέγη και ο Χίτλερ», σχολίαζε τη διατύπωση ο αξέχαστος Σταύρος Τσακυράκης) και να κατηγορεί ως «πραξικοπηματίες» και «χουνταίους» όσους ταλαίπωρους αυτός στοχοποιούσε. Στο πνεύμα αυτό, κινούμενος μεταξύ αφέλειας, άγνοιας και φόβου, ο Τσίπρας έταξε να επιστρέψει τους οκτώ αξιωματικούς που, πρώτοι αυτοί δραπέτευσαν, με ελικόπτερο, από την παγίδα που έστησε ο Ερντογάν.
Όμως, παρά το αντισυνταγματικό και παράνομο «τάξιμο», οι Οκτώ σώθηκαν, χάρη στον αγώνα της κοινωνίας των πολιτών και, πάνω από όλα, το υψηλό φρόνημα και το σθένος των δικαστών μας να αντισταθούν στις πολιτικές πιέσεις. Ο Άρειος Πάγος, σε μια ιστορική απόφαση, αρνήθηκε την έκδοσή τους, βάζοντας έτσι φραγή και σε οποιοδήποτε επόμενο αίτημα έκδοσης τούρκου πολίτη, παρά την προθυμία του Τσίπρα και τη φοβική στάση της κυβέρνησής του. Οι γενναίες αποφάσεις των δευτεροβαθμίων επιτροπών ασύλου, παρά τις πιέσες που δέχονταν, απένειμαν στους Οκτώ το καθεστώς του πρόσφυγα. Και όταν προσέφυγαν εναντίον των αποφάσεων αυτών δύο υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ, οι Οκτώ πήραν άσυλο πανηγυρικά, από την ομόφωνη, και εξ ίσου ιστορική απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Οι δύο αυτές αποφάσεις, του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας, όμως, πέραν της καθοριστικής σημασίας τους στο θέμα των Οκτώ, και της τιμής στη χώρα μας και τον νομικό μας πολιτισμό, πάνε πολύ παραπέρα. Οι αποφάσεις αυτές αποτελούν νομικό και, πιστεύω, ηθικό οδηγό, για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζει η Ελλάδα τους τούρκους ικέτες. Δυστυχώς όμως, το μήνυμα αυτού του οδηγού δεν εισακούστηκε.
Μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου, η Τουρκία δεν τόλμησε να ξαναζητήσει την έκδοση πολιτικά διωκόμενου εχθρού της. Αλλά, αντ’ αυτού, ουκ ολίγοι τούρκοι φυγάδες στα χώματά μας επαναπροωθήθηκαν παράνομα και παραδόθηκαν από έλληνες κουκουλοφόρους στα χέρια των διωκτών τους, στην όχθη του Έβρου. Αυτού του τύπου οι επαναπροωθήσεις μάλιστα —χώρια η εγκληματική πράξη της παράδοσης των ικετών στις τούρκικες αρχές ασφαλείας—έχουν τον ειδικό νομικό χαρακτηρισμό της «άμεσης επαναπροώθησης», δηλαδή της επαναπροώθησης, ακριβώς, στη χώρα στην οποία ο πρόσφυγας κατ’ εξοχήν κινδυνεύει, και στην περίπτωση των συγκεκριμένων επαναπροωθήσεων, ακόμα ειδικότερα, στα χέρια των διωκτών τους.
Αναρωτιέμαι: τους θεωρούσαν άραγε όλους μαζί «χουνταίους» οι κουκουλοφόροι που παρέδιδαν αυτούς τους καημένους ανθρώπους στα χέρια των τουρκικών δυνάμεων ασφαλείας; Και η τότε κυβέρνηση, του ΣΥΡΙΖΑ; Αν ναι, πρέπει κάποιος να τους ενημερώσει για το νόημα του όρου. Έτσι και αλλιώς, πάντως, ό,τι και να πίστευαν, η πράξη της επαναπροώθησης-παράδοσης αποτελεί φρικτό έγκλημα, κατά συρροή, έγκλημα, που περιμένει ακόμα την τιμωρία του.
Από εκεί και πέρα, για τους τυχερούς τούρκους πολίτες που κατάφερναν να περάσουν στην Ελλάδα, χωρίς να επαναπροωθηθούν, και ζητούσαν άσυλο, έπρεπε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ να μηχανευτεί νέο κόλπο. Γνωρίζοντας πια ότι όποιος τούρκος ικέτης ακολουθήσει τον δικαστικό δρόμο για το άσυλο τελικά θα δικαιωθεί, σκαρφίστηκε μιαν αθλιότητα, ένα τέχνασμα που αγνοεί απόλυτα το πνεύμα του νόμου αλλά και της Σύμβασης της Γενεύης και συχνά παραβαίνει και το γράμμα τους.
Για όποιον θέλει να καταλάβει το βρώμικο αυτό κόλπο, είναι απαραίτητες μερικές τεχνικές λεπτομέρειες:
Οι βασικοί λόγοι για τους οποίους μπορεί μια χώρα-μέρος στη Σύμβαση της Γενεύης, όπως είναι και η Ελλάδα, νόμιμα να αρνηθεί το άσυλο, είναι:
1) Η αποδεδειγμένη εγκληματική δραστηριότητα του αιτούντος αφού ήρθε στη χώρα μας, δηλαδή η καταδίκη του για σοβαρά αδικήματα που διαπράχθηκαν στην Ελλάδα—υπ’ όψιν ότι, κατά τη Σύμβαση, η παράνομη είσοδος στη χώρα δεν είναι αδίκημα για τους αιτούντες άσυλο
2) Η συμμετοχή του στη χώρα του σε αναγνωρισμένα διεθνώς ως εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας
3) Ποινικό μητρώο για σοβαρά αδικήματα στη χώρα του, που οδηγεί σε διεθνές ένταλμα σύλληψης της Ιντερπόλ
4) Η πεποίθηση της ότι ο αιτών δεν διώκεται στη χώρα του.
Από όσο γνωρίζω όμως, και σίγουρα γνωρίζω το θέμα πολύ καλύτερα από τον μέσο πολίτη, στις περιπτώσεις άρνησης ασύλου που αναφέρω ως περίπτωση 1, δεν εμπίπτουν παρά άνθρωποι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού—και όχι όλα. Στην περίπτωση 2, δεν υπάρχει ως τώρα κατηγορία για κανέναν. Στην περίπτωση 3, όπως είπα, όποιος διώκεται για τέτοια εγκλήματα δεν κάνει αίτηση ασύλου, για να μη εντοπισθεί από τα αρχεία της Ιντερπόλ. Και όσο για την περίπτωση 4, που κατά κόρον χρησιμοποιεί η Υπηρεσία Ασύλου για να απορρίπτει τη συντριπτική πλειοψηφία των αιτήσεων, είναι αδύνατον να ισχύει για τους τούρκους ικέτες στην Ελλάδα. Η αιτία, όπως εξήγησα, προκύπτει λογικά αλλά και από την πείρα: ο τούρκος που δεν έχει πρόβλημα με το καθεστώς Ερντογάν, παίρνει διαβατήριο και φεύγει κατευθείαν για τη Γερμανία, την Αμερική ή όποια άλλη χώρα επιθυμεί. Αντίθετα, στην Ελλάδα έρχονται μόνο όσοι δεν μπορούν να ταξιδέψουν νόμιμα, που αποδεικνύει ότι τους το απαγόρευσε το καθεστώς. Όπερ έδει δείξαι: βρίσκονται υπό διωγμόν.
Από εκεί και πέρα, το ποιον χαρακτηρίζει ο Ερντογάν «γκιουλενιστή», στα ανεπίσημα ραβασάκια ή τα τηλεφωνήματα των ανθρώπων του προς τις υπηρεσίες του ΣΥΡΙΖΑ, ποιον βρίζει ως «προδότη», «τρομοκράτη» ή «δολοφόνο», δεν έχει καμία νομική σημασία, σε καμία χώρα της Δύσης. Οι τούρκοι πολίτες που δραπετεύουν στην Ελλάδα, από τον Ιούλιο του 2016 και μετά, ανήκουν σε πολλές πολιτικές τάσεις, άλλοι είναι όντος “γκιουλενιστές”, άλλοι είναι φιλελεύθεροι, που διώκονται από πριν το 2016 και τώρα στοχοποιήθηκαν επίσημα, άλλοι αριστεροί, άλλοι κάποιας λογής “κεμαλιστές”. Όλοι τους έχουν ένα κοινό: ότι διώκονται από τον Ερντογάν. Αλλά όσοι ζητούν άσυλο, ειδικά, έχουν και ένα ακόμα κοινό: δεν είναι κακοποιοί με την έννοια των δυτικών κρατών δικαίου, άρα και της Ελλάδας. Γιατί αν είσαι πραγματικά επικίνδυνος, εκδίδεται η λεγόμενη «ερυθρά αγγελία», το διεθνές ένταλμα σύλληψης της Ιντερπόλ, που ξεχωρίζει πια με επιμέλεια τα πραγματικά εγκλήματα από τον πολιτικό διωγμό αυταρχικών καθεστώτων. Αν δεν είσαι επικίνδυνος, με τα κριτήρια ενός κράτους δικαίου, η υιοθέτηση κάθε αστήρικτης κατηγορίας ενός φυγά που βασίζεται σε φήμες, διαδόσεις, ή δόλια προωθημένες μυστικά δήθεν «εμπιστευτικές πληροφορίες», δεν είναι προφάσεις εν αμαρτίαις του καθεστώτος Ερντογάν για να διώξει έναν ακόμη εχθρό του.
Όσο για την υιοθέτησή τους από έλληνα κρατικό λειτουργό είναι, απλούστατα, ανυπόστατη και παράνομη. Γιατί η διαδικασία του ασύλου διέπεται από τους νόμους του δικαίου, και τίποτε σε αυτήν δεν μπορεί να σταθεί, αν δεν μπορεί να αιτιολογηθεί μπροστά σε ένα δικαστήριο—εξ ου και υπάρχουν και οι δευτεροβάθμιες επιτροπές κρίσης, οι οποίες πλέον αποτελούνται, και σωστά, αποκλειστικά από δικαστές. Αλλά και το ανώτατο δικαστήριο, το Συμβούλιο της Επικρατείας, όπου κάθε κατεργάρης θα μπει στον πάγκο του, όπως μπήκε και με την υπόθεση των Οκτώ. Και όμως, άκουσα ο ίδιος, με τα αυτιά μου, ανώτατο στέλεχος της Υπηρεσίας Ασύλου, διορισμένο από τον ΣΥΡΙΖΑ, να αναφέρει για την περίπτωση ενός αιτούντος άσυλο ότι «υπάρχουν στοιχεία ότι πήγε να σκοτώσει τον Ερντογάν»! Αλλά όταν ρωτήθηκε πού τα βρήκε αυτά τα στοιχεία και γιατί δεν τα γράφει στην υπόθεση του αιτούντος, δεν μπορούσε να απαντήσει.
Το κόλπο που επινόησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ για να ικανοποιεί τον «δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο της Τουρκίας», για όσους τούρκους ικέτες κατάφερναν να καταθέσουν το αίτημά τους, ανατέθηκε στην Υπηρεσία Ασύλου. Φυσικά, δεν καταγράφηκε ως εντολή σε κανένα επίσημο έγγραφο, αφού τέτοιο έγγραφο θα οδηγούσε αμέσως σε διεθνή καταδίκη της Ελλάδας. Αλλά άρχισε να εφαρμόζεται άτυπα, κατ’ εξαίρεση και ειδικά, στους τούρκους ικέτες. Το βασικό του εργαλείο είναι οι τεράστιες καθυστερήσεις στην εξέταση του αιτήματός τους, παρά το γεγονός ότι η διεθνής νομοθεσία μιλάει για «εύλογη διάρκεια»—αν βρεθεί μια τέτοια υπόθεση μπροστά σε δικαστές, Ελληνες ή ξένους, θα έχουν πολύ καλή αντίληψη του νοήματος της οδηγίας, και του παράνομου των παραβάσεών της.
Η σύγκριση του χειρισμού υποθέσεων αιτούντων άσυλο στην Ελλάδα, με εθνικότητες άλλες της τουρκικής, δείχνει πολύ καλά την ύπαρξη σχεδίου. Έτσι, στον πρόσφυγα οποιασδήποτε άλλης υπηκοότητας, η Υπηρεσία Ασύλου έδινε ημερομηνία πρώτης κρίσης του αιτήματος κατά μέσο όρο έξι μήνες, ενώ η απόφαση έβγαινε λίγους μήνες μετά. Αντίθετα, στους τούρκους φυγάδες άρχισαν από τις αρχές του 2017 να δίνουν ημερομηνία πρώτης κρίσης κατά μέσο όρο σε τρία χρόνια, συχνά περισσότερα, ενώ γνωρίζω και περίπτωση τούρκου ικέτη που του δόθηκε ημερομηνία πρώτης κρίσης σε επτά χρόνια! Ο άνθρωπος αυτός, σημειωτέον, πραγματικά απελπισμένος, είχε καταφέρει να ζητήσει άσυλο ενώ είχε επαναπροωθηθεί πέντε φορές (!) και επέμενε να ξαναγυρνά, μέχρι να μπορέσει να βρει πρόσβαση στο αίτημα της προστασίας—προφανώς, τη συνέντευξή του την όρισε η Υπηρεσία Ασύλου σε τόσο μακρύ διάστημα για εκδικητικούς λόγους. Κι όσο για τις απαντήσεις, υπάρχουν κατ’ επιλογήν και περιπτώσεις που η απόφαση δεν έχει βγει ακόμα, πολλά χρόνια μετά τη συνέντευξη.
Οι μοναδικές εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα της συριζέικης πολιτικής των καθυστερήσεων, που έχει γενική ισχύ για τους τούρκους ικέτες στην Ελλάδα, ήταν περιπτώσεις όπου τυχαίες περιστάσεις ανάγκαζαν τις κρατικές υπηρεσίες να κρατούν τους νεοφερμένους Τούρκους στα προσωρινά κέντρα κράτησης, οπότε τους κάνουν εκεί την πρώτη συζήτηση του ασύλου, για να ανοίξουν χώρο για άλλους.
Γνωρίζοντας τις τεράστιες καθυστερήσεις στην εξέταση των αιτημάτων τούρκων ικετών, θα υπέθετε κανείς ότι οι Τούρκοι που εξακολουθούν να θέλουν να αποδράσουν από το καθεστώς Ερντογάν, εφ’ όσον εξακολουθούν άλλωστε οι διωγμοί, θα απέφευγαν την Ελλάδα, ως χώρα αίτησης ασύλου. Και πράγματι αυτό κάνουν. Αλλά μόνο όσοι μπορούν. Γι’ αυτό, το ξαναλέω: αυτοί που έρχονται εδώ είναι οι πραγματικά απελπισμένοι, οι μη έχοντες ελπίδα.
Ο σκοπός του κουτοπόνηρου τεχνάσματος της Υπηρεσία Ασύλου, εκτός από το να κάνουν ο Τσίπρας και οι δικοί του τα καλά παιδάκια στον Ερντογάν, αλλά και να αποθαρρύνουν τον ερχομό άλλων τούρκων ικετών, ήταν να εξωθήσουν τα θύματα αυτής της αντιμετώπισης να φύγουν παράνομα από την Ελλάδα, για τη Δύση. (Εμμεση προτροπή σε έγκλημα νομίζω πως λέγεται αυτό). Από εκεί και πέρα, βέβαια, όποτε υπηρεσίες ασφαλείας συνελάμβαναν κάποιον να προσπαθεί να φύγει παράνομα—απόφαση απελπισίας όπου τον ωθούσε η κρατική ανεπίσημη αλλά κραταιά πολιτική—τον πήγαιναν κανονικότα στη φυλακή, με στόχο την απέλαση. Από τη μια δηλαδή δεν σου δίνω διέξοδο νόμιμη, από την άλλη σε τιμωρώ όταν παρανομείς, από απελπισία. Υπάρχουν όμως πολλές εκατοντάδες τούρκοι ικέτες που ούτε έχουν γνωριμίες με τον υπόκοσμο, ούτε τα χρήματα για πλαστά διαβατήρια, αλλά ούτε και τη διάθεση να παρανομήσουν, επειδή εκεί τους ωθεί η πολιτική του κράτους μας. Και αυτούς έχουμε διπλό καθήκον να τους προστατεύσουμε— από τον Ερντογάν αλλά και από τον χειρότερο εαυτό μας.
Το τέχνασμα του κράτους κατά των τούρκων ικετών, και το απαράδεκτα υψηλό ποσοστό άρνησης του αιτήματος ασύλου, που εγκαινίασε ο κατά τα άλλα περί δημοκρατίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εθνικής ανεξαρτησίας κοπτόμενος ΣΥΡΙΖΑ, έχει φέρει χιλιάδες συνανθρώπους μας στα όρια της ανέχειας και της απελπισίας. Γιατί έστω και αν στη συνέχεια, με τον αποκαλούμενο «νόμο Χρυσοχοΐδη» (4636/2019) μπήκαν αυστηρά όρια για τη διεξαγωγή της πρώτης συζήτησης, το σύνολο των προηγούμενων αφιχθέντων τούρκων ικετών, που είναι σχεδόν 11.000 ως τα τέλη του 2019, που δεν παρανόμησαν για να φύγουν από την Ελλάδα με πλαστά έγγραφα, βρίσκονται εγκλωβισμένοι εδώ, με τις αρχικές διορίες τους απείραγες.
Η συντριπτική πλειοψηφία των τούρκων φυγάδων-ικετών που παραμένουν εγκλωβισμένοι σήμερα στην Ελλάδα, δεν έχουν την πολυτέλεια της εύκολης επιβίωσης. Κάποιοι, όπως οι μηχανικοί, οι γιατροί, οι νοσοκόμοι, οι δάσκαλοι, δεν έχουν καν δικαίωμα να εργαστούν. Αλλά και γι’ αυτούς και για τους υπόλοιπους, που πρέπει όπως-όπως να βιοποριστούν, είναι πολύ δύσκολο να βρουν κάποια εργασία. Τυχαίνει να γνωρίζω για πολλές συγκεκριμένες τέτοιες περιπτώσεις. Είναι άνθρωποι που, με ευθύνη του κράτους μας, βρίσκονται σε άθλια κατάσταση, υλικά αλλά και ψυχολογικά, ζώντας μέσα στο άγχος και τη δυστυχία, ενώ πολλοί πάσχουν από τον μόνιμο φόβο της απέλασης. Και έχουν απόλυτο δίκιο, από τη σκοπιά τους: γιατί σε ένα κράτος που τους αντιμετώπισε αρχικά με τέτοια κυνική αδιαφορία όταν ζήτησαν άσυλο, μιαν αδιαφορία που βλέπουν ότι δεν ισχύει για άλλες εθνικότητες, σκέφτονται πολύ εύλογα ότι δεν έχουν κανένα λόγο να νιώθουν ασφαλείς.
Πολλοί άνθρωποι κακοποιημένοι από αυτή τη συριζέικης έμπνευσης αντιμετώπιση, σου σπαράζουν την καρδιά, όταν σου μιλούν για την κατάστασή τους—προσωπικά, ακούγοντας τους καημούς τους, ντρέπομαι που είμαι Ελληνας. Βλέπεις και ακούς συντρίμμια της ζωής, ανθρώπινες υπάρξεις καταρρακωμένες, να ξεσπούν κάθε λίγο σε κλάματα. Πιο πολύ κι από οργή—αυτήν θα ένιωθα εγώ στη θέση τους—νιώθουν καημό, παράπονο. Δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί η δημοκρατική και ευρωπαϊκή Ελλάδα τους αντιμετωπίζει έτσι, τι στην ευχή μας έχουν κάνει και τους βασανίζουμε. Κάποιοι φίλοι έλληνες γιατροί—ο Θεός να τους έχει καλά!—που βλέπουν ανιδιοτελώς πολλούς τέτοιους δυστυχισμένους, μου έχουν αφηγηθεί τραγικά περιστατικά, τούρκων ικετών με σοβαρότατα συμπτώματα τραυματικής νεύρωσης, που οδήγησε σε σοβαρά οργανικά προβλήματα.
Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό ότι ο άνθρωπος που εφάρμοζε πιστά την πολιτική των καθυστερήσεων, διευθυντής της Υπηρεσίας Ασύλου από τον Απρίλιο του 2018, ήταν ο Μάρκος Καραβίας, τον οποίο ο σημερινός υπουργός, Νότης Μηταράκης αναβάθμισε, χαρακτηρίζοντάς τον «αξιόλογο άνθρωπο». Προφανώς ο κ. Μηταράκης έχει τους λόγους που το λέει, που ίσως περιλαμβάνουν και το διδακτορικό του κ. Καραβία από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, με θέμα του διεθνούς εταιρικού δικαίου. Και εγώ δεν έχω καμία αντίρρηση να δεχθώ ότι ο κ. Καραβίας είναι αξιόλογος άνθρωπος. Εδώ όμως κρίνονται οι πράξεις και όχι τα πρόσωπα. Και οι πράξεις είναι αυτές που που ήταν ή και που είναι. Γιατί και με τη νέα κυβέρνηση, ο κ. Καραβίας έκανε ότι μπορούσε για να καθυστερήσει ή και να δυσκολέψει την απονομή ασύλου σε κάποιους τούρκους πολίτες, με στοιχεία που δεν έχουν μπει σε καμία δικογραφία, ούτε και μπορούν να μπουν γιατί δεν έχουν καμία νομική υπόσταση. (Ως νομικός ο ίδιος, ξέρει πολύ καλά τι σημαίνει αυτό.) Και κατόπιν, σε κάθε ευκαιρία, έκανε ότι μπορούσε για να δυσκολεύει την απονομή ασύλου σε κάποιους τούρκους, θυμίζοντάς μου με επιχείρημά του που άκουσα τη συριζέικη λογική των «χουνταίων», κατηγορία που προφανώς τα στελέχη του κόμματος αυτού συμπέραιναν μυρίζοντας τα νύχια τους— εκτός αν τους την πρόσφερε κάποια τουρκική, «δημοκρατική» υπηρεσία.
Από προσωπική μου εμπειρία, άλλωστε, μου είχε κάνει εντύπωση ότι ήδη, επί ΣΥΡΙΖΑ, ο κ. Καραβίας όχι απλώς εφάρμοζε αυτή την τακτική των απαράδεκτων διακρίσεων, με τις υπερβολικές καθυστερήσεις, κατά των τούρκων πολιτών, αλλά ακόμα και όταν η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας απένειμε, με ομόφωνή απόφασή της, το καθεστώς του πρόσφυγα στους Οκτώ, εκείνος προτίμησε να ακολουθήσει την πολιτική βούληση του τότε πρωθυπουργού και των συμβούλων του, αντί τον νόμο τον οποίο σπούδασε—εκτός αν στην Οξφόρδη δεν πρόσεχε στο μάθημα για τη διάκριση των εξουσιών. Και μάλιστα, οι πολυετείς καθυστερήσεις ειδικά στους τούρκους πολίτες, επί των ημερών του, μου κάνουν ιδιαίτερη εντύπωση, καθώς ο ίδιος, ωραιότατα αναλύει σε άρθρο του το ότι τέτοιες καθυστερήσεις αποτελούν παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτό το είχε γράψει σχολιάζοντας και σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που καταδίκαζε την Ελλάδα για ακριβώς τέτοια παραβίαση, και ακριβώς για περίπτωση τούρκου ικέτη. Μόνο που, δυστυχώς, το άρθρο αυτό το έγραψε όταν ακόμα ακολουθούσε ακαδημαϊκή καριέρα, δυο χρόνια προτού αναλάβει την υψηλή του θέση.
Στο βίντεο εμφανίζονται τούρκοι φυγάδες-ικέτες, που μόλις έφτασαν σε ελληνικό έδαφος, περνώντας τον Έβρο. Εκκλήσεις τέτοιας μορφής απευθύνονται συχνότατα, σε δικηγόρους ή άλλους υποστηρικτές των τούρκων φυγάδων, από τον βαθύ φόβο της εχθρικής αντιμετώπισης από το ελληνικό κράτος.
Το άρθρο του αυτό είναι τόσο ωραίο, που αναφέρω εκτενέστερα ένα κομμάτι του, μεταφρασμένο: «[Η συγκεκριμένη απόφαση του ΕΔΔΑ] υπογραμμίζει το γεγονός ότι τα κράτη είναι υποχρεωμένα να κρίνουν τις αιτήσεις ασύλου σε εύλογο διάστημα, αντιμετωπίζοντας έτσι εκ προοιμίου αιτιάσεις κρατών που θέλουν να δικαιολογήσουν τις καθυστερήσεις λόγω της πρόσφατης αύξησης των μεταναστευτικών ροών . . . [Μετά την απόφαση αυτή] τα κράτη θα πρέπει να το σκεφτούν πολύ καλά πριν καθυστερήσουν σε κρίσεις αιτημάτων ασύλου, που οφείλονται στην εξωτερική τους πολιτική».
Τόσο πολύ ωραία τα λέει ο κ. Καραβίας στο άρθρο του, κατηγορώντας ελληνικές κυβερνήσεις προ του ΣΥΡΙΖΑ, που του προτείνω, ενθέρμως, να το ξαναδιαβάσει. Και, αν ευκολύνεται, ας το δώσει και του υπουργού του, του κ. Μηταράκη, να το διαβάσει κι αυτός. Θα μάθει πολλά περί των σχέσεων του κράτους δικαίου με την πολιτική.
Σε κάθε περίπτωση, το να παίζουν κάποια άτομα ή κάποιες υπηρεσίες το κρυφτούλι με τον νόμο, ή να παραβαίνουν κατάφωρα τις δημοκρατικές αρχές και το διεθνές δίκαιο, και να προσβάλλουν με αυτό τον τρόπο την εθνική μας αξιοπρέπεια, υποκινούμενοι κατά περίπτωση ποιος ξέρει από ποιες εμμονές, ελλείψεις, πάθη ή άλλα κίνητρα, πέραν του ότι τελικά δεν ωφελεί κανένα—εκτός, πιθανόν, από τους ίδιους που κάνουν αυτό το επικίνδυνο παιχνίδι—είναι και πολύ κακή πολιτική, όπως φάνηκε και από τα αποτελέσματα της φοβικής στάσης του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην Τουρκία. Ισχυρές χώρες άλλωστε είναι οι χώρες που υποστηρίζουν τον νόμο, «σαν τα τείχη τους και ακόμα περισσότερο», όπως έγραψε στα ελληνικά και ο Ηράκλειτος.
Ο σημερινός πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, αντιμετώπισε με αστραπιαία αντανακλαστικά και μεγάλη αποφασιστικότητα την απόπειρα της μαζικής άοπλης εισβολής κατά της χώρας μας που ενορχηστρώνει το καθεστώς Ερντογάν, από τον Φεβρουάριο του 2020, και επιπλέον υπεράσπισε και υπερασπίζει νηφάλια, αλλά σταθερά και γενναία τα εθνικά συμφέροντα απέναντι στις απειλές της Τουρκίας. Και γι᾽ αυτόν τον λόγο είμαι βέβαιος ότι, μαθαίνοντας τι γίνεται στα κρυφά, θα αντιμετωπίσει με τις ίδιες αρετές και το —πολύ πιο ασήμαντο στην πολιτική σκακιέρα, αλλά εξ ίσου σημαντικό ανθρώπινα, όσο και θεμελιώδες για τη διεθνή εικόνα της χώρας— ζήτημα των τούρκων φυγάδων, ανατρέποντας την αισχρή πρακτική που εγκαινίασε ο ΣΥΡΙΖΑ. Οι άνθρωποι αυτοί ούτε μπορούν να μένουν στην Ελλάδα, εξαθλιωμένοι και χωρίς νομική προστασία, εφ’ όσον δεν το επιθυμούν, αλλά ούτε και μπορεί να τους εξαναγκάζει το κράτος να φύγουν παρανομώντας.
Δεν πρέπει σε κανένα να επιτραπεί να πλήξει τη φιλελεύθερη και δημοκρατική υπόσταση της πατρίδας μας, ως κράτους δικαίου και μέλους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας κρατών και ιδεών.
Ας φερόμαστε και εμείς σαν τους πολίτες του αρχαίου Άργους, όταν έφτασαν στα χώματά τους οι κόρες του Δαναού. Φτάνοντας εκεί, όπως το ιστορεί ο Αισχύλος, οι Ικέτιδες αναρωτιούνται, ρητορικά: «Σε ποιαν άλλη χώρα, πιο καλοδεχτική, θα μπορούσαμε να έρθουμε;». Στην ίδια ερώτηση, που θέτουν με την έλευσή τους οι τούρκοι πολίτες που φτάνουν στην Ελλάδα, καταναγκασμένοι από τον φόβο και τη δίψα για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, έχουμε ιερό χρέος να απαντάμε: «Σε καμία. Καλά ήρθατε εδώ που ήρθατε!». Αυτή την απάντηση τη χρωστάμε, αν όχι σε κανέναν άλλον, στο αρχαίο πνεύμα που επικαλούμαστε όταν μας αρέσει, δυστυχώς ενίοτε απλώς ως ελαφρυντικό προτέρου εντίμου βίου. Είναι το ίδιο αυτό, αρχαίο πνεύμα της ελευθερίας, που ενέπνευσε πριν διακόσια χρόνια όσους, έλληνες αλλά και ξένους, πότισαν τη γη μας με αίμα για να φτιάξουμε την πατρίδα μας. Αυτό, δηλαδή, αν θέλουμε να είμαστε αντάξιοί τους, και των αρχαίων αλλά και των νεότερων μιμητών, που γιορτάζουμε φέτος, και να μην εξαντλείται η επέτειος σε γιορτές.
Ο Απόστολος Δοξιάδης είναι συγγραφέας