Ρωσικά πολεμικά πλοία σε άσκηση στον Φιννικό Κόλπο, ανοιχτά της Αγίας Πετρούπολης - πολύ μακριά από τη Συρία | Artem Priakhin/SOPA Images/LightRocket via Getty Images/Ideal Image
Θέματα

Ανάλυση: Οι σύροι αντάρτες και το ναυάγιο του Πούτιν

Η ρωσική παρουσία και επιρροή στη Συρία ενισχύθηκαν σημαντικά το 2015, όταν η Μόσχα παρενέβη για να σώσει το καθεστώς του Ασαντ από τους αντάρτες. Ομως στην παρούσα φάση, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η Ρωσία θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει τις βάσεις της εκεί - ένα πλήγμα που θα μπορούσε να αποδειχθεί βαρύ όσον αφορά τη ναυτική ισχύ της
Protagon Team

Για περισσότερο από μισό αιώνα τα ερείσματα της Μόσχας στη Μεσόγειο ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με το καθεστώς Ασαντ στη Συρία. Ο Χαφέζ αλ Ασαντ –πατέρας του Μπασάρ, του μέχρι πριν λίγες ημέρες δικτάτορα της Συρίας– ανέλαβε την προεδρία της χώρας το 1971. Την ίδια χρονιά η Σοβιετική Ενωση κατέληξε σε συμφωνία με τη Δαμασκό για τη μίσθωση ενός λιμανιού στην περιφέρεια της Ταρτούς, στα παράλια της Συρίας.

Πλέον, όμως, μετά από τις ραγδαίες εξελίξεις της προηγούμενης εβδομάδας, επιστέγασμα των οποίων αποτέλεσε η πτώση της Δαμασκού και η φυγή του Ασαντ στη Ρωσία το περασμένο Σαββατοκύριακο, «αυτή η διαρκής ρωσική στρατιωτική παρουσία κρέμεται από μια κλωστή […] Φαίνεται πως το Κρεμλίνο απέφυγε μια πανικόβλητη και άτακτη φυγή, αλλά η επιρροή του στη νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ ενδέχεται να εξασθενίσει» σχολιάζει ο Economist, υποστηρίζοντας ότι οι σύροι αντικαθεστωτικοί κατάφεραν ένα σοβαρό πλήγμα στις ναυτικές φιλοδοξίες του Βλαντίμιρ Πούτιν.

Οπως αναφέρεται στο βρετανικό δημοσίευμα, η Συρία συγκαταλεγόταν μεταξύ των σημαντικών εταίρων της Ρωσίας πολύ πριν ο εμφύλιος πόλεμος κατακερματίσει την πρώτη σε αντίπαλα στρατόπεδα. «Αυτή η βάση είναι απαραίτητη για εμάς» είχε δηλώσει το 2012 ο Βίκτορ Τσίρκοφ, τότε αρχηγός του Πολεμικού Ναυτικού της Ρωσίας. «Λειτουργεί και θα συνεχίσει να λειτουργεί».

Η παρουσία και η επιρροή της Ρωσίας στη Συρία ενισχύθηκαν σημαντικά το 2015, όταν η Μόσχα παρενέβη για να σώσει το καθεστώς του Μπασάρ αλ Ασαντ από τους αντάρτες, που σημείωναν σημαντική πρόοδο στο πεδίο. Εστειλε μαχητικά αεροσκάφη στην αεροπορική βάση Χμεϊμίμ, στην περιφέρεια της Λαττάκειας, τα οποία αποδεκάτισαν τις δυνάμεις των ανταρτών, και ναυτικές δυνάμεις στη βάση της Ταρτούς, η οποία είχε πέσει σε μεγάλο βαθμό σε αχρηστία τη δεκαετία του 1990 (η βάση δεν έχει ακόμα εκκενωθεί, αν και στις 9 Δεκεμβρίου ρωσικά πολεμικά πλοία έπλεαν περί τα τέσσερα ναυτικά μίλια δυτικά του λιμανιού).

Εκπρόσωπος του Κρεμλίνου είπε ότι η Ρωσία έχει λάβει «τα απαραίτητα μέτρα για να έρθει και να βρίσκεται σε επαφή στη Συρία με όσους είναι σε θέση να διασφαλίσουν την ασφάλεια των στρατιωτικών βάσεων», με τον Economist να αναφέρει πως ένα από αυτά τα μέτρα ήταν η αλλαγή στάσης της Μόσχας απέναντι στους αντάρτες που πριν από λίγα χρόνια βομβάρδιζε: τα ρωσικά ΜΜΕ έπαψαν να τους χαρακτηρίζουν «τρομοκράτες», κάνοντας πλέον λόγο για «ένοπλη αντιπολίτευση».

Μιλώντας στο βρετανικό Μέσο, ο Μάικλ Κόφμαν, εταίρος της δεξαμενής σκέψης Carnegie Endowment for International Peace, χαρακτήρισε τη στάση της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ, της πιο ισχυρής από τις ομάδες των ανταρτών, πραγματιστική, θεωρώντας πιθανό το ενδεχόμενο να επιτραπεί στη Ρωσία να διατηρήσει τις βάσεις της στη Συρία, με τη Μόσχα να προσφέρει ως αντάλλαγμα όπλα ή διπλωματική υποστήριξη. Ωστόσο κρίνει πως οποιαδήποτε συμφωνία θα είναι προσωρινή.

Στην παρούσα φάση η Ρωσία «διαπραγματεύεται τους όρους» αλλά «με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η Μόσχα πιθανότατα θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει τις βάσεις της στη Συρία» ανέφερε ο διακεκριμένος αμερικανός αναλυτής με ειδίκευση στις ένοπλες δυνάμεις της Ρωσίας. Σε αυτή την περίπτωση το πλήγμα, ειδικά όσον αφορά τη ναυτική ισχύ της Ρωσίας, θα μπορούσε να είναι πολύ βαρύ.

Οπως εξήγησε στον Economist ο Φρέντερικ φαν Λόκερεν, πρώην αξιωματικός του βελγικού Ναυτικού, η παρουσία της Μόσχας στη βάση της Ταρτούς ήταν σχετικά περιορισμένη –μια χούφτα υποβρύχια, φρεγάτες και κορβέτες–, ωστόσο αυτά τα σκάφη έφεραν πυραύλους μεγάλους βεληνεκούς, που μπορούσαν να πλήξουν στόχους του ΝΑΤΟ στη νότια Ευρώπη. Επιπλέον, μέσω της Ταρτούς η Ρωσία είχε τη δυνατότητα να επιδεικνύει τη ναυτική ισχύ της σε μια περιοχή –την Ανατολική Μεσόγειο– όπου η παρουσία του ΝΑΤΟ έτεινε να είναι ελάχιστη.

Χάρη στην Ταρτούς η Ρωσία μπορούσε να στέλνει μεγαλύτερους στολίσκους νοτιότερα, γνωρίζοντας ότι θα στάθμευαν για να ανεφοδιαστούν στη Συρία. Και τα τελευταία χρόνια η ναυτική βάση του Κρεμλίνου στη Μεσόγειο κατέστη νευραλγικός κόμβος, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022, όταν η Τουρκία περιόρισε την πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα και την παρουσία του ρωσικού στόλου εκεί.

«Δίχως την Ταρτούς οι ρωσικές ναυτικές επιχειρήσεις στη Μεσόγειο ενδέχεται να είναι πιο σύντομες, πιο ακριβές και πιο σποραδικές. Υπάρχουν λίγα ελκυστικά υποκατάστατα. Η Αλγερία και η Αίγυπτος, δύο εναλλακτικοί οικοδεσπότες, είναι απίθανο να αγκαλιάσουν τις ρωσικές δυνάμεις, λόγω του φόβου των γεωπολιτικών συνεπειών» συνοψίζει ο Economist, επικαλούμενος τα λεγόμενα του βέλγου πρώην αξιωματικού.

«Η Ρωσία είχε συνομιλίες με το Σουδάν για την κατασκευή ναυτικών εγκαταστάσεων, αλλά το Πορτ Σουδάν δεν διαθέτει τις απαραίτητες υποδομές. Ως εκ τούτου η Ρωσία πιθανώς να στραφεί προς το Τομπρούκ, στη Λιβύη […] Το λιμάνι ελέγχεται από τον Χαλίφα Χαφτάρ, τον λίβυο πολέμαρχο που διατηρεί στενούς δεσμούς με τη Ρωσία και έχει υποδεχτεί πλοία της στο παρελθόν, περιλαμβανομένων ενός καταδρομικού και μιας φρεγάτας μόλις αυτό το καλοκαίρι. Αλλά χωρίς την κατασκευή χερσαίων υποδομών, αυτά τα αγκυροβόλια πιθανώς θα είναι κακέκτυπα της Ταρτούς», εκτιμά το βρετανικό Μέσο.