Στη μεταψυχροπολεμική εποχή, οι πολιτικές δολοφονίες τελείωσαν για τον πραγματικό κόσμο και μεταπήδησαν στις σελίδες των βιβλίων του Τζον Λε Καρέ ως διηγήσεις για έναν πιο βάρβαρο, σκοτεινό και ξεχασμένο για πάντα –νομίζαμε– κόσμο. Κάναμε λάθος.
Στον σημερινό κόσμο, η πολιτική δολοφονία είναι η νέα, ταχύτατα αναπτυσσόμενη βιομηχανία και οποιοσδήποτε, γνωστός στο ευρύ κοινό ή μη, είναι πιθανό θύμα. Οι δολοφονίες που εγκρίνονται από τις κυβερνήσεις πολλαπλασιάζονται, με τη Ρωσία, το Ισραήλ, το Ιράν και την Ινδία να πρωτοστατούν στον ιδιαίτερα «δραστικό» αυτόν τρόπο επίλυσης των διαφορών κάθε κράτους ή καθεστώτος με τους αντιπάλους του.
Ενώ οι μοναχικοί ένοπλοι και οι ζηλωτές εξακολουθούν να αποτελούν τυχαία απειλή, οι κρατικά οργανωμένες, προμελετημένες συνωμοσίες δολοφονιών κανονικοποιούνται και διαδίδονται, όπως σημειώνει ο Σάιμον Τίσντολ στον Guardian.
Η κρατική δολοφονία ήταν ως επί το πλείστον μονοπώλιο των υπερδυνάμεων κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Τέτοιου είδους επιχειρήσεις, υπό τις εντολές των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Eνωσης, στόχευαν κυρίως προσωπικότητες υψηλού προφίλ, όπως ο Φιντέλ Κάστρο της Κούβας, ο Σαλβαδόρ Αλιέντε της Χιλής και ο γιουγκοσλάβος ηγέτης Γιόσιπ Τίτο. Κάποια χτυπήματα πήραν μεγαλύτερη δημοσιότητα από άλλα.
Το 1940, ένα μέλος της μυστικής αστυνομίας του Στάλιν, της NKVD, δολοφόνησε τον αντιφρονούντα ηγέτη των Μπολσεβίκων Λέοντα Τρότσκι, στην Πόλη του Μεξικού, με μια αναρριχητική αξίνα. Οσο για το ποιος πυροβόλησε τον πρωθυπουργό της Σουηδίας, Ούλοφ Πάλμε, το 1986, εξακολουθεί να παραμένει ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της σύγχρονης εποχής.
Στις μέρες μας, το «σύνδρομο του Ιουλίου Καίσαρα» δεν ισχύει πλέον. Δεν είναι απαραίτητο να είσαι ισχυρός για να φοβάσαι ότι θα δολοφονηθείς. Η βρετανική αστυνομία λέει ότι η ομάδα που μαχαίρωσε την Πούρια Ζεραάτι, μια ιρανή αντιπολιτευόμενη δημοσιογράφο, στο Λονδίνο την περασμένη εβδομάδα, διέφυγε στο εξωτερικό. Πέρυσι, ένας φιλορώσος blogger, γεννημένος στην Ουκρανία, ο Βλάντλεν Τατάρσκι, πέθανε σε μια μυστηριώδη έκρηξη στην Αγία Πετρούπολη. Το Ισραήλ έχει βάλει στο στόχαστρο ιρανούς πυρηνικούς επιστήμονες και, από τις 7 Οκτωβρίου, τους ηγέτες της Χαμάς, κάθε βαθμίδας.
Με τον μανδύα της «νομιμότητας»
Οι δολοφονίες συχνά ενδύονται το μανδύα των αντιτρομοκρατικών επιχειρήσεων, γράφει ο Guardian. Πρόκειται για ένα υποπροϊόν του «παγκόσμιου πολέμου κατά της τρομοκρατίας» που κήρυξαν οι ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου, και ο οποίος ουσιαστικά νομιμοποίησε την κρατική δολοφονία. Η δολοφονία του Οσάμα Μπιν Λάντεν το 2011 είναι η πιο γνωστή υπόθεση σε αυτό το πλαίσιο.
Οι δολοφονίες, την περασμένη εβδομάδα, ανώτατων ιρανών στρατιωτικών διοικητών σε μια παράνομη επίθεση του Ισραήλ στη Δαμασκό εμπίπτουν επίσης σε αυτήν την κατηγορία. Εάν το Ισραήλ αναλάμβανε την ευθύνη, κάτι που δεν έκανε, πιθανότατα θα έλεγε ότι εξαλείφει μια τρομοκρατική απειλή.
Η τρομοκρατία, πραγματική ή φανταστική, σε συνδυασμό με το σύγχρονο αφήγημα της «εθνικής ασφάλειας», χρησιμοποιείται πλέον ευρέως για να δικαιολογήσει κατάφωρα εγκληματικές πράξεις, όπως αυτές που συμβαίνουν καθημερινά στη Γάζα.
Το 2020, οι ΗΠΑ δολοφόνησαν έναν ανώτερο ιρανό στρατηγό, τον Κασέμ Σουλεϊμανί, στη Βαγδάτη αδιαφορώντας πλήρως για το διεθνές δίκαιο. Η Ρωσία δικαιολογεί τις δολοφονίες τσετσένων αυτονομιστών δαιμονοποιώντας τους ως αιμοδιψείς τρομοκράτες. Στη Σομαλία, τα αμερικανικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη χτυπούν αυθαίρετα «μαχητές» κατά βούληση.
Η Ινδία του Ναρέντρα Μόντι έχει υιοθετήσει πλήρως αυτήν τη θανατηφόρα σοφιστεία, βάζοντας στο στόχαστρο Ινδούς Σιχ που ζουν στο εξωτερικό, όπως και αντιπάλους του καθεστώτος που εδρεύουν στο Πακιστάν.
Ενα διαβόητο περιστατικό στον Καναδά τον περασμένο Ιούνιο αφορούσε τους 34 πυροβολισμούς που δέχτηκε ο Σιχ αυτονομιστής Χάρντιπ Σινγκ Νιτζάρ. Οι Σιχ στη Βρετανία προειδοποιήθηκαν από την αστυνομία τον Ιανουάριο ότι η ζωή τους κινδύνευε.
«Εάν αυτοί οι ισχυρισμοί είναι τεκμηριωμένοι, αποκαλύπτουν την είσοδο της Ινδίας σε μια λέσχη εθνών που χρησιμοποιούν τις ανθρωποκτονίες για να προωθήσουν τη διεθνή και εγχώρια ατζέντα τους και δείχνουν ότι οι πολιτικές δολοφονίες έχουν επανέλθει στη μόδα και δεν αποτελούν πλέον αποκλειστική αρμοδιότητα των υπερδυνάμεων του κόσμου», έγραψε ο Τζάστιν Λινγκ στο Foreign Policy.
Το να ενοχλείς μια ισχυρή πολιτική προσωπικότητα αρκεί για να σε σκοτώσει, οπουδήποτε στον κόσμο. Το 2018, ο δημοσιογράφος Τζαμάλ Κασόγκι δολοφονήθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατόπιν εντολής της βασιλικής οικογένειας της Σαουδικής Αραβίας.
Τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους, ένας ρώσος πιλότος που είχε αυτομολήσει στην Ουκρανία δολοφονήθηκε στην Ισπανία. Πυροβολήθηκε έξι φορές και στη συνέχεια πέρασε από πάνω του ένα αυτοκίνητο. Ρωσικής κατασκευής κάλυκες έμειναν στο σημείο της δολοφονίας, σύμφωνα με το άρθρο του Guardian, ως μια προφανής προειδοποίηση για άλλους που θα σκεφτούν να κάνουν το ίδιο.
Η απειλή από μοναχικούς δράστες παραμένει μεγάλη. Το 2022, ο Σίνζο Αμπε, πρώην πρωθυπουργός της Ιαπωνίας, δολοφονήθηκε από έναν άνδρα με προσωπικά κίνητρα. Την ίδια περίοδο, ένας άντρας με ναζιστικά τατουάζ προσπάθησε αλλά απέτυχε να δολοφονήσει την αντιπρόεδρο της Αργεντινής, Κριστίνα Φερνάντεζ ντε Κίρσνερ.
Η ρητορική του μίσους
Η απαξίωση προς τους πολιτικούς και η χυδαιοποίηση του δημόσιου λόγου συμβάλλουν έμμεσα στην εξομάλυνση της πολιτικής βίας.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η πρόταση ενός κορυφαίου υποστηρικτή των Συντηρητικών ότι η αριστερή βουλευτής Νταϊάν Αμποτ «πρέπει να πυροβοληθεί», απεικόνισε ξεκάθαρα το κλίμα και τους κινδύνους. Το 2016, η βουλευτής των Εργατικών Τζο Κοξ δολοφονήθηκε από ακροδεξιό εξτρεμιστή. Το 2021, ο βουλευτής των Τόρις Ντέιβιντ Εϊμς είχε την ίδια τύχη.
Στις ΗΠΑ, οι απειλές κατά της ζωής μιας πολιτικής προσωπικότητας είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Η πρώην πρόεδρος της Βουλής, Νάνσι Πελόζι, ο πρώην σύμβουλος εθνικής ασφάλειας, Τζον Μπόλτον, και ο δικαστής του ανώτατου δικαστηρίου, Μπρετ Κάβανο, επέζησαν από συνωμοσίες κατά της ζωής τους το 2022, υπενθυμίζει ο Guardian.
Η δυσφήμηση των αντιπάλων από τον υποψήφιο για την προεδρία Ντόναλντ Τραμπ ενθαρρύνει ξεκάθαρα τη βία τέτοιου είδους. Εξοργισμένος από τις ενέργειες του στρατηγού Μαρκ Μίλεϊ μετά την εισβολή στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου, ο Τραμπ είπε ότι ο τότε πρόεδρος του γενικού επιτελείου των ενόπλων δυνάμεων άξιζε τη θανατική ποινή. Επίσης ο Τραμπ δεν αντέδρασε καθόλου στις εκκλήσεις των ταραχοποιών να «κρεμάσουν τον Μάικ Πενς» (τον δικό του αντιπρόεδρο).
«Τέτοια γλώσσα απανθρωποποιεί τους πολιτικούς αντιπάλους, κάτι που μπορεί με τη σειρά του να απομυθοποιήσει τη δολοφονία τους», προειδοποίησε ο Τζέικομπ Γουέαρ στο The Hill.
Ενώ το φαινόμενο της πολιτικής δολοφονίας δεν είναι κάτι καινούργιο, εξαπλώνεται και επεκτείνεται παγκοσμίως. «Είτε διεξάγονται από ομάδες δολοφόνων, με δηλητηριασμένη οδοντόκρεμα ή drone, οι δολοφονίες εκτός κάποιας χώρας έχουν καταστεί εργαλείο για την πολιτική ασφαλείας, τη γεωπολιτική και την εσωτερική καταστολή», σημείωσε ο Λινγκ.
Το Κρεμλίνο, έπειτα από χρόνια ατιμώρητων και αποτυχημένων προσπαθειών να δολοφονήσει στο εξωτερικό τον Αλεξέι Ναβάλνι, ηγέτη της αντιπολίτευσης, το κατάφερε τον περασμένο Φεβρουάριο όταν ο Ναβάλνι ήταν σε φυλακή στον Αρκτικό Κύκλο. Η δολοφονία είχε πλέον βασικό στόχο όχι να εξουδετερώσει τον Ναβάλνι, αλλά να εκφοβίσει τους υποστηρικτές του στο εσωτερικό.
Οι δολοφονίες με κρατική εντολή έχουν πολλά κίνητρα: την ανασφάλεια όσων βρίσκονται στην εξουσία, τον ιδεολογικό εξτρεμισμό, τον θρησκευτικό φανατισμό, τις θεωρίες συνωμοσίας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, την εκδίκηση ή τις ευθείες διαταγές ενός τυράννου.
Κοινοί παρονομαστές είναι η αποτυχία της συμβατικής πολιτικής, η κατάρρευση των κοινωνικών και ηθικών προτύπων και η περιφρόνηση του νόμου. Η ατιμωρησία είναι δεδομένη. Οι διακρατικοί νομικοί μηχανισμοί είναι αδύναμοι ή απουσιάζουν πλήρως. Παρά τις εκκλήσεις για σκληρότερη δράση υπό την ηγεσία του ΟΗΕ, τα καθεστώτα δολοφόνων σπάνια αντιμετωπίζουν σοβαρές μακροπρόθεσμες συνέπειες. Σε μια εποχή που ευνοεί τους «ισχυρούς» ηγέτες, η σκληρότητα λειτουργεί ως ενισχυτής της δημόσιας εικόνας τους.
Υπάρχει επίσης άλλος ένας λόγος για τον οποίο ευδοκιμεί η δολοφονία ως κρατική πολιτική, καταλήγει το άρθρο του Guardian. Ακόμη και όταν διαπράττουν τις πιο εξωφρενικές πράξεις, ο Βλαντίμιρ Πούτιν και άλλοι ομόλογοί του επωφελούνται από μια άγραφη διεθνή σύμβαση: οι πρόεδροι, οι πρωθυπουργοί και οι ανώτατοι ηγέτες δεν αλληλοσκοτώνονται. Οχι συνήθως, πάντως.