Η άλλη σταύρωση στην «Υπόθεση Λάρι Φλιντ»
Είναι απορίας άξιον ότι σε όλη τη συζήτηση για την αφίσα της Ελίνας Ψύκου δεν ακούστηκε μια προηγούμενη «σταύρωση»: εκείνη του Γούντι Χάρελσον πάνω σε αιδοίο για την ταινία του Μίλος Φόρμαν «Υπόθεση Λάρι Φλιντ» (1996). Σύμφωνα με την Αμερικανική Κινηματογραφική Ενωση, την Επιτροπή δηλαδή, που είναι αρμόδια για να αποφασίσει τι επιτρέπεται εντός των ηθικών ορίων, συνιστούσε μια «προβοκατόρικη εικόνα». Γι’ αυτό και απαγορεύτηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες (αντιθέτως, η αφίσα κυκλοφόρησε κανονικά σε άλλες χώρες χωρίς αντιδράσεις). Ο Φόρμαν δήλωνε παράλληλα ότι ο πρόεδρος της Ενωσης τού είχε εξομολογηθεί τον φόβο του «μήπως αναζωπυρωθούν οι συντηρητικές απόψεις της κοινωνίας». Ολα αυτά για μια ταινία που σχολίαζε εμμέσως τον αγώνα της ελευθερίας του λόγου και του Τύπου στις ΗΠΑ κατά τις δεκαετίες 1970 και 1980. Σε πρώτο πλάνο χρησιμοποιούσε την άνοδο του Λάρι Φλιντ ως εκδότη του περιοδικού «Hustler» και τις δικαστικές περιπέτειές του προς υπεράσπιση του πορνογραφικού περιεχομένου του πασίγνωστου εικονοκλαστικού περιοδικού του.
Τα αρκουδάκια στην «Ανορθόδοξη έλξη»
Μπορούν, σύμφωνα με τα χρηστά ήθη της αμερικανικής βιομηχανίας, τα λούτρινα αρκουδάκια –σύμβολο της αθωότητας και των παιδικών δωματίων– να κάνουν σεξ σε διάφορες στάσεις Κάμα Σούτρα; Οι ΗΠΑ μέσω της αρμόδιας επιτροπής απάντησαν αρνητικά, ο Καναδάς και η Βρετανία θετικά. Το αποτέλεσμα ήταν να απαγορευτεί η αμερικανική αφίσα της μαύρης κωμωδίας «Ανορθόδοξη έλξη» (2002), σε σκηνοθεσία Ρότζερ Έιβαρι, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Μπρετ Ιστον Ελις «The rules of attraction».
Η ημίγυμνη «Αμαρτωλή πόλη»
Για την Αμερικανική Κινηματογραφική Ενωση, η ημιδιαφανής ρόμπα που αποκαλύπτει το στήθος της Εύα Γκριν στην αφίσα της ταινίας «Αμαρτωλή πόλη: η κυρία θέλει φόνο» (αμάν, αυτές οι ελληνικές αποδόσεις των ξένων τίτλων…) υπερέβαινε τα επιτρεπτά όρια το 2014. Ζήτησε, λοιπόν, από τους δημιουργούς του σίκουελ, Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ και Φρανκ Μίλερ, να την «επεξεργαστούν» ξανά. Και να φανταστεί κανείς ότι η «πέτρα του σκανδάλου» στη σειρά της «Αμαρτωλής πόλης» ήταν πάντα η βία…
Η υποτακτική στάση στη «Γραμματέα»
Στη «Γραμματέα» του Στίβεν Σάινμπεργκ (2002) η Λι Χολογουέι είναι μια ιδιόρρυθμη νεαρή γυναίκα, που επιστρέφει στο πατρικό της στη Φλόριντα ύστερα από μια σύντομη νοσηλεία σε ψυχιατρική κλινική. Προσπαθώντας να ξεφύγει από τα υπαρξιακά της προβλήματα και από το καταπιεστικό οικογενειακό της περιβάλλον, πιάνει δουλειά ως γραμματέας σε ένα δικηγορικό γραφείο, όπου ερωτεύεται παράφορα το αφεντικό της. Το αίσθημα εξελίσσεται σε αμοιβαία σαρκική εξάρτηση, αγγίζοντας τα όρια του σαδομαζοχισμού. Πριν φτάσει στην πρωταγωνίστρια Μάγκι Γκίλενχαλ η «πρόκληση» για τους συντηρητικούς κύκλους είχε ξεκινήσει από το πόστερ όπου η υποταγή στο καθήκον απεικονιζόταν με ρεαλιστικό τρόπο.
Η ημίγυμνη Ρούνι Μάρα στο «Κορίτσι με το τατουάζ»
Και μόνο η σύγκριση με τις σκηνές στις οποίες εκτίθενται οι νεαροί τηλεθεατές του Ιντερνετ και των videogames θα αποδείκνυε ότι το «γυμνό» στην αφίσα της ταινίας «Το κορίτσι με το τατουάζ» του Ντέιβιντ Φίντσερ (2011) ήταν πολύ ήπιο. Στην πραγματικότητα μετά βίας φαινόταν, καθώς το σκουλαρίκι στο στήθος της πρωταγωνίστριας Ρούνι Μάρα κάλυπτε ένα ακόμα επίμαχο σημείο. Εκτός από τους ευαίσθητους θεματοφύλακες των χρηστών ηθών, πάντως, η αφίσα δέχθηκε κριτική και από τους αναγώστες των έργων του Στιγκ Λάρσον, οι οποίοι υπέδειξαν ότι η Λίζμπεθ –το «κορίτσι» του τίτλου– έχει υποστεί σεξουαλική κακοποίηση στο παρελθόν. Οπότε η χαλαρή στάση που έχει δίπλα στον Ντάνιελ Κρεγκ (Μάικλ) δεν συμβαδίζει με όσα έχει υποφέρει.
Η κουκούλα στον «Δρόμο για το Γκουαντάναμο»
Η αφήγηση στον «Δρόμο για το Γκουαντάναμο» των Ματ Γουάιτκρος και Μάικλ Γουϊντερμπότομ (2006) ξεκινάει τον Σεπτέμβριο του 2001, λίγο μετά την τρομοκρατική επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Ο Ασίφ είναι ένας νεαρός βρετανός πακιστανικής καταγωγής, που ετοιμάζεται να ταξιδέψει στο Πακιστάν για να συναντήσει την υποψήφια σύζυγό του. Μαζί με τους φίλους του, Ρουέλ (που προαλείφεται για κουμπάρος), Σαφίκ και Μονίρ, επισκέπτονται ένα τζαμί με το που φτάνουν στο Πακιστάν. Εκεί ακούν την έκκληση ενός ιμάμη για ανθρωπιστική βοήθεια στο Αφγανιστάν. Οταν φτάνουν στη γειτονική χώρα, βιώνουν τους πρώτους βομβαρδισμούς των Αμερικανών εναντίον των Ταλιμπάν, ενώ ο Μονίρ εξαφανίζεται. Οι άλλοι τρεις συλλαμβάνονται από στρατιώτες, στοιβάζονται σε κοντέινερ και παραδίδονται στις αμερικάνικες δυνάμεις, στις 28 Δεκεμβρίου 2001. Σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ, Αμερικανοί στρατιώτες τους ξυλοκοπούν και τους βασανίζουν, ενώ τελικά τους στέλνουν στις φυλακές της αμερικάνικης βάσης του Γκουαντάναμο, στην Κούβα. Η κουκούλα στην αφίσα ερέθισε τα μέλη της Αμερικανικής Ενωσης Κινηματογράφου, τα οποία την απαγόρευσαν καθώς «κουκούλα = βασανιστήρια».
Η κουκούλα «Προς τη σκοτεινή πλευρά της δημοκρατίας»
Οπως και στον «Δρόμο για το Γκουαντάναμο» οι αντιδράσεις που προκάλεσε η αφίσα για τη δημιουργία του Άλεξ Γκίμπνεϊ «Taxi to the dark side» –η οποία τελικά κέρδισε το Οσκαρ καλύτερου ντοκιμαντέρ το 2007– αφορούσαν τον εικονιζόμενο ως φυλακισμένο με την κουκούλα στο κεφάλι. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Αμερικανικής Κινηματογραφικής Ενωσης, η αφίσα ήταν ακατάλληλη για παιδιά, επειδή η κουκούλα παραπέμπει σε μεθόδους βασανιστηρίων και, φυσικά, το πολιτικό μήνυμα μεγεθυνόταν καθώς ο φυλακισμένος περπατούσε με χειροπέδες πάνω στην αμερικανική σημαία. Θέμα του ντοκιμαντέρ, πάντως, ήταν ο φερόμενος ξυλοδαρμός μέχρι θανάτου του Αφγανού ταξιτζή Dilawar από Αμερικανούς στρατιώτες στην αεροπορική βάση Μπαγκράμ του Αφγανιστάν.
Η πιπίλα ενός μωρού μέσα στα αίματα
Στο βελγικό «Άνθρωπος δαγκώνει σκύλο» (1992) των Ρεμί Μπελβό, Αντρέ Μονζέλ και Μπενουά Πελβούρ, ένα τηλεοπτικό συνεργείο ακολουθεί κατά πόδας τον δολοφόνο Μπεν στην εγκληματική καθημερινότητά του. Υστερα μάλιστα από την αρχική συστολή σκηνοθετών και σεναριογράφων, καταλήγει να πιάνει πόστο δίπλα στον «ήρωα», βοηθώντας τον μάλιστα (σε ορισμένες περιπτώσεις) να φέρει εις πέρας το έργο του. Στην αφίσα της ταινίας ο Μπεν πυροβολεί προς την κατεύθυνση ενός μωρού, η πιπίλα του οποίου τινάζεται στον αέρα. Σε αρκετές χώρες ήταν ακριβώς η πιπίλα που αντικαταστάθηκε με μια μασέλα, επειδή ερχόταν κόντρα με το κοινό αίσθημα και έναν βασικό κανόνα του κινηματογράφου: «δεν δείχνουμε ή υπονοούμε φόνο παιδιού» (με την εξαίρεση, για παράδειγμα, του «Κάποτε στη Δύση» διά χειρός Σέρτζιο Λεόνε).