Για όλους τους μουσικόφιλους υπάρχουν επέτειοι που τους γυρνούν πίσω στον χρόνο – και τους θυμίζουν πόσο έχουν γεράσει. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα… -άχρονα μιας κυκλοφορίας δίσκου φαντάζουν παράταιρα, καθώς επαναφέρουν στη μνήμη εποχές, ήχους και μόδες που ποτέ δεν πέρασαν το τεστ του χρόνου.
Υπό αυτό το πρίσμα, η περίπτωση των Pink Floyd αποτελεί ίσως τη μοναδική εξαίρεση του κανόνα. Η διαχρονικότητα του ήχου και των μηνυμάτων τους δεν έχει ταίρι στη σύγχρονη ροκ μουσική – με μοναδική, ίσως, εξαίρεση τους Rolling Stones. Ακόμη και οι τεράστιοι Beatles, που έχουν επηρεάσει όποιον καλλιτέχνη έχει πιάσει ποτέ κιθάρα στη ζωή του, ακούγονται συχνά ως ρομαντικό ρετρό, ειδικά στην πρώτη πενταετία της καριέρας τους.
Σε αντίθεση με τους Stones (των οποίων η διαχρονικότητα βασίζεται στις βαθιές και πάντα επίκαιρες ρυθμ-εν-μπλουζ ρίζες των συνθέσεών τους), οι Pink Floyd συνθέτουν μια κατηγορία από μόνοι τους. Οι μουσικοκριτικοί μπορεί να τους κατατάσσουν στην ευρύτερη ταμπέλα του «ψυχεδελικού prog rock», αλλά οι λιγότερο ψαγμένοι ακροατές δυσκολεύονται να συνδυάσουν τον ήχο τους με άλλα ακούσματα.
Το μόνο πράγμα στο οποίο κοινό και μουσικοκριτικοί συμφωνούν είναι η διαχρονική αξία των τραγουδιών τους, που μοιάζουν ανεπηρέαστα από τάσεις, ιδεολογίες ή μόδες – λες και δημιουργήθηκαν στο απόλυτο καλλιτεχνικό κενό. Με επτά εξαιρετικά άλμπουμ, οι Floyd σημάδεψαν όσο καμία άλλη ροκ μπάντα τη δεκαετία του 1970, αλλά το αδιαμφισβήτητο αριστούργημά τους ήταν το «Dark Side of the Moon», που φέτος γιορτάζει τα 50χρονα της κυκλοφορίας του.
Χαρακτηρισμένο ως «concept album» –άλμπουμ με μια κεντρική ιδέα να διαπερνά όλα τα τραγούδια του–, γεννήθηκε από τις γνωστές εμμονές γύρω από τις ανασφάλειες και τις αμφιβολίες ενός ροκ καλλιτέχνη, που ο μπασίστας, Ρότζερ Γουότερς θα ανέπτυσσε ακόμα πιο κινηματογραφικά έξι χρόνια αργότερα, στο εξίσου εμβληματικό «The Wall».
Για να κατανοήσει κανείς τις παραμέτρους δημιουργίας του «Dark Side of the Moon», καλό είναι να μελετήσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γεννήθηκε. Το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ ήταν σε πλήρη εξέλιξη (και ήδη οδηγούσε στα εσωτερικά του Οβάλ Γραφείου), η στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ στο Βιετνάμ βρισκόταν στο στάδιο των βομβαρδισμών της Καμπότζης, ο επαναστατικός «Νονός» του Κόπολα έσπαγε τα ταμεία και η πιο τρομακτική ταινία όλων των εποχών («Εξορκιστής») έκανε πρεμιέρα στις αίθουσες.
Εξαντλημένοι από το πολιτικοκοινωνικό γαϊτανάκι των τελών της δεκαετίας του ’60, η γενιά της αμφισβήτησης δεν είχε ιδιαίτερες διαθέσεις για πορείες (τα πιο ριζοσπαστικά τμήματά της είχαν ήδη διαβεί τον Ρουβίκωνα της παρανομίας) και οι τινέιτζερ και 20άρηδες της εποχής ήταν ώριμοι για μια ηχητική περιπλάνηση όπως αυτή.
Το «Dark Side of the Moon» δεν ήταν, όμως, απλά ένα μουσικό «τριπάκι» για τη νεολαία του 1973. Ηταν και μια ρομαντική παραδοχή της ιδεολογικής ήττας μιας ολόκληρης γενιάς. Κάθε άλλο παρά τυχαίο ήταν το γεγονός ότι το «Money», το γνωστότερο και πιο ραδιοφωνικό τραγούδι του άλμπουμ, έγινε ο κυνικός ύμνος της εποχής.
Αργά αλλά σταθερά, το άλμπουμ των τεσσάρων αποφοίτων από βρετανικές σχολές Καλών Τεχνών έγινε η απάντηση στις αξιώσεις του εφηβικού υπαρξισμού της μεσαίας τάξης των αμερικανικών προαστίων – κάτι σαν ιεροτελεστία περάσματος σε μια ιδιαίτερη κουλτούρα. Οι ροκ σταθμοί δεν το ξέχασαν μέσα στον κυκεώνα των ροκ κυκλοφοριών των τελών της δεκαετίας του ’70, και το σαρωτικό πέρασμα του πανκ δεν κατάφερε ποτέ να το εκθεμελιώσει από τη συλλογική ροκ συνείδηση (όπως έκανε με κυκλοφορίες άλλων τεράστιων γκρουπ αρένας εκείνης της δεκαετίας).
Αν η επιδραστικότητα του άλμπουμ είναι καθαρά υποκειμενικό ζήτημα, η διαχρονικότητά του έχει απτές αποδείξεις. Ο δίσκος είναι ανάμεσα στους 25 πιο εμπορικούς όλων των εποχών, με 50 εκατομμύρια πωλήσεις σε όλον τον κόσμο. Επιασε το Νο.1 των αμερικανικών τσαρτς για μία εβδομάδα, είχε όμως συνολική παρουσία 981 εβδομάδων στο Top-200 του Billboard, 736 εκ των οποίων συνεχόμενες – από την ημέρα κυκλοφορίας του, στις 17 Μαρτίου του 1973, έως τις 16 Ιουλίου του 1988.
Ακόμα και σήμερα, 50 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, με ελάχιστες ανατυπώσεις και επανακυκλοφορίες, τα νούμερα παραμένουν εντυπωσιακά. Σε μία από τις χειρότερες εμπορικά εβδομάδες του, το άλμπουμ –είτε σε μορφή βινυλίου είτε σε CD– πουλάει κοντά στα 9.000 αντίτυπα. Κατά προσέγγιση, ένας στους 14 Αμερικανούς κάτω των 50 έχει στην κατοχή του το άλμπουμ, σε οποιαδήποτε μορφή.
Τα νούμερα δεν ζαλίζουν απλώς, γεννούν και σειρά ερωτημάτων σχετικά με τον τρόπο που το «Dark Side» παραμένει εμπορικά επίκαιρο. Είναι θέμα άσβεστης καλλιτεχνικής υστεροφημίας; Μεταφέρεται ως μυστικό από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά; Και –κυρίως– πώς γίνεται ένα από τη φύση του αντιεμπορικό μουσικό πρότζεκτ να παραμένει τόσο επίμονα μοσχοπουλημένο;
Οι απαντήσεις ανήκουν στους ιστορικούς –όχι εκείνους της ροκ, τους αυθεντικούς– του μέλλοντος. Ούτως ή άλλως, το φαινόμενο Pink Floyd είχε πάντα μια μυστηριακή, αν όχι μυστικιστική, παράμετρο στην εκδήλωσή του. Τα τέσσερα μέλη του πλούτισαν, διαλύθηκαν, οι έριδές τους (εντός και εκτός δικαστηρίων) έγιναν σχεδόν ριάλιτι, αλλά η συλλογική τους μαγεία παραμένει αναλλοίωτη.
Αξέχαστη θα μου μείνει η εικόνα της τελευταίας, σε πλήρη φόρμα, εμφάνισής τους το 2005, στο πλαίσιο της φιλανθρωπικής συναυλίας «Live Earth» στο Λονδίνο, λίγους μήνες πριν ξαναγίνουν πρωτοσέλιδα στον ταμπλόιντ Τύπο με τις κόντρες τους. Στη διάρκεια της 20λεπτης ερμηνείας τους, στις τηλεοπτικές κάμερες δέσποζε ένα τεράστιο πανό κάτω από τη σκηνή, με τις λέξεις «Οι Pink Floyd ξανά μαζί – όλα είναι πια πιθανά στον κόσμο».
Ως μύστης της ηχητικής συμμορίας τους από τα 12 μου, κατανοώ απόλυτα τη φράση του πανό. Ισως ποτέ να μην καταλάβω τη γοητεία που ασκεί ένα άλμπουμ σαν το «Dark Side of the Moon» στον 19χρονο ανιψιό μου, αλλά οι Floyd θα είναι πάντα μια μυστήρια σταθερά της ζωής μου. Ενα φαινόμενο που ξεπερνά τις συμβατικές λίστες των λατρεμένων μουσικών μου, υπερβαίνει τα ηχητικά ιδιώματα που επηρέασαν τη μουσική μου παιδεία, και στέλνει αδιάβαστους τους θαμώνες των μπαρ στα οποία δισκοθετώ ως DJ.