«Είναι οι influencers οξυδερκείς επιχειρηματίες ή διψασμένοι για φήμη ναρκισσιστές;» διερωτάται ο Economist. Το πρώτο που επισημαίνει το βρετανικό Μέσο πριν αποπειραθεί να απαντήσει στο παραπάνω ερώτημα των καιρών μας είναι ότι το διαδίκτυο και ο πολιτιστικός του αντίκτυπος κατά βάση εξηγούνται και γίνονται κατανοητά κυρίως από τη σκοπιά των αποκαλούμενων «tech bros».
Ποιοι είναι, όμως, αυτοί; «Οι (συνήθως γένους αρσενικού) ιδιοφυΐες και οι επιτήδειοι πίσω από τις πολυεθνικές που αναδιαμορφώνουν τον κόσμο. Βιογραφίες, απομνημονεύματα και εύθυμες αφηγήσεις για αυτά τα αφεντικά της τεχνολογίας έχουν διαμορφώσει την αντίληψη των αναγνωστών για το πώς ο διαδικτυακός κόσμος αλλάζει τον πραγματικό. Αλλά αυτά τα βιβλία σπάνια αναφέρουν τα κύρια πρόσωπα που έχουν διαμορφώσει την εμπειρία τού να είσαι online: τους influencers των μέσων κοινωνικής δικτύωσης».
Οι influencers, «οι (συνήθως γένους θηλυκού) άνθρωποι πίσω από τους πιο δημοφιλείς λογαριασμούς στο Instagram, στο TikTok και στο YouTube», έχουν τεράστιο κοινό, συχνά εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια followers. Προσωπικότητες όπως η Τζάκι Eϊνα, η Ματίλντα Τζερφ και η Μόλι-Μέι Χέιγκ βγάζουν πολλά χρήματα, χάρη σε έναν συνδυασμό χορηγούμενων αναρτήσεων (sponcon) και προμηθειών που λαμβάνουν μέσω της προώθησης συνδέσμων συνεργατών τους, αλλά και δημιουργώντας τις δικές τους σειρές προϊόντων, από σκιές ματιών και κρέμες μαυρίσματος μέχρι ρούχα.
Σύμφωνα με το Forbes, περισσότεροι από 50 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως αυτοχαρακτηρίζονται influencers, ενώ η Goldman Sachs προβλέπει ότι η αποκαλούμενη «creator’s economy», στην οποία κυριαρχούν οι influencers, θα διπλασιαστεί σε μέγεθος, αγγίζοντας τα 500 δισ. δολάρια έως το 2027.
Ωστόσο, παρότι συμβάλλουν σημαντικά στη διαμόρφωση της ψηφιακής κουλτούρας, πολύ συχνά οι influencers επικρίνονται και απορρίπτονται ως «ψευδο-διασημότητες που διψούν για φήμη, που προβαίνουν σε αναρτήσεις σχετικά με λεπτομέρειες των ζωών τους και απερίσκεπτα προωθούν επώνυμα προϊόντα έναντι απίστευτα υψηλών ποσών», επισημαίνει ο Economist.
Πλέον, όμως, μια νέα σειρά βιβλίων εστιάζει με περισσότερη προσοχή στη βιομηχανία των influencers, διερευνώντας τον τρόπο με τον οποίο οι πιο δημοφιλείς χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αναδιαμορφώνουν την παγκόσμια οικονομία και αλλάζουν αυτό που βλέπει ο μέσος χρήστης του διαδικτύου.
Η Τέιλορ Λορέντς, αρθρογράφος της Washington Post με ειδίκευση στην τεχνολογία και στις τάσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στο βιβλίο της «Extremely Online» γράφει ότι οι influencers έχουν τεράστια δύναμη, καθώς «οι πατέρες της τεχνολογίας μπορεί να ελέγχουν τον πηγαίο κώδικα, αλλά οι χρήστες διαμορφώνουν το προϊόν».
Παρουσιάζοντας την ιστορία των influencers (οι οποίοι κάποτε αποκαλούνταν «e-celebs» ή «ceWEBrities») από τη δεκαετία του 1990 έως σήμερα, η αμερικανίδα δημοσιογράφος υποστηρίζει πως η άνοδός τους οφείλεται πρωτίστως στο γεγονός ότι κατέστησαν τη φήμη και την πολυτέλεια λιγότερο «απρόσιτες».
Οπως οι αστέρες των ριάλιτι, οι πρώτοι influencers δημιούργησαν ένα νέο είδος διασημότητας, με τους εκάστοτε εκπροσώπους της να τραβούν μεν την προσοχή, αλλά να εξακολουθούν να είναι άγνωστοι στο ευρύ κοινό. Σύμφωνα με τη Λορέντς, παρά τις έντονες επικρίσεις, το influencing «παρείχε σε περισσότερους ανθρώπους από κάθε άλλη ιστορική περίοδο τη δυνατότητα να επωφελούνται άμεσα από τη δουλειά τους», είτε πρόκειται για μαμάδες-μπλόγκερ που μετατρέπουν τις δυσκολίες της γονεϊκότητας σε κερδοφόρες επιχειρήσεις είτε για εφήβους που γίνονται πολυεκατομμυριούχοι χάρη σε σύντομα κωμικά σκετς.
Σταδιακά, το influencing άρχισε να εισέρχεται και στην επικράτεια της πολιτικής, με πολλούς influencers να συμβάλλουν στην ανάπτυξη του κοινωνικού ακτιβισμού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κερδίζοντας συγχρόνως νέους followers, με αναρτήσεις τους για κοινωνικά ζητήματα και τις όποιες ειδήσεις.
Οι influencers εισήλθαν δυναμικά και στα παραδοσιακά ΜΜΕ, συνεχίζει ο Economist, με τηλεοπτικά και κινηματογραφικά στούντιο να ανακαλύπτουν τόσο νέα αστέρια όσο και ενδιαφέρουσες πλοκές στους λογαριασμούς τους. Ορισμένοι TikTokers, όπως ο Αντισον Ρέι, έχουν πρωταγωνιστήσει σε ταινίες και σε τηλεοπτικά ριάλιτι. Το «The D’Amelio Show», για τις έφηβες TikTokers Τσάρλι και Ντίξι Ντ’Αμέλιο, βρίσκεται ήδη στον τρίτο κύκλο του στο Hulu.
Η άποψη της Τέιλορ Λορέντς για το influencing και τους influencers είναι κατά βάση αισιόδοξη. Μια παρόμοια θετική εικόνα για τον ρόλο που διαδραματίζουν οι influencers στη διαμόρφωση της σύγχρονης κουλτούρας σχηματίζει κανείς διαβάζοντας και το «Bad Influence». «Είμαστε φωτογράφοι, βιντεογράφοι, κειμενογράφοι, σκηνοθέτες, μοντέρ, μοντέλα και ομάδα μάρκετινγκ, όλα σε ένα και όλοι μαζί» γράφει η Γιουνόνι Φόρμπατ, influencer στο επάγγελμα, στην αυτοβιογραφία της.
Παραθέτει επίσης προσωπικές λεπτομέρειες όσον αφορά την «ανερμάτιστη» ποιότητα της φήμης των influencers, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν όσα γράφει για την παράνοια που συνήθως συνοδεύει τη διαρκή έκθεση σε τόσο πολλούς ανθρώπους.
Αποτελεί, δε, γεγονός ότι υπάρχουν πολλοί λόγοι για να αγχώνονται –αν όχι να παρανοούν– οι influencers, καθώς «για κάθε θαυμαστή υπάρχει και ένας επικριτής», όπως γράφει ο Economist. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται αναμφίβολα ο δημοσιογράφος Σίμιον Μπράουν, ο οποίος στο βιβλίο του «Get Rich or Lie Trying» εστιάζει στη σκοτεινή πλευρά της βιομηχανίας των influencers, η οποία είναι «γεμάτη απατεώνες, πλαστικές επεμβάσεις, ρατσισμό και εκμετάλλευση».
Αφηγείται ιστορίες influencers που συμμετείχαν σε απάτες, εξηγώντας πως ενίοτε οι άνθρωποι που πέφτουν θύματα εξαπάτησης καταλήγουν να γίνονται οι ίδιοι «απατεώνες influencers». Εξιστορεί, για παράδειγμα, πώς μια γυναίκα, αφού έχασε δεκάδες χιλιάδες δολάρια στο κλειστό, πλέον, Πανεπιστήμιο Τραμπ, το οποίο προσέφερε προγράμματα κατάρτισης στον τομέα των ακινήτων, κατάστρωσε στη συνέχεια και εφάρμοσε ένα δικό της παρόμοιο σχέδιο εξαπάτησης. Σύμφωνα με τον Σίμιον Μπράουν, αυτός είναι ο πραγματικός αντίκτυπος των influencers: καθιστούν την εκμετάλλευση πιο προσιτή, πιο διαδεδομένη και πολύ πιο ύπουλη σε σχέση με την περίοδο πριν από το Διαδίκτυο.
«Το επιχείρημα που εξετάζεται σε αυτά τα πολύ διαφορετικά βιβλία είναι ότι οι influencers έχουν αλλάξει τον ρυθμό της κουλτούρας μας, καθώς και το ποιος στην κοινωνία κατέχει εξουσία. Ωστόσο, κανένα βιβλίο δεν προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα για πόσον καιρό θα παραμείνουν κυρίαρχοι του δικού τους παιχνιδιού», συνοψίζει ο Economist, ολοκληρώνοντας την παρουσίαση αυτών των τριών νέων εκδόσεων για τη βιομηχανία του influencing.
«Ορισμένοι ειδικοί εκτιμούν ότι έως 90% των διαδικτυακών περιεχομένων θα μπορούσε μέχρι το 2026 να δημιουργείται από συστήματα Τεχνητής Νοημοσύνης. Καθώς ο αριθμός των αξιόπιστων αναρτήσεων και φωτογραφιών που παράγονται μέσω ΤΝ θα αυξάνεται θεαματικά, οι influencers θα αντιμετωπίζουν πολύ μεγαλύτερο ανταγωνισμό για την προσοχή των χρηστών του Διαδικτύου. Κανένας influencer, ανεξάρτητα από το πόσο ικανός έχει αποδείξει ότι είναι στο να εκμεταλλεύεται το διαδίκτυο για να αποκομίζει φήμη και κέρδη, δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι θα διατηρήσει οποιοδήποτε είδος επιρροής στον επόμενο τεχνολογικό μετασχηματισμό», εξηγεί το βρετανικό Μέσο.