«Ο ηλίθιος μας προκαλεί, μας διεγείρει. Οχι μόνο να αναγνωρίσουμε την ηλιθιότητα μέσα μας, αλλά και να ενεργοποιήσουμε τις ανθρώπινες αξίες στις οποίες πιστεύουμε. Ας τις ονομάσουμε “αρετές”. Δεν ασκείς αρετές με τους ενάρετους. Δεν είσαι ανεκτικός με τους ανεκτικούς ή γενναιόδωρος με τους γενναιόδωρους: είσαι γενναιόδωρος με αυτούς που δεν είναι. Υπό αυτή την έννοια, η ηλιθιότητα –η οποία δεν είναι αυθύπαρκτη, αλλά προκύπτει από τις κοινωνικές σχέσεις– μπορεί να αποτελέσει πεδίο για την εξεύρεση πρωτότυπων, δημιουργικών λύσεων στις όποιες διαμάχες. Οχι μόνο για την άσκηση των αρετών, αλλά ίσως και για τη διάδοσή τους», εξηγεί ο γάλλος συγγραφέας και ιστορικός της φιλοσοφίας Μαξίμ Ροβέρ.
Συνομιλώντας με τον Μάρκο Τσικάλα της La Repubblica, με αφορμή τη μετάφραση στα ιταλικά του βιβλίου του «Τι να κάνεις με τους ηλίθιους για να μη γίνεις ένας από αυτούς» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ψυχογιός), ανέφερε ότι αποφάσισε να εντρυφήσει στη μελέτη της ηλιθιότητας χάρη σε έναν ενοχλητικό συγκάτοικό του με τον οποίο καβγάδιζε συνεχώς. Ερωτηθείς αν άλλαξε σπίτι ή, τουλάχιστον, συγκάτοικο, ο Ροβέρ απάντησε ναι, παραδεχόμενος, ωστόσο, ότι «από έναν από εκείνους τους δύο ηλίθιους δεν έχω ακόμα απαλλαγεί: από τον εαυτό μου».
Στο βιβλίο του, ο 46χρονος γάλλος στοχαστής που ειδικεύεται στον Σπινόζα και στον Σενέκα επιδιώκει να απαντήσει σε μια σειρά από ερωτήματα όσον αφορά τους ηλίθιους και την ηλιθιότητα γενικότερα. Μπορεί να γραφτεί μια Ιστορία της Ηλιθιότητας; Πού και πώς εκδηλώνεται ή κρύβεται η ηλιθιότητα; Πώς αναγνωρίζεται; Υπάρχει κάποιο εμβόλιο εναντίον της;
Αναλύοντας τη φαινομενολογία της ηλιθιότητας, ο Μαξίμ Ροβέρ εξετάζει συγχρόνως πόσο επικίνδυνη μπορεί να καταστεί, δεδομένου ότι η ηλιθιότητα τείνει να αναπτύσσεται εντός όλων μας, σαν παράσιτο. «Κανένας δεν είναι ασφαλής», υπογραμμίζει ο συγγραφέας. «Δεν είναι τυχαίο ότι άρχισα να ενδιαφέρομαι για το ζήτημα στον χώρο όπου αισθανόμαστε περισσότερο προστατευμένοι, ασφαλείς: στο σπίτι», συμπληρώνει.
Εστιάζοντας στο παρόν, ο ιταλός δημοσιογράφος ρωτάει τον γάλλο φιλόσοφο εάν τα τελευταία χρόνια αυξήθηκε ο πληθυσμός των πάσης φύσεως ηλιθίων ανά τον κόσμο ή μήπως αυξήθηκαν απλώς οι ευκαιρίες που προσφέρονται στους ηλίθιους για να αναδεικνύονται, αλλά και να βλάπτουν. «Οι ηλίθιοι δεν έχουν αυξηθεί. Αλλά με τη βοήθεια των μέσων ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης, κατέστησαν πιο ορατοί, θορυβώδεις, παρεμβατικοί, οργανωτικοί», απαντά.
Υφίσταται, όμως, και ένα άλλο ζήτημα, ιδιαίτερα σημαντικό, που δεν αφορά τόσο τους ηλίθιους, όσο όλους τους υπόλοιπους. «Εχουμε καταστεί όλοι λιγότεροι ανεκτικοί –λόγω των επιταχυνόμενων ρυθμών της καθημερινότητας και του πολλαπλασιασμού των επικοινωνιακών συναλλαγών– με όλα όσα μας εμποδίζουν, μας καθυστερούν, μας ενοχλούν ή, μάλλον, μας συγχύζουν. Ως καταναλωτές που έχουμε συνηθίσει να ικανοποιούμαστε στη στιγμή με ένα κλικ, ανεχόμαστε ολοένα λιγότερο ανθρώπους ή καταστάσεις που μας συγχύζουν. Και έχουμε την εντύπωση μιας γενικευμένης, πανταχού παρούσας ηλιθιότητας, που μας πολιορκεί. Είναι “ένας ηλίθιος” εκείνος που μας κόβει τον δρόμο με το ηλεκτρικό σκούτερ, είναι “ένας ηλίθιος” και εκείνος που, ενώ εξερχόμαστε από το βαγόνι τού μετρό, σκοντάφτει, μπλοκάροντας την έξοδο… Ολοι είναι ηλίθιοι», εξηγεί.
Ο Μάρκο Τσικάλα σημειώνει ότι στη διάχυση της ηλιθιότητας πρέπει να έχουν συμβάλει και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Και ο Μαξίμ Ροβέρ συμφωνεί. Κατά τη γνώμη του, όμως, «δεν πρέπει να επιρρίπτουμε όλες τις ευθύνες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στόχος του Twitter και του Facebook δεν είναι να μας καταστήσουν περισσότερο ηλίθιους, αλλά να κερδίσουν χρήματα», σημειώνει. Παραδέχεται, ωστόσο, ότι «η επιδίωξη του κέρδους εδράζεται σε μια πιο γενική ροπή προς την ηλιθιότητα», με την έννοια ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης «δίνουν αξία στα αρνητικά συναισθήματα, αποξενώνουν τον κόσμο από την πολιτική, από την κοινότητα, εστιάζοντας αποκλειστικά στο άτομο, σε ένα υπερευαίσθητο υποκείμενο, ας πούμε ανώριμο, που βιώνει και ερμηνεύει την πραγματικότητα αποκλειστικά μέσω του εαυτού του, μέσω της δικής του συναισθηματικότητας, μέσω των δικών του ανεξέλεγκτων κρίσεων για τους άλλους».
Επιστρέφοντας στην ηλιθιότητα αυτή καθαυτή, ο Μαξίμ Ροβέρ υπογραμμίζει ότι «απαντάται παντού, στις ελίτ αλλά και στις λαϊκές τάξεις. Η ηλιθιότητα δεν είναι ανάλογη με το εισόδημα ή το μορφωτικό επίπεδο. Παρομοίως, τα αντισώματα κατά της ηλιθιότητας, δηλαδή η ενσυναίσθηση, η γενναιοδωρία, το ενδιαφέρον, μπορούν να αναπτυχθούν οπουδήποτε».
Σχετικά με την αντιμετώπιση των ηλιθίων ή μάλλον της ηλιθιότητας γενικότερα, ο γάλλος στοχαστής επισημαίνει ένα λάθος που κάνουμε οι περισσότεροι από εμάς: «Αφετηρία μας αποτελεί πάντα η προκατάληψη ότι ο ηλίθιος είναι ο άλλος, πως εκείνος προκάλεσε τη διαμάχη και γι’ αυτό καλείται εκείνος να αναλάβει την πρωτοβουλία για την επίλυσή της. Ενώ η πρωτοβουλία θα έπρεπε να είναι δική μας».