Οι έρευνες, κάποιες φορές, με τη γλώσσα των αριθμών, δεν λένε την αλήθεια. Υπάρχουν, όμως, και εκείνες οι οποίες καταδεικνύουν αυτό που μάλλον έχουμε οι περισσότεροι στο μυαλό μας. Για παράδειγμα, θα θέλαμε να γνωρίσουμε εκείνον που θεωρεί ότι ο Σόιμπλε χαμογελά συνεχώς και ότι οι περισσότεροι συμπατριώτες του κάνουν στομάχια όχι από τις μπίρες και τα λουκάνικα, αλλά από τα γέλια, επειδή είναι πολύ πρόσχαροι άνθρωποι.
Αυτό δεν αποτελεί κάποια ρατσιστική θεώρηση, αφού όλα αυτά ίσως να οφείλονται και στον Λούθηρο, ο οποίος όρισε σε κώδικα DNA για πάντα τις συμπεριφορές και τη στάση ζωής σε πολλούς Γερμανούς: «όχι πολλά γέλια». Πλέον, όμως, έρχεται μια παγκόσμια έρευνα -από γερμανούς ειδικούς, κιόλας- η οποία αποτυπώνει αυτό που οι περισσότεροι έχουμε ήδη στο μυαλό μας.
Οπως μετέδωσαν οι New York Times, oι Γερμανοί έχασαν το γέλιο τους, αφού το 29% των ερωτηθέντων σε αυτή την έρευνα δήλωσε ότι γελάει λιγότερο από πέντε φορές την ημέρα.
Ενας στους τρεις Γερμανούς δήλωσε ότι σπάνια βρίσκει ευκαιρία να γελάσει. Επτά στους δέκα Γερμανούς δήλωσαν ότι γελούσαν πολύ συχνότερα όταν ήταν παιδιά.
Αυτά είναι, ανάμεσα σε άλλα, τα αποτελέσματα της αντιπροσωπευτικής έρευνας της Schwenninger Krankenkasse για την Παγκόσμια Ημέρα Γέλιου -γιορτάστηκε την Κυριακή- κατά την οποία ερωτήθηκαν 1.000 γερμανοί πολίτες.
Το 92% εξ αυτών, λοιπόν, υποστηρίζει ότι το γέλιο τούς κάνει καλό και ότι τους κάνει πιο χαλαρούς.
Επίσης, σύμφωνα πάντα με την έρευνα, οι νεότεροι γελούν λίγο συχνότερα από ό,τι οι μεγαλύτερης ηλικίας και οι γυναίκες περισσότερο από τους άνδρες.
Οι ερευνητές ανέφεραν ότι οι Γερμανοί γελούσαν τρεις φορές πιο συχνά στη δεκαετία του ’50 από ό,τι σήμερα, όταν η χώρα εξακολουθούσε να ανασυγκροτείται μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ποιο είναι το πιο σημαντικό εύρημα αυτής της έρευνας; Το 77% των ερωτηθέντων παραδέχτηκε ότι καμιά φορά γελάει με τις δυστυχίες των άλλων ανθρώπων, θυμίζοντας ότι το «schadenfreude» εξακολουθεί να ισχύει.
Μαθήματα ξένων γλωσσών
Η γερμανική λέξη «Schadenfreude» -χρησιμοποιείται «δανεική» και στα Αγγλικά, ως ουσιαστικό- δηλώνει τη «χαρά με τη λύπη του άλλου».
Η χαιρεκακία θεωρείται μία μορφή κακεντρεχούς ευχαρίστησης στη θέα κάποιου που υποφέρει. Οι δύο έννοιες, της ζήλιας και της (επι)χαιρεκακίας, σχετίζονται άμεσα αφού, παρότι η μία περιγράφει πόνο και η άλλη ευχαρίστηση, η πρώτη δημιουργεί τις συνθήκες για την καλλιέργεια της δεύτερης.
Το συναίσθημα του «schadenfreude», εκ των γερμανικών λέξεων «schäden» (βλάβη, συμφορά) και «freude» (χαρά, ευχαρίστηση), βρίσκει τις ρίζες του ήδη από τον «Φίληβο» του Πλάτωνα. Πρόκειται για έναν φιλοσοφικό διάλογο μεταξύ του Σωκράτη και των Πρώταρχου και Φίληβου και η οποία πραγματεύεται την ανθρώπινη ηδονή. Στον διάλογο αυτόν, ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι η ζήλια είναι ένα συναίσθημα στο οποίο πόνος και ευχαρίστηση συνυπάρχουν, αφού είναι ο ζηλόφθονος άνθρωπος που επιχαίρεται με τη συμφορά των γειτόνων του (Frede, 1992): «δεν είπαμε ότι η ευχαρίστηση από την κακοτυχία των φίλων προκαλείται από ζήλια;» (Πλάτων, 1933).
Ταυτόχρονα, όλα αυτά σχετίζονται και με την έννοια της -κατά Αριστοτέλη- επιχαιρεκακίας, η οποία διακρίνεται από τον φθόνο και τη Νέμεση. Στα «Ηθικά Νικομάχεια» ο Αριστοτέλης εισηγείται τη Νέμεση ως τη δυσαρέσκεια με την αδικαιολόγητη καλή τύχη του άλλου και τον φθόνο ως την ενόχληση για κάθε καλή τύχη. Η επιχαιρεκακία, όμως, είναι η χαρά με την κακοτυχία του άλλου.
Υπάρχουν πολλοί Γερμανοί οι οποίοι στέκονται επικριτικοί απέναντι στη χώρα μας, θεωρώντας ότι ζήσαμε έναν σπάταλο βίο και ότι δεν τους νοιάζει που καταστραφήκαμε (να η χαιρεκακία), αυτό μας οδήγησε σε μνημόνια και τώρα πρέπει οι ίδιοι να παίρνουν «μικρότερη σύνταξη, για να ζούμε τους “κηφήνες” τους Ελληνες. Αλλά δεν πειράζει, καλά να πάθουν» – να, πάλι, η επιχαιρεκακία.
Εννοείται ότι αυτά δεν χαρακτηρίζουν όλους τους Γερμανούς και την άποψή τους για εμάς. Είναι τόσο απλοϊκό να το ισχυριστεί κάποιος, όπως και ότι -αντίστοιχα- οι Γερμανοί, ανάμεσα σε πολλά άλλα, ακόμα και τη χαιρεκακία τους σε Ελληνες τη χρωστούν.
Ας γελάσω…