Επρόκειτο για τη δεύτερη τηλεμαχία (η πρώτη έλαβε χώρα το 2017) ανάμεσα στον Εμανουέλ Μακρόν και στη Μαρίν Λεπέν, στο πλαίσιο της δεύτερης εκλογικής αναμέτρησής τους με έπαθλο της γαλλική προεδρία. Η όλη υπόθεση διήρκεσε 150 λεπτά (περιλαμβανομένων και των διαφημίσεων) και οι δύο υποψήφιοι για το Ελιζέ χρησιμοποίησαν όλα τα όπλα που είχαν στη διάθεσή τους για να κερδίσουν τις εντυπώσεις, γνωρίζοντας ότι μια καλή τηλεοπτική εμφάνιση δύναται να αλλάξει την ισορροπία δυνάμεων (κατά μία-δύο μονάδες, όχι παραπάνω), ειδικά όταν η μάχη είναι αμφίρροπη.
Ωστόσο, φαίνεται ότι οι ψηφοφόροι της Γαλλίας ενδιαφέρονται περισσότερο για το τηλεοπτικό θέαμα που προσφέρουν οι εκάστοτε διεκδικητές της ψήφου τους, παρά για τα προγράμματά τους ή τις προεκλογικές υποσχέσεις της τελευταίας στιγμής. Σε ανταπόκρισή του από το Παρίσι, ο Μάσιμο Νάβα της Corriere della Sera εξηγεί ότι οι Γάλλοι ανέκαθεν είχαν μανία με τα τηλεοπτικά ντιμπέιτ, από την πρώτη ιστορική τηλεοπτική αναμέτρηση ανάμεσα στον Ζισκάρ ντ’ Εστέν και τον Φρανσουά Μιτεράν, το 1974.
Κάνοντας λόγο για «ατάκες και εξαιρετικά τεταμένες στιγμές που πραγματικά έμειναν στην Ιστορία», ο ιταλός δημοσιογράφος παραθέτει τις πιο ξεχωριστές από αυτές, επισημαίνοντας, όμως, ότι ο πρώτος γάλλος πολιτικός που αντιλήφθηκε την «επιπρόσθετη αξία» της μικρής οθόνης ήταν ο Σαρλ ντε Γκωλ. Πρώτη φορά, ο Ντε Γκωλ τις επικοινωνιακές του δεξιότητες τις επέδειξε απευθυνόμενος στους συμπολίτες του, από το Λονδίνο και μέσω του BBC, τον Ιούνιο του 1940, λίγες ημέρες μετά την κατάκτηση του Παρισιού από τις ναζιστικές δυνάμεις.
«Ο Ντε Γκωλ, ο οποίος δεν ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στον Τύπο, θεωρούσε την τηλεόραση ένα αποτελεσματικό εργαλείο εξουσίας. “Η τηλεόραση μου ανήκει”, έλεγε», αναφέρει ο Νάβα στο άρθρο του. Μάλιστα, ο ιδρυτής της 5ης Δημοκρατίας, πριν από κάθε δημόσια εμφάνισή του, συμβουλευόταν μέχρι και ηθοποιούς, ενώ δεχόταν, με την παρότρυνση της συζύγου του, ακόμη και να μακιγιαριστεί, καλώντας, μυστικά φυσικά, στο Ελιζέ τον μακιγιέζ της Μπριζίτ Μπαρντό και του Ζαν-Πολ Μπελμοντό.
Χάρη στην τηλεόραση, ο Ντε Γκολ κατέληξε να εμφανίζεται συχνά πυκνά στα σπίτια των Γάλλων, ενώ σύντομα κατέστη πρωταγωνιστής των τηλεοπτικών δελτίων ειδήσεων. Παραχωρούσε τακτικά συνεντεύξεις Τύπου, ενώ κατά την πολυετή σταδιοδρομία του εκφώνησε και τουλάχιστον 76 διαγγέλματα. Ωστόσο, σε τηλεμαχία δεν συμμετείχε ποτέ.
Η πρώτη τηλεμαχία στη Γαλλία μεταξύ δύο υποψηφίων για την προεδρία διοργανώθηκε το 1974, ενώ η δομή της (διαθέσιμος χρόνος, ερωτήσεις δημοσιογράφων, παρουσία κοινού κ.ο.κ.) τροποποιείται διαρκώς από τότε έως σήμερα. Την 10η Μαΐου του 1974 ο Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν και ο Φρανσουά Μιτεράν συγκρούστηκαν τηλεοπτικά, για πρώτη φορά στα χρονικά της γαλλικής πολιτικής, ανταλλάσσοντας τις απόψεις τους όσον αφορά την κοινωνική δικαιοσύνη.
«Είναι ζήτημα ευφυΐας και είναι επίσης ζήτημα καρδιάς», είπε ο σοσιαλιστής Μιτεράν. «Δεν κατέχετε, κύριε Μιτεράν, το μονοπώλιο της καρδιάς», απάντησε ο κεντροδεξιός Ντ’ Εστέν. Ωστόσο η απάντησή του ήταν πιο σύνθετη, μας πληροφορεί ο Μάσιμο Νάβα. «Το βρίσκω συγκλονιστικό και προσβλητικό να διεκδικείτε το μονοπώλιο της καρδιάς. Εχω μια καρδιά που χτυπάει με τον δικό της ρυθμό», είπε ο ντ’ Εστέν, κερδίζοντας (πολύ πιθανώς χάρη στην άτακά του αυτή) τελικά την προεδρία.
Ομως την επόμενη φορά που βρέθηκαν αντιμέτωποι σε τηλεοπτικό πλατό οι δύο πολιτικοί, την 5η Μαΐου του 1981, είχε έρθει η σειρά του Μιτεράν να βάλει στη θέση του τον άνθρωπο που επρόκειτο να διαδεχθεί στην προεδρία της Γαλλίας. Απαντώντας στον Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν, ο οποίος προσπαθούσε να τον παρουσιάσει ως «homme du passé», ως άνθρωπο του παρελθόντος, ο Μιτεράν τού είπε πως «εν τω μεταξύ εσείς γίνατε άνθρωπος της παθητικότητας» (homme du passif).
Επειτα από μία επταετία, την 28η Απριλίου του 1988, αντίπαλος του προέδρου Μιτεράν ήταν ο γκωλικός πρωθυπουργός του Ζακ Σιράκ. Αναφερθείς στον Σιράκ, ο Μιτεράν τον αποκάλεσε, όπως είθισται, κύριο πρωθυπουργό. Αλλά εκείνος επισήμανε στον συνομιλητή του πως «απόψε, εσείς δεν είστε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, είμαστε δύο ισότιμοι υποψήφιοι […] οπότε επιτρέψτε μου να σας αποκαλώ κύριο Μιτεράν». «Εχετε απόλυτο δίκιο, κύριε Πρωθυπουργέ», ανταπάντησε ο μετέπειτα νικητής της εκλογικής αναμέτρησης.
Την επομένη της Πρωτομαγιάς του 1995, ο Ζακ Σιράκ κλήθηκε να αντιμετωπίσει τον Λιονέλ Ζοσπέν, ο οποίος τασσόταν υπέρ της μείωσης της προεδρικής θητείας. «Καλύτερα πέντε χρόνια με τον Ζοσπέν παρά επτά χρόνια με τον Σιράκ», είπε ο υποψήφιος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, προκαλώντας το γέλιο ακόμα και στον αντίπαλό του.
Επειτα από μία επταετία, τηλεμαχία μεταξύ των δύο επικρατέστερων υποψηφίων δεν διεξήχθη. Γιατί αντίπαλος του Ζακ Σιράκ στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2002 ήταν ο Ζαν-Μαρί Λεπέν, ο ηγέτης του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου, που είχε καταφέρει να συνταράξει τη γαλλική πολιτική σκηνή, καταλαμβάνοντας τη δεύτερη θέση, πίσω από τον Σιράκ αλλά μπροστά από τον Ζοσπέν, με ποσοστό 16,8%. Ο Σιράκ ξεκαθάρισε ότι δεν επρόκειτο να συνομιλήσει με έναν πολιτικό που τον θεωρούσε ξένο προς τις αξίες της Γαλλίας και της δημοκρατίας. Ο Ζαν-Μαρί Λεπέν από την πλευρά του τον κατηγόρησε για ατιμωτική και αντιδημοκρατική συμπεριφορά.
Το 2007 στον τελικό προκρίθηκαν ο Νικολά Σαρκοζί και η Σεγκολέν Ρουαγιάλ. Φαβορί, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, ήταν ο απόλυτος σταρ της γαλλικής Δεξιάς εκείνη την περίοδο, αλλά η υποψήφια του Σοσιαλιστικού Κόμματος είχε το πλεονέκτημα ότι ήταν η πρώτη γυναίκα υποψήφια για την προεδρία. Ομως, εντελώς αναπάντεχα, ο Σαρκοζί, ο οποίος συνήθως ήταν νευρικός, κατάφερε να διατηρήσει την ψυχραιμία του, ενώ η Ρουαγιάλ επέδειξε μια «στείρα», σύμφωνα με τον Νάβα, επιθετικότητα. «Ηρεμήστε και μη μου κουνάτε το δάχτυλο», προέτρεψε τη συνομιλήτριά του ο Σαρκοζί. «Οχι, δεν ηρεμώ», του απάντησε εκείνη. «Για έναν πρόεδρο η ψυχραιμία είναι σημαντική», ανταπάντησε ο Σαρκοζί. «Δεν μπορεί να είναι κανείς ψύχραιμος όταν υφίσταται αδικία», σημείωσε η Ρουαγιάλ.
Τον Μάιο του 2012 ο σοσιαλιστής Φρανσουά Ολάντ, αποκαλώντας επανειλημμένα τον εαυτό του «πρόεδρο» πριν καν εκλεγεί στην προεδρία, επισήμανε στον Σαρκοζί πως εκείνος θα είναι «ένας πρόεδρος που δεν θέλει να είναι πρόεδρος των πάντων, ηγέτης των πάντων και, στο τέλος, υπεύθυνος για τίποτα… Ως πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν θα αντιμετωπίζω τον πρωθυπουργό μου ως συνεργάτη».
Σε αντίθεση με τον Ζακ Σιράκ, ο Εμανουέλ Μακρόν αποδέχτηκε να έρθει σε αντιπαράθεση με την επικεφαλής του Εθνικού Μετώπου Μαρίν Λεπέν πριν από μία πενταετία. Αξιομνημόνευτες ατάκες οι δύο αντίπαλοι δεν αντάλλαξαν τότε, επρόκειτο για μια σύγκρουση καθ’ όλα πολιτική, με τον νυν γάλλο πρόεδρο να καταφέρνει να αναδείξει το ανέφικτο του οικονομικού προγράμματος της Λεπέν, καθώς και τη λαϊκιστική μετατόπισή της. Ομως η συζήτηση ήταν έντονη. Η ακροδεξιά πολιτικός αποπειράθηκε να παρουσιάσει τον αντίπαλό της ως εκπρόσωπο των συμφερόντων της παγκοσμιοποίησης και των ελίτ, ενώ ο Μακρόν κατήγγειλε την ανικανότητα του Εθνικού Μετώπου και της ηγέτιδάς του όσον αφορά την προσέγγιση ιδιαίτερα κρίσιμων ζητημάτων όπως η Ευρώπη, το κοινό νόμισμα και η μετανάστευση.