Οταν ήμουν παιδί, περνούσαμε ένα μήνα στη θάλασσα και το υπόλοιπο καλοκαίρι στο βουνό (στο υπέροχο χωριό των προγόνων μου στην Ευρυτανία μέχρι να ανοίξουν τα σχολεία). Γιατί θάλασσα και βουνό όριζε ο πρωτοπόρος παιδίατρος-αναπτυξιολόγος εκείνης της εποχής Σπυρίδων Δοξιάδης. Για να δυναμώσουμε, λοιπόν, και να είμαστε υγιείς τον χειμώνα, οι γονείς μου μαζί με άλλους συγγενείς νοίκιαζαν ένα παλιό μεγάλο σπίτι στον Αγιο Κωνσταντίνο Φθιώτιδας.
Κάθε οικογένεια είχε το δικό της δωμάτιο αλλά τα Σαββατοκύριακα γινόταν ανασχηματισμός καθότι έφταναν από την Αθήνα οι μπαμπάδες. Οι γονείς κλεινόντουσαν στα δωμάτιά τους και αδέλφια – ξαδέλφια μοιραζόμαστε στα υπόλοιπα δωμάτια ανά τέσσερα, χωριστά τα αγόρια από τα κορίτσια, γιατί σε εκείνες τις ηλικίες «μισιόμαστε» και έπεφταν κλωτσιές και τσιμπιές, όταν δεν μας έπαιρναν είδηση οι μεγάλοι.
Οι ημέρες των διακοπών περνούσαν μονότονα πλην όμως μαγικά. Το πρωί πίναμε το γάλα μας, τρώγαμε μια φέτα ψωμί με βούτυρο και μέλι και παίζαμε στην πίσω αυλή μέχρι να μαγειρέψουν οι μανάδες το μεσημεριανό, κυνηγούσαμε τζιτζίκια ή τρέχαμε να χαζέψουμε το κάρο με τα καρπούζια του γείτονα. Μετά εκτοξευόμαστε στη θάλασσα, που δεν απείχε περισσότερο από 20 μέτρα, με το μαγιό (ένα είχαμε για όλη τη σεζόν), το καπέλο, την πετσέτα και τα μικρότερα με τη κουλούρα περασμένη στη μέση από το σπίτι.
Δεν είχαν ακόμη εφευρεθεί τα μπρατσάκια και τα λοιπά ναυαγοσωστικά μέσα, ούτε στρώματα-νησάκια, κροκόδειλοι και φλαμίνγκο, ούτε οι ομπρέλες, ούτε καν τα αντηλιακά! Μας γιαουρτώνανε αν το παρακάναμε τις πρώτες μέρες στον ήλιο, μας πασάλειβαν το βράδυ με Nivea και την άλλη μέρα κολυμπάγαμε με το φανελάκι. Αυτό ήταν όλο. Σε μια βδομάδα είχαμε γίνει αραπάκια, ο ήλιος, άλλωστε δεν ήταν ακόμη βλαβερός.
Στην παραλία κάθε οικογένεια είχε το δικό της «οικοπεδάκι», όσα τετραγωνικά της χρειάζονταν, δηλαδή, για να απλώσει τις πετσέτες της και κανείς δεν το «καταπατούσε» μέχρι να αποχαιρετιστούμε με ευχές να ξαναβρεθούμε το επόμενο καλοκαίρι πράγμα που περιμέναμε όλο τον χειμώνα νοσταλγικά. Αυτός ήταν (και είναι) ένας απαράβατος άγραφος νόμος των οικογενειακών θαλασσινών διακοπών.
Εχω δει, όμως, να συμβαίνει ακριβώς το ίδιο, όχι μόνο στις παραλίες των παιδικών μου χρόνων αλλά και σε άλλα μέρη, στη Σκόπελο, τη Ρόδο, την Κεφαλονιά και τώρα στο Δερβένι Κορινθίας, όπου ζω μόνιμα τα τελευταία χρόνια. Και είμαι σίγουρη ότι συμβαίνει σε όλα τα παραθαλάσσια μέρη, όπου πάνε οι άνθρωποι για παραθερισμό, ίδια και απαράλλαχτα εδώ και δεκαετίες και ας έχουν γίνει τις μόδας άλλες συνήθειες σε θαλασσινά μπαρ με ολοήμερα πάρτι, πολύ ποτό και νταβαντούρι.
Οι ντόπιοι -και σ’ αυτούς λογίζονται και όσοι νοικιάζουν σπίτι για να ξεκαλοκαιριάσουν- προτιμούν τις ήσυχες παραλίες χωρίς ντάπα-ντούπα, δεν κουβαλάνε φαγητό μαζί τους, το πολύ-πολύ μερικά φρούτα για τα μικρά και παγωμένο νερό· γιατί αυστηρά στη μία η ώρα το μεσημέρι τα γεμιστά είναι έτοιμα και μέχρι να ξεπλυθείς με το λάστιχο στην αυλή το τραπέζι θα είναι στρωμένο. («Τι έφτιαξες σήμερα Μαρία μου;», «έχω φασολάκια από χθες, θα τους ψήσω και από ένα μπιφτέκι», ακούω τις κυρίες, που πλέουν νωχελικά λίγο πιο πέρα από μένα, με τα ψάθινα καπέλα τους και το μαύρο γυαλί, ήσυχες σήμερα γιατί ήρθαν τα παιδιά τους και τις απάλλαξαν από τη φροντίδα των εγγονών).
Με συγκινούσε ανέκαθεν αυτό το τελετουργικό των καλοκαιρινών διακοπών, που είναι ίδιο και απαράλλαχτο εδώ και δεκαετίες, στα βασικά του σημεία τουλάχιστον, αν εξαιρέσουμε τα αντηλιακά, τα παρεό, τα δεύτερα και τρίτα μαγιό, τα ρουχαλάκια αντηλιακής προστασίας και τα κουβαδάκια των παιδιών, τις ομπρέλες, τις καρέκλες, τις ξαπλώστρες, και τα άλλα συμπράγκαλα, που θεωρούνται απαραίτητα πλέον την σήμερον ημέρα.
Στο ίδιο μήκος κύματος η Ρεμπέκα Ρόουζ γράφει στους Financial Times για τις πολύ «γαλλικές» διακοπές της τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια στο εξοχικό των πεθερικών της, δίπλα σε έναν μικρό όρμο στη Βρετάνη. Κάθε καλοκαίρι, η αγγλίδα δημοσιογράφος παίζει το αγαπημένο της παιχνίδι στην παραλία: μαντεύει εθνικότητες. Μαυρισμένα πιτσιρίκια μόνο με το σλιπάκι από το μπικίνι τους, αδύνατες μαμάδες με κομψά ολόσωμα μαγιό και καλοκουρεμένα κεφάλια και μπαμπάδες που μιλούν για τις βάρκες τους και (με λύπη) για την παλιά boulangerie στο λιμάνι που έκλεισε, είναι αναμφίβολα Γάλλοι, γράφει η Ρόουζ.
Λίγο παρακάτω αναγνωρίζει πατριώτες της Εγγλέζους: Πιτσιρίκια ντυμένα από την κορυφή μέχρι τα νύχια με ρουχαλάκια αντηλιακής προστασίας, μια μαμά με ροζ κολάν και αντιανεμικό μπουφάν και ένας μπαμπάς που προσπαθεί να φουσκώσει ένα «σούπερ μάρκετ» (μην τρελαίνεστε, φουσκωτό παιχνίδι παραλίας είναι). Και νιώθει αμέσως διχασμένη. Διότι σαν Αγγλίδα έλκεται επίσης από τα υπερβολικά αξεσουάρ θαλάσσης, ωστόσο δύο εβδομάδες τον χρόνο, όσο κρατάνε οι καλοκαιρινές διακοπές της στην Βρετάνη, υποκρίνεται ότι είναι Γαλλίδα. Γιατί λέει, οι Γάλλοι κάνουν διακοπές καλύτερα, πιο αβίαστα και πιο κομψά. Και οι Ελληνες θα συμπληρώσω, παρά τις (μικρές) διαφορές μας.
Το σκέφτεται πάνω από δέκα χρόνια τώρα, γράφει, και έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο γεγονός ότι όλα είναι καθησυχαστικά προβλέψιμα και τυποποιημένα· πρόκειται για παγιωμένες ρουτίνες και συνήθειες, που παραμένουν αναλλοίωτες για μια ζωή. Δεν χρειάζεται να αναζητάς καινούργια πράγματα όταν τα παλιά και συνηθισμένα, είναι πραγματικά τόσο ωραία. (Πόσο συμφωνούμε…)
Κάποιοι μπορεί να βρίσκουν αυτές τις συνήθειες, τις γαλλικές και πολύ ελληνικές επίσης, μάλλον άκαμπτες, αλλά θα συμφωνήσω με την Ρεμπέκα Ρόουζ, το στυλ των παλιών παραθεριστών είναι συναρπαστικό.
Προβλεψιμότητα: το ατού των καλών διακοπών
Στον ένδοξο κανόνα της προβλεψιμότητας, για παράδειγμα, οφείλεται η κατάληψη του ίδιου τμήματος της ίδιας παραλίας κάθε χρόνο (ο απαράβατος κανόνας Νο1 των διακοπών στο ίδιο μέρος, που λέγαμε παραπάνω). Η Ρόουζ ξέρει ότι όποτε κατέβει στη θάλασσα θα δει τον ψηλό τυνήσιο συγγραφέα να ακουμπάει χαλαρά στον ηλιόλουστο τοίχο του κάστρου, ενώ οι γιοι του θα παίζουν ποδόσφαιρο στην άμμο. Θα πουν bonjour, και θα σχολιάσουν για λίγο τον καιρό ενώ, η παραλία θα αρχίσει να γεμίζει με τις ίδιες οικογένειες, που έχει συνηθίσει να βλέπει εκεί κάθε χρόνο. Αδέλφια και ξαδέλφια, θείοι και θείες ξανασμίγουν, απλώνοντας τις πετσέτες τους ακριβώς στα ίδια λίγα τετραγωνικά αμμώδους ακίνητης περιουσίας, που καταλαμβάνουν κάθε καλοκαίρι. Και αν ήταν ένα παιχνίδι διαφορών, το μόνο πράγμα που θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει είναι λίγο περισσότερα μωρά κάθε χρόνο.
Η προβλεψιμότητα έχει επίσης την πρακτική της πλευρά. Τον Αύγουστο, δεν θα πας στο σούπερ μάρκετ, ή στο μανάβικο-ψαράδικο-και ολίγα είδη μπακαλικής του Ράλλη στην Ακράτα νωρίς το πρωί, γιατί υπάρχουν ουρές. Οι έλληνες παραθεριστές κάνουν τα ψώνια τους πολύ νωρίς πριν πάνε για μπάνιο και αργά το απόγευμα αφού γυρίσουν από τη θάλασσα, σε αντίθεση με τους Γάλλους, που νωρίς το πρωί κάνουν τζόγκινγκ και το απόγευμα πίνουν καφέ. Σε μας εδώ στο χωριό πάλι δεν έχεις πρόβλημα. Βρίσκεις τα πάντα δίπλα στο σπίτι σου, και πας για ψώνια ό,τι ώρα θέλεις, κατά προτίμηση το πρωί με τη δροσιά. Και ποτέ το μεσημέρι γιατί η σιέστα εδώ είναι ιερή και τα μαγαζιά κλειστά.
Η συμπεριφορά, εξάλλου, είναι ελεγχόμενη στις παραλίες των μόνιμων παραθεριστών. Δεν υπάρχει μουσική ή μπάρμπεκιου, αλλά άφθονο κάπνισμα. Στη Βρετάνη, τουλάχιστον. Γιατί στις δικές μας παραλίες σπάνια πια βλέπεις άνθρωπο με τσιγάρο στο χέρι. Επίσης, τα σνακ «απαγορεύονται», εκτός από κανένα μπισκοτάκι ή φρούτο για τα πιτσιρίκια. Στη Βρετάνη, παρατηρεί η Ρόουζ, οι μόνοι που κάνουν πικνίκ είναι οι Βρετανοί και οι Ολλανδοί. Ολοι οι άλλοι γευματίζουν στο σπίτι, η παραλία αδειάζει στις 12.45 ακριβώς.
Στο παραλίες του χωριού μου, πάντως, ούτε οι αλλοδαποί μασουλάνε, το πολύ-πολύ να φέρουν μαζί τους καφέ. Οσοι θέλουν να τρώνε και να πίνουν όλη μέρα, πιάνουν στασίδι, συνήθως από το μεσημέρι μέχρι αργά το βράδυ στα γνωστά all-day στέκια με τις ξαπλώστρες, τις ντιβανοκασέλες και τους μπερντέδες δίπλα στο νερό, και το απαραίτητο μπιτ που μπορεί να αντηχεί χιλιόμετρα μακριά. Οι υπόλοιποι επιστρέφουν στο σπίτι τους για φαγητό ή γευματίζουν σε ένα από τα εξαιρετικά ταβερνεία της περιοχής.
Στη μέση της αγαπημένης της παραλίας στη Βρετάνη, γράφει η αγγλίδα δημοσιογράφος των Financial Times, συγκεντρώνεται καθημερινά μια ομάδα πέντε ή έξι λαμπερών γιαγιάδων, που φτάνουν η μία μετά την άλλη για πρωινές και απογευματινές βουτιές, με σκούρα γυαλιά και τα ριγέ πουκάμισα των συζύγων τους πάνω από τα μαγιό τους, κρατώντας μόνο μια πετσέτα και μια βούρτσα μαλλιών στο χέρι. Δεν χρειάζονται δα τίποτα άλλο, αφού τα σπίτια τους με τα μπλε παράθυρα δεν απέχουν πάνω από δύο λεπτά. Αυτός κι αν είναι πλούτος!
Η Ρόουζ δεν έχει τολμήσει ακόμη να πιάσει κουβέντα μαζί τους. Στη δική μου παραλία οι γιαγιάδες και οι προγιαγιάδες, που κατεβαίνουν για μπάνιο πρωί – απόγευμα τυλιγμένες στα παρεό και τα καφτάνια τους είναι φίλες μου. Και είναι όλες υπέροχες.