Πριν από δύο χρόνια, την άνοιξη του 2021, η Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, η βουλγάρα επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), έβλεπε το τέλος της πανδημίας και την επιστροφή της παγκόσμιας οικονομίας σε γρήγορη ανάπτυξη. Ανησυχούσε μόνο για τον πληθωρισμό, απομεινάρι της διαταραχής στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα.
Αυτό που δεν πίστευε, όπως όλοι πλην του Λευκού Οίκου, ήταν ότι έναν χρόνο μετά η Ρωσία του Πούτιν θα είχε εισβάλει στην Ουκρανία, σε έναν άδικο πόλεμο που προκάλεσε, εκτός από χιλιάδες θύματα, ενεργειακή κρίση και ελλείψεις τροφίμων, πυροδοτώντας νέα έκρηξη του πληθωρισμού σε όλον τον κόσμο.
Εφέτος το ΔΝΤ βλέπει έναν νέο, τριπλό κίνδυνο, απότοκο της αλυσίδας των επιπτώσεων του πολέμου: τον παγκόσμιο πληθωρισμό να επιμένει, την αντίδραση των κεντρικών τραπεζών, που προχώρησαν σε επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων, και έναν υψηλό δείκτη αβεβαιότητας.
Ολα τα παραπάνω διατάραξαν την ισορροπία του τραπεζικού συστήματος, πρώτα στις ΗΠΑ και στη συνέχεια στην κραταιά Ελβετία, με τις χρεοκοπίες των τραπεζών.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, το ΔΝΤ, στην ετήσια εαρινή έκθεσή του προειδοποιεί πλέον ότι η χρηματοπιστωτική αστάθεια, αν δεν αντιμετωπιστεί με συνδυασμό πολιτικών, θα μπορούσε να προκαλέσει παγκόσμια ύφεση.
Σε τεχνικό επίπεδο αυτό μπορεί να αποδοθεί στην ταχεία αύξηση των επιτοκίων, σε πολιτικό όμως επίπεδο εξηγείται μόνο με την αβεβαιότητα για την έκβαση και το σημείο λήξης του πολέμου στην Ουκρανία.
Στην Ουάσινγκτον, όπου εξελίσσεται η εαρινή σύνοδος του ΔΝΤ, ο προβληματισμός είναι διάχυτος μεταξύ των εκπροσώπων των χωρών και των τραπεζιτών που βρίσκονται εκεί από τη Δευτέρα.
Χαρακτηριστικά, ο Αντριου Μπέιλι, διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, αναφέρθηκε πρώτος στην αναταραχή της τραπεζικής αγοράς, που οδήγησε στη χρεοκοπία τη Silicon Valley Bank και άλλες δύο μικρότερες τράπεζες στις ΗΠΑ, και ανάγκασε τις ελβετικές αρχές να σχεδιάσουν την εξαγορά διάσωσης της Credit Suisse.
Στις κλειστές, δε, συναντήσεις μεταξύ των υπουργών Οικονομικών, το ερώτημα που έθεσε ο βρετανός υπουργός Τζέρεμι Χαντ ήταν πώς μπορεί να αποφευχθεί μια νέα τραπεζική κρίση.
Το ΔΝΤ φοβάται ότι τα υψηλά επιτόκια συσσωρεύουν πιέσεις σε ευπάθειες που έχουν δημιουργηθεί στις χρηματοπιστωτικές αγορές από την πιστωτική κρίση του 2008.
Οι άμεσες επιπτώσεις των υψηλών επιτοκίων είναι ο ορατός κίνδυνος δημιουργίας μιας νέας γενιάς μη εξυπηρετούμενων υποχρεώσεων από νοικοκυριά και επιχειρήσεις, των λεγόμενων κόκκινων δανείων, αλλά ο μεγάλος φόβος είναι η απαξίωση των χαρτοφυλακίων των τραπεζών σε κρατικά ομόλογα – αυτά που απέκτησαν κατά τη μακρά περίοδο μηδενικών επιτοκίων. Κάτι, δηλαδή, που ήδη συνέβη στις τράπεζες που χρεοκόπησαν όταν αναγκάστηκαν να πουλήσουν μέρος του χαρτοφυλακίου τους.
Τι λέει η έκθεση
Ολες αυτές οι επισημάνεις περιλαμβάνονται στην έκθεση για τις Παγκόσμιες Οικονομικές Προοπτικές για το 2023, που δόθηκε στη δημοσιότητα στο πλαίσιο των εργασιών της Εαρινής Συνόδου του Ταμείου μαζί με την Παγκόσμια Τράπεζα, η οποία λήγει το Σάββατο.
Κατά την παρουσίαση της έκθεσης, ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Πιέρ Ολιβιέ Γκουρενσά αναφέρθηκε στην κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία παρουσιάζει αδυναμίες εξαιτίας της αύξησης των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες –κάτι που πρόσφατα επηρέασε τον τραπεζικό τομέα–, αλλά και εξαιτίας των επίμονων πληθωριστικών πιέσεων. Αν και παρουσιάζεται μείωση των τιμών στα τρόφιμα και στην ενέργεια, ο πληθωρισμός εξακολουθεί να επιμένει, ενώ η αγορά εργασίας σε ορισμένες χώρες παρουσιάζει δυσκολίες.
Οι αδυναμίες
Οι συνέπειες της αύξησης των επιτοκίων είναι εμφανείς, καθώς εμφανίζονται οι αδυναμίες στον τραπεζικό τομέα και έχουν αυξηθεί οι φόβοι για την μετάδοσή τους στον ευρύτερο χρηματοπιστωτικό τομέα και σε μη τραπεζικούς οργανισμούς.
Στο πλαίσιο αυτό, οι προβλέψεις του ΔΝΤ για το 2023 χαρακτηρίζονται από αβεβαιότητα εξαιτίας της αναταραχής στον χρηματοπιστωτικό τομέα, του υψηλού πληθωρισμού, των συνεχιζόμενων επιπτώσεων της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, αλλά και των επιπτώσεων της τριετούς πανδημίας της Covid.
Η βασική πρόβλεψη για την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας ανέρχεται σε 2,8% για το 2023, έναντι 3,4% το 2022, ενώ για το 2024 εκτιμάται σε 3%.
Οι αναπτυγμένες οικονομίες αναμένεται να αντιμετωπίσουν μια σημαντική επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξής τους, σε 1,3% για το 2023 έναντι 2,7% για το 2022, ενώ για το 2024 εκτιμάται σε 1,4%.
Το ενδεχόμενο τραπεζικής κρίσης
Σε ένα πιθανό εναλλακτικό σενάριο, όπου θα υπάρξει περαιτέρω χρηματοπιστωτική αναταραχή, η παγκόσμια ανάπτυξη θα μπορούσε να μειωθεί σε περίπου 2,5% το 2023, με την ανάπτυξη των αναπτυγμένων οικονομιών να μειώνεται σε 1%.
Για τις ΗΠΑ προβλέπεται ανάπτυξη 1,6% για το 2023 έναντι 2,1% για το 2022, και 1,1% για το 2024. Για την Κίνα προβλέπεται ανάπτυξη 5,2% για το 2023 έναντι 3% για το 2022, και 4,5% για το 2024, και τέλος, για την Ινδία προβλέπεται ανάπτυξη 5,9% για το 2023 έναντι 6,8% για το 2022, και 6,3% για το 2024.
Για τις αναδυόμενες αγορές και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες προβλέπεται ανάπτυξη 3,9% για το 2023 έναντι 4% για το 2022, και 4,2% για το 2024.
Αργή αποκλιμάκωση των τιμών
Ο πληθωρισμός στην παγκόσμια οικονομία αναμένεται να μειωθεί σε 7% το 2023 έναντι 8,7% το 2022, εξαιτίας της μείωσης των τιμών των εμπορευμάτων, αλλά ο δομικός πληθωρισμός αναμένεται να μειωθεί πιο αργά. Η μείωση του πληθωρισμού στα επιθυμητά επίπεδα δεν αναμένεται πριν το 2025.
Η Ελλάδα που ξεχωρίζει
Μέσα σε αυτό το δυσμενές περιβάλλον, οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ για την αντίδραση και την πορεία της ελληνικής οικονομίας κάνουν την Ελλάδα να ξεχωρίζει σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ενώ για την ευρωζώνη προβλέπεται ανάπτυξη μόλις 0,8% για το 2023 έναντι 3,5% για το 2022, και 1,4% για το 2024, για την Ελλάδα ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα είναι τριπλάσιος.
Συγκεκριμένα, οι αναθεωρημένες επί τα βελτίω προβλέψεις του ΔΝΤ είναι οι εξής:
– Για το ΑΕΠ προβλέπεται ανάπτυξη 2,6% το 2023 έναντι 5,9% το 2022, και 1,5% για το 2024.
– Για τον δείκτη τιμών καταναλωτή προβλέπεται αποκλιμάκωση στο 4% το 2023 έναντι 9,3% το 2022, και 2,9% το 2024.
– Για το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών προβλέπεται έλλειμα 8% του ΑΕΠ το 2023 έναντι 9,7% το 2022, και 6% το 2024.
– Η ανεργία προβλέπεται να μειωθεί σε 11,2% το 2023 έναντι 12,2% το 2022, και σε 10,4% το 2024.