| CreativeProtagon
Θέματα

Οι δύο πόλεμοι του Βλαντίμιρ Πούτιν

Μία άλλη σύγκρουση βρίσκεται στο επίκεντρο της ερμηνείας του «τσάρου» για τον πόλεμο στην Ουκρανία: είναι η αιώνια μάχη για ηγεμονία ανάμεσα στις δύο Ευρώπες, με τη Ρωσία να είναι αντιμέτωπη με τα τρία φαντάσματά της: την πολιτική σειρήνα της ΕΕ, την ένοπλη απειλή του ΝΑΤΟ αλλά και την πολιτιστική παγίδα της Δύσης
Protagon Team

Πλέον είναι ξεκάθαρο πως η Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν εμπλέκεται ή μάλλον πρωταγωνιστεί όχι σε έναν αλλά σε δύο πολέμους. Ο ένας μαίνεται στην επικράτεια της Ουκρανίας ενώ ο άλλος είναι ένας εν δυνάμει πόλεμος που δεν διεξάγεται ακόμη αλλά έχει κηρυχθεί και έχει καταστεί κοινή συνείδηση ανά τον κόσμο.

«Πρόκειται για τη σύγκρουση μεταξύ Ρωσίας και Δύσης που ο Πούτιν έθεσε στον πυρήνα της τελευταίας συνάντησης του με τους ηγέτες της Δούμας, δημιουργώντας μια νέα εικόνα του αιώνιου εχθρού: της “Δύσης στο σύνολό της”, που κατηγορείται ότι επιδιώκει τη σύγκρουση για να περιορίσει το Κρεμλίνο και να αποδυναμώσει την ηγεσία του», γράφει ο Ετσιο Μάουρο, πρώην διευθυντής και νυν αρθρογράφος της La Repubblica.

Η Ουκρανία, με τους νεκρούς της και τις ισοπεδωμένες πόλεις της αλλά και την αντίσταση που συνεχίζει να προβάλλει, αποτελεί για τη Μόσχα μονάχα «το θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων όσον αφορά μια κυριαρχία που έχει μετατραπεί σε κατοχή», γράφει ο Μάουρο, αναφερόμενος στην κατάσταση, όπως έχει διαμορφωθεί έως σήμερα, στο Ντονμπάς.

Ωστόσο μία άλλη σύγκρουση βρίσκεται στο επίκεντρο της ερμηνείας του Πούτιν για τον πόλεμο στην Ουκρανία και του τρόπου με τον οποίο τον παρουσιάζει το Κρεμλίνο σχεδόν καθημερινά: «είναι η αιώνια μάχη για ηγεμονία ανάμεσα στις δύο Ευρώπες, που σήμερα βλέπει τη Ρωσία να είναι αντιμέτωπη με τα τρία φαντάσματα της: την πολιτική σειρήνα της ΕΕ, την ένοπλη απειλή του ΝΑΤΟ και συνεπώς της Αμερικής, την πολιτιστική παγίδα της Δύσης», εξηγεί ο ιταλός αρθρογράφος.

Στον παλιό κόσμο, πριν από τη ρωσική εισβολή τον περασμένο Φεβρουάριο, «η δημοκρατία, η ιδεολογία και η υποκρισία» είχαν οικοδομήσει ένα σύστημα συνύπαρξης που βασιζόταν «στην αποτροπή, στην κληρονομιά της Γιάλτας και στην ευκολία», με τα κράτη να αναθέτουν το ένα στο άλλο ρόλους και να τους σέβονται ακόμη και σε περιόδους έντασης. Ανατολή και Δύση γνώριζαν αμφότερες ότι ήταν ανταγωνιστικές και αντίπαλες δυνάμεις αλλά και συνεργαζόμενες με γνώμη για τα πιο κρίσιμα ζητήματα.

Αυτό το σύστημα λειτούργησε για σχεδόν μισό αιώνα κατά τη μακρά περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, όταν η διεθνής ηγεσία είχε διαιρεθεί σε δύο πόλους. Παρέμεινε όρθιο, «λόγω αδράνειας», ακόμη και κατά τα τριάντα χρόνια που ακολούθησαν μετά τον σεισμό που προκάλεσε η κατάρρευση του Τείχος του Βερολίνου, αλλάζοντας εντελώς τον χάρτη της Ευρώπης.

Σήμερα αυτά τα τρία στοιχεία – ανταγωνισμός, αντιπαλότητα, συνεργασία – «διαχωρίζονται οριστικά, παίρνοντας το καθένα τον δικό του δρόμο, ωσάν να μην μπορούν πλέον να συνυπάρχουν μετά την είσοδο των ρωσικών τανκς στην Ουκρανία και τον επακόλουθο παγκόσμιο κρυπτοπόλεμο», συνοψίζει ο Ετσιο Μάουρο. Και σημειώνει πως πριν από την 24η Φεβρουαρίου, αυτή η διαρκής αντιπαράθεση που συντηρούνταν από αμφότερες τις πλευρές, αποτελούσε εγγύηση για τη διατήρηση της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, η οποία μπορεί να ήταν «εύθραυστη, ύποπτη και ένοπλη», αλλά προστατευόταν με τη συνδρομή όλων.

Οι αναμνήσεις από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η τρομακτική κληρονομιά του αποτέλεσαν κίνητρα για τη δημιουργία μηχανισμών «προληπτικής διευθέτησης των συγκρούσεων», διεθνών φορέων για τη διασφάλιση της νομιμότητας στις σχέσεις μεταξύ κρατών, υπερεθνικών δομών διαιτησίας και εγγυήσεων για την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου.

Μέχρι ο ρώσος πρόεδρος να διατάξει τα στρατεύματά του να εισβάλουν στην Ουκρανία, ο «θεσμικός γιγαντισμός των πατεράδων επιδίωκε την πολιτική ουτοπία ενός πιο ασφαλούς κόσμου για τα παιδιά. Η τρομερή ευρωπαϊκή γεωγραφία, που κατάφερε να προκαλέσει δύο παγκόσμιους πολέμους εντός των συνόρων της, τέθηκε υπό προστασία, αν και συγκρουσιακή, για το κοινό συμφέρον. Oλα ήταν περισσότερο προσωρινά παρά οριστικά, βασίζονταν στον πραγματισμό της realpolitik παρά στην κοινή αποδοχή μιας γενικής θεωρίας συνύπαρξης», γράφει ο Μάουρο.

Την ώρα, όμως, που ο ανατολικοευρωπαϊκός αυταρχισμός στόχευε στην ασφάλεια και στην αναγνώριση μέσω αυτής της διαπραγματευτικής αντιπαράθεσης με τη Δύση, η δυτική δημοκρατία είδε τις αξίες, τις μεθόδους και τους στόχος της να αποκτούν σχεδόν καθολική αξία. Για τη Σοβιετική Ενωση, «η ειρήνη ήταν εγγύηση εσωτερικής και διεθνούς σταθερότητας, πολιτική ευκολία», ενώ για τη Δύση ήταν η κατάλληλη συνθήκη για την ανάδειξη της κουλτούρας των δικαιωμάτων και της προστασίας τους, «μια απαραίτητη συνθήκη για την υπόσχεση της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, ακόμη και η απόδειξη της καθολικότητας της δημοκρατίας, δεδομένου ότι η δημοκρατία χρειάζεται ειρήνη για να εκφραστεί πλήρως».

Το ότι σχεδόν όλοι αναγνώριζαν και αποδέχονταν τον κώδικα της διεθνούς τάξης πραγμάτων συνέβαλλε στον έλεγχο των κρίσεων και στη διαχείριση της συνύπαρξης στο πλαίσιο της διαφορετικότητας και της αντιπαράθεσης δύο πολιτικών και πολιτισμικών συστημάτων που ήταν αναπόφευκτα ανταγωνιστικά. «Επρόκειτο οπότε για ένα εργαλείο διακυβέρνησης του κόσμου που επιβεβαίωνε μια δημοκρατική αρχή, την υπεροχή του δικαίου έναντι της βίας. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι μέσω αυτής της μεθόδου και αυτής της αναζήτησης η δημοκρατία κατέληξε να ταυτίζεται με τον πολιτικό ορθολογισμό: ακόμη και εκείνοι που δεν αποδέχονταν τις αρχές, τους θεσμούς και τις πρακτικές της δημοκρατίας δεν μπορούσαν να αρνηθούν το ορθολογικό στοιχείο αυτής της άποψης», εξηγεί ο ιταλός δημοσιογράφος.

Πλέον, όμως, αυτή η ορθολογική θεώρηση των πραγμάτων παρακάμπτεται, «ωσάν η Μόσχα να εφηύρε ένα άλλο σύστημα μονομερούς υπολογισμού του κόστους και των οφελών κάθε ενέργειας και, αφού αξιολόγησε τη σύμπραξη με τη Δύση, να αποφάσισε να αποκοπεί από την κοινή λογική, μπαίνοντας σε μια άλλη διάσταση αποκλειστικά δική της», προσθέτει.

Πλέον το Κρεμλίνο αδιαφορεί πλήρως για το διεθνές δίκαιο και πιστεύει πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, καθώς προσπαθεί να αποκαταστήσει «την ένδοξη τριάδα των απαρχών της ρωσικής ιστορίας, δηλαδή τη συμμαχία – που είναι ιερή όσο η Ρωσία – μεταξύ της αυτοκρατορίας που κυβερνά, της Ορθοδοξίας που ευλογεί και των ανθρώπων που ενώνονται στο πλαίσιο της υποτακτικής τους σχέσης με τον ηγέτη».

Υπό αυτή την έννοια, ο Βλαντίμιρ Πούτιν είναι ο τελευταίος κληρονόμος της αυτοκρατορικής εξουσίας που ασκείται επί μία χιλιετία από τους πολεμιστές ηγέτες των Ρως του Κιέβου, από τους μεγάλους πρίγκιπες της Μοσχοβίας, από τους τσάρους, από τους γενικούς γραμματείς του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ενωσης. Συγχρόνως, όμως, είναι και ο πρώτος ηγέτης που επιλέγει να ζήσει σε αυτόν τον νέο κόσμο, «αποικίζοντάς τον πολιτικά, βάζοντας ξανά τη “ρωσική ιδέα” στο επίκεντρο της εθνικής ταυτότητας, διαχωρίζοντάς την από την εκ νέου “σάπια” Δύση, ανακτώντας για αυτήν μια προνομιακή θέση στον ανταγωνισμό για κυριαρχία, δίνοντας όνομα και ρόλο στους αντιπάλους, μετατρέποντάς τους σε εχθρούς», γράφει ο Μάουρο.

Επιπρόσθετα, από τη στιγμή που για τον Πούτιν δεν υπάρχει παγκόσμια ιστορία και αποτελεί απλά ένα τέχνασμα «για να διακινήσει λαθραία τις αξίες της η Δύση», είναι απαραίτητο να ερμηνευθούν εκ νέου τα γεγονότα του παρελθόντος ως εκφράσεις ξεχωριστών και διαφορετικών πολιτισμών, ούτως ώστε να καταστεί σαφές ότι «η Ρωσία μπορεί μόνο να εκτελέσει την παγκόσμια αποστολή της και να ακολουθήσει το πεπρωμένο της, έχοντας επίγνωση ότι “δεν είναι ένα έθνος αλλά ένας ολόκληρος κόσμος”, ενώ ο λαός του, όπως διαβεβαιώνει ο Ντοστογιέφσκι “είναι ο μοναδικός φορέας του Θεού”».

Είναι σαφές, οπότε, γιατί τα παραδοσιακά όπλα της διπλωματίας είναι ακατάλληλα για την αντιμετώπιση αυτής της «μεταφυσικής ερμηνείας της πολιτικής» και αυτού του «μεσσιανικού τρόπου άσκησης της εξουσίας». Για μια διαπραγμάτευση με τον Πούτιν, πρέπει, πλέον, να επινοηθούν νέα εργαλεία, καθώς το μοναδικό που δεν έχει αλλάξει σε σχέση με πριν από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, είναι μόνον ο πόλεμος.

Σύμφωνα με τον Ετσιο Μάουρο το μοναδικό που πραγματικά φοβάται ο Βλαντίμιρ Πούτιν είναι μην τυχόν παγιδευτεί στην no man’s land ανάμεσα στον παλιό κόσμο που έχει εγκαταλείψει και στον νέο κόσμο που επιδιώκει, αλλά δεν καταφέρνει, να κατακτήσει.