Ως έμπειρος αρθρογράφος, ο Σάιμον Κούπερ των Financial Times το επισημαίνει αμέσως: η σύγκριση Ευρωπαίων και Αμερικανών είναι πάντα δύσκολη, ενώ ενίοτε μπορεί να γίνει και επικίνδυνη. Ωστόσο, ο Νικολάι Τάνγκεν, επικεφαλής του κραταιού Πετρελαϊκού Ταμείου της Νορβηγίας, έκανε ακριβώς αυτό: υποστήριξε ότι μεταξύ Ευρωπαίων και Αμερικανών καταγράφεται μια διαφορά όσον αφορά το γενικό επίπεδο φιλοδοξίας. «Εμείς (οι Ευρωπαίοι) δεν είμαστε πολύ φιλόδοξοι. Θα πρέπει να είμαι προσεκτικός όταν μιλάω για ισορροπία μεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής, αλλά οι Αμερικανοί δουλεύουν πιο σκληρά».
Ο Κούπερ, αναγνωρίζοντας ότι, πράγματι, αλλιώς γίνονται τα πράγματα στην Ευρώπη και αλλιώς στις ΗΠΑ, σημειώνει καταρχάς πως οι Ευρωπαίοι έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο, ενώ οι Αμερικανοί έχουν περισσότερα χρήματα. Γράφει επίσης ότι οι προτιμήσεις του καθενός –περισσότερος ελεύθερος χρόνος ή περισσότερο χρήμα– είναι ζήτημα προτεραιοτήτων.
Υπάρχουν όμως τρία αρκετά αντικειμενικά κριτήρια για την αξιολόγηση μιας κοινωνίας: α) πόσο ζουν οι πολίτες της; β) πόσο ευτυχισμένοι είναι; γ) έχουν τις οικονομικές δυνατότητες για ό,τι χρειάζονται; Μια κοινωνία πρέπει επίσης να είναι βιώσιμη με βάση τις εκπομπές άνθρακα, το δημόσιο χρέος και το επίπεδο καινοτομίας. «Ποια πλευρά, λοιπόν, τα πηγαίνει καλύτερα;» διερωτάται ο αρθρογράφος των Financial Times.
Οι Αμερικανοί, που συνήθως δικαιούνται λιγότερες ημέρες άδεια με αποδοχές, εργάζονται κατά μέσο όρο περισσότερο από μία ώρα παραπάνω από τους Ευρωπαίους κάθε εργάσιμη μέρα: 1.811 ώρες τον χρόνο το 2022, έναντι 1.500 ωρών στη Βόρεια Ευρώπη και 1.341 ωρών στη Γερμανία, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ.
Επειδή οι Αμερικανοί είναι επίσης πιο παραγωγικοί ανά ώρα εργασίας από τους περισσότερους Ευρωπαίους, το μέσο εισόδημά τους είναι υψηλότερο από το μέσο εισόδημα σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, εξαιρουμένων του Λουξεμβούργου, της Ιρλανδίας, της Νορβηγίας και της Ελβετίας.
«Οι υψηλότερες απολαβές είναι, εν μέρει, μια αμερικανική επιλογή που δεν συμμερίζονται άλλες χώρες. Καθώς οι οικονομίες αναπτύσσονται, οι Αμερικανοί επέλεξαν τα περισσότερα χρήματα. Οι Ευρωπαίοι έμειναν προσκολλημένοι στην ιστορική τάση: από τη στιγμή που οι άνθρωποι ξεπερνούν το επίπεδο διαβίωσης και καλύπτουν τις ανάγκες τους, τείνουν να δίνουν προτεραιότητα στον ελεύθερο χρόνο, αντί να αφιερώνουν τις ζωές τους στην αύξηση του πλούτου» συνοψίζει ο Σάιμον Κούπερ.
Σαν να ήθελε να επιβεβαιώσει τον Νικολάι Τάνγκεν, την προηγούμενη Τρίτη ο βρετανός διευθύνων σύμβουλος της HSBC, Νόελ Κουίν, ανακοίνωσε απροσδόκητα ότι παραιτείται, εξηγώντας ότι χρειάζεται «ξεκούραση και χαλάρωση» και «καλύτερη ισορροπία μεταξύ της προσωπικής και επαγγελματικής μου ζωής» μετά από μια «έντονη πενταετία» στη δουλειά.
Οπως αναφέρει ο Σάιμον Κούπερ στο άρθρο του, το 1870 ο μέσος εργαζόμενος στις βιομηχανικές χώρες δούλευε περισσότερες από 3.000 ώρες ετησίως, ενώ οι σημερινοί Ευρωπαίοι δουλεύουν περίπου 1.500 ώρες ετησίως και με την πανδημία πολλοί κατέληξαν να εργάζονται ακόμη λιγότερες ώρες.
«Οι άνδρες –ιδίως όσοι έχουν μικρά παιδιά– και οι νέοι ηγούνται αυτής της μείωσης […] Οι μειώσεις στις πραγματικές ώρες είναι αντίστοιχες των μειώσεων στις επιθυμητές ώρες» αναφέρεται σε πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ, το οποίο καταδεικνύει πως οι σημερινοί νεαροί μπαμπάδες μάλλον θέλουν να περνούν περισσότερο χρόνο με τα παιδιά τους (ή τουλάχιστον αισθάνονται ότι πρέπει), ενώ σύμφωνα με πολλές έρευνες οι millennials επίσης, όπως και τα μέλη της Gen Z, επιθυμούν να εργάζονται λιγότερο.
«Αυτό δυσαρεστεί τους δουλευταράδες στην κορυφή της κοινωνίας, όπως ο Νικολάι Τάνγκεν, που θέλουν και όλοι οι άλλοι να δουλεύουν περισσότερο. Αυτοί οι άνθρωποι αγαπούν τη δουλειά τους, αμείβονται καλά, προσλαμβάνουν βοηθούς στο σπίτι και πιθανότατα υποφέρουν που δεν περνούν περισσότερο χρόνο στο γραφείο» σχολιάζει ο Σάιμον Κούπερ.
Μάλιστα, αποκαλύπτει ότι «συναισθηματικά […] ανήκω σε αυτή την κατηγορία. Λόγω μιας σειράς απερίσκεπτων αποφάσεων, στην παρούσα φάση εργάζομαι επτά ημέρες την εβδομάδα και άρχισα να γράφω αυτό το άρθρο ένα ηλιόλουστο κυριακάτικο απόγευμα». Αλλά δεν παραλείπει να επισημάνει πως οι εργασιομανείς, καλώς ή κακώς, αποτελούν εξαιρέσεις. «Στους περισσότερους δεν αρέσει ιδιαίτερα η δουλειά τους» γράφει.
Επικαλούμενος μεγάλης κλίμακας διεθνείς μελέτες της Gallup, σημειώνει ότι οι αμερικανοί εργαζόμενοι εκφράζουν όντως περισσότερο ενθουσιασμό για τη δουλειά τους από ό,τι οι Ευρωπαίοι. Ωστόσο, ακόμη και στις αμερικανικές εταιρείες, όπως ανέφερε η Gallup πέρυσι, «μόνο το περίπου 30% των εργαζομένων είναι πραγματικά αφοσιωμένο. Ενα άλλο 20% είναι θλιμμένο και μεταδίδει τη θλίψη του στον χώρο εργασίας, και το υπόλοιπο 50% δίνει το “παρών” ευχόμενο να μη χρειαζόταν να εργάζεται, ειδικά στη συγκεκριμένη δουλειά».
Εν ολίγοις, οι περισσότεροι Αμερικανοί θα προτιμούσαν πιθανώς να εργάζονταν τις ώρες που εργάζονται οι περισσότεροι Ευρωπαίοι. Απλώς δεν το επιτρέπουν, καταρχάς οι ίδιοι οι εργοδότες, αλλά και το υψηλό κόστος ασφάλισης. Είναι αλήθεια πως οι ΗΠΑ προσφέρουν μεγάλα έπαθλα σε όσους φτάνουν στην κορυφή, και αυτός είναι εν μέρει ο λόγος που η Ευρώπη εξάγει εκεί τους πιο φιλόδοξους από τους δουλευταράδες της.
Αλλά λίγοι Αμερικανοί κερδίζουν αυτά τα μεγάλα έπαθλα. Πολλοί άλλοι καταλήγουν να είναι εξουθενωμένοι και δυστυχισμένοι, παρότι μένουν σε μεγάλα σπίτια και έχουν μεγάλα αυτοκίνητα. Στην τελευταία Εκθεση Παγκόσμιας Ευτυχίας (μια συνεργασία μεταξύ της Gallup, του Ερευνητικού Κέντρου Ευημερίας της Οξφόρδης και του ΟΗΕ) οι ΗΠΑ βρέθηκαν στην 23η θέση, ενώ τις πρώτες κατέλαβαν, για ακόμη μια φορά, οι Σκανδιναβικές χώρες.
Οπως παρατηρεί ο σουηδός πολιτικός επιστήμονας Μπο Ροθστάιν, «είναι πλέον σαφές ότι από τα πολλά κοινωνικά μοντέλα που δοκιμάστηκαν από τη βιομηχανική επανάσταση και μετά, η κοινωνική έρευνα μπορεί να αναδείξει έναν νικητή όσον αφορά την ανθρώπινη ευημερία, και αυτός είναι το σκανδιναβικό μοντέλο».
Οι Ευρωπαίοι τα πηγαίνουν επίσης καλύτερα ως προς τη μακροζωία: οι Ισπανοί, για παράδειγμα, είναι πολύ φτωχότεροι από τους Αμερικανούς, ζουν όμως κατά μέσο όρο 83 χρόνια, ενώ οι Αμερικανοί 77,5. Ακόμη και οι ζάπλουτοι Αμερικανοί ζουν λιγότερο από τους ζάπλουτους Βρετανούς, παρότι οι πρώτοι είναι σαφώς πλουσιότεροι από τους δεύτερους.
Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του, ο Σάιμον Κούπερ σημειώνει ότι υπάρχει η δεξιά πεποίθηση πως η καλή ζωή στην Ευρώπη, με τις λιγότερες ώρες εργασίας και τις (σχετικά) πρόωρες συντάξεις, δεν είναι βιώσιμη. Το σκεπτικό είναι ότι κάποια στιγμή τα ευρωπαϊκά κράτη θα καταρρεύσουν και τότε οι Ευρωπαίοι θα αναγκαστούν να αρχίσουν να εργάζονται σαν Αμερικανοί.
Ωστόσο «τα γεγονότα δείχνουν το αντίθετο» σημειώνει ο αρθρογράφος των FT, επικαλούμενος έκθεση του ΔΝΤ σύμφωνα με την οποία το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ ως ποσοστό επί του ΑΕΠ είναι μεγαλύτερο από σχεδόν όλων των ευρωπαϊκών κρατών (123%), σχεδόν διπλάσιο από της Γερμανίας και τριπλάσιο από της Νορβηγίας, της Σουηδίας και της Δανίας.
Επίσης, οι ΗΠΑ «δεν είναι βιώσιμες» ούτε από την άποψη εκπομπών άνθρακα. Οι Αμερικανοί χρησιμοποιούν τον επιπλέον πλούτο τους για να αγοράζουν περισσότερα αγαθά από τους Ευρωπαίους, να οδηγούν περισσότερο, να χρησιμοποιήσουν περισσότερο τον κλιματισμό κ.λπ. Κατά συνέπεια, οι εκπομπές άνθρακα στις ΗΠΑ ήταν 13,3 τόνοι κατά κεφαλήν το 2023, έναντι 5,4 τόνων στην ΕΕ, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας.
Οσον αφορά την καινοτομία, είναι αλήθεια πως οι Αμερικανοί παράγουν περισσότερη από τους Ευρωπαίους, καθώς δεν υπάρχει μια ευρωπαϊκή Google ή Tesla. «Ισως η παγκόσμια οικονομία χρειάζεται την Αμερική, ή τουλάχιστον ορισμένα μέρη τους – αρκεί να μη χρειάζεται να ζεις εκεί» καταλήγει ο Σάιμον Κούπερ.