Κοινοποιώντας τις προηγούμενες ημέρες την επιθυμία του να αγοράσει τη Γροιλανδία και να θέσει τη Διώρυγα του Παναμά εκ νέου υπό αμερικανικό έλεγχο, ο πρώην και επόμενος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ξεκαθάρισε την πρόθεσή του να έρθει σε σύγκρουση με τα συμφέροντα τόσο της Ρωσίας όσο και της Κίνας στη διεθνή σκηνή. Πώς; Θέτοντας σε νέες βάσεις τις σχέσεις της Ουάσινγκτον με τη Μόσχα και το Πεκίνο όσον αφορά τις στρατηγικές, οικονομικές και εμπορικές ισορροπίες ανά τον κόσμο, όπως εξηγεί σε ανάλυσή του ο Μαουρίτσιο Μολινάρι, διευθυντής της ιταλικής εφημερίδας La Repubblica.
Η Γροιλανδία είναι το μεγαλύτερο νησί στον πλανήτη. Οι 56.000 κάτοικοί της ζούσαν κάποτε μέσα στους πάγους, ωστόσο η κλιματική αλλαγή άλλαξε τα δεδομένα, μεταμορφώνοντας τη Γροιλανδία σε επικράτεια στρατηγικής σημασίας. Οχι μόνο για τα κοιτάσματα σπάνιων γαιών που διαθέτει –οι οποίες είναι απαραίτητες για τις νέες προηγμένες τεχνολογίες–, αλλά και για τις νέες θαλάσσιες εμπορικές οδούς που ανοίγουν λόγω του λιώσιμου των πάγων.
«Ο έλεγχος της Γροιλανδίας θα επέτρεπε στην Ουάσινγκτον να ματαιώσει τα σχέδια της Μόσχας και του Πεκίνου στην Αρκτική, καθώς και να ενισχύσει την αεροπορική βάση Thule, που προορίζεται να μετατραπεί σε βάση ολόκληρης της αντιπυραυλικής άμυνας του ΝΑΤΟ, σύμφωνα με το μοντέλο του “Σιδηρού Θόλου” του Ισραήλ» γράφει ο ιταλός δημοσιογράφος.
Ηδη από το 2019, κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του, ο Ντόναλντ Τραμπ είχε πει ότι θα ήθελε να αγοράσει τη Γροιλανδία από τη Δανία (όπως οι ΗΠΑ αγόρασαν την Αλάσκα από τη Ρωσία το 1867). Την περασμένη Κυριακή ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ είπε πως η αρχική προσφορά του θα μπορούσε κατά τη δεύτερη θητεία του να εξελιχθεί σε συμφωνία την οποία οι Δανοί (που ελέγχουν τις διεθνείς και τις αμυντικές υποθέσεις της Γροιλανδίας) δεν θα μπορούν να απορρίψουν.
Ωστόσο η τοπική κυβέρνηση της Γροιλανδίας απέρριψε συλλήβδην τις όποιες βλέψεις του Τραμπ, όπως είχε κάνει και το 2019, με τον πρωθυπουργό της Μούτε Εγκεντε να ξεκαθαρίζει: «Δεν είμαστε προς πώληση και ποτέ δεν θα είμαστε προς πώληση. Δεν πρέπει να χάσουμε τον μακροχρόνιο αγώνα μας για ελευθερία».
Η δημόσια επαναφορά του ζητήματος από τον Ντόναλντ Τραμπ «αναδεικνύει την επιθυμία του να ενημερώσει τους συμμάχους και τους αντιπάλους ότι είναι σε κάθε περίπτωση αποφασισμένος να προχωρήσει –ίσως επιχειρώντας να αποπλανήσει οικονομικά τον πληθυσμό της Γροιλανδίας–, επειδή ο σκοπός του είναι να τροποποιήσει αμετάκλητα τη γεωπολιτική των υδάτων στο σημείο όπου η Αρκτική Θάλασσα διασταυρώνεται με τον Βόρειο Ατλαντικό Ωκεανό» σχολιάζει ο Μαουρίτσιο Μολινάρι.
Παρόμοια είναι η προσέγγιση του Τραμπ όσον αφορά και τη Διώρυγα του Παναμά, την οποία οι ΗΠΑ ξεκίνησαν να κατασκευάζουν το 1904, εγκαινίασαν το 1914 και ήλεγχαν έως το 1999, χρονιά κατά την οποία εκχώρησαν, τελικά, τον έλεγχό της στην κυβέρνηση του Παναμά, βάσει των Συμφωνιών Κάρτερ-Τορίχος του 1977.
Ο Τραμπ απείλησε να αποχωρήσει από τη συνθήκη, επικαλούμενος αρχικά τα «γελοιωδώς» υψηλά τέλη διέλευσης που χρεώνει η κυβέρνηση του Παναμά και το ενδεχόμενο να πέσει η Διώρυγα σε «λάθος χέρια», όπως είπε, αναφερόμενος προφανώς στο Πεκίνο. Η Κίνα του Σι Τζινπίνγκ είναι ο δεύτερος (πίσω από τις ΗΠΑ) καλύτερος πελάτης της Διώρυγας (από την οποία διέρχεται το 4% του παγκόσμιου θαλάσσιου εμπορίου), ενώ το Πεκίνο επενδύει επίσης δισεκατομμύρια δολάρια σε σημαντικά έργα υποδομής (μια εταιρεία που εδρεύει στο Χονγκ Κονγκ ελέγχει δύο λιμάνια πέριξ της Διώρυγας).
Η σημαντική επιρροή του Πεκίνου στον Παναμά είναι ένας από τους λόγους της κινεζικής πρωτιάς όσον αφορά τις ξένες επενδύσεις στη Λατινική Αμερική και ο Τραμπ είναι αποφασισμένος να αντιστρέψει αυτή την τάση. Εξ ου και το απειλητικό ενδιαφέρον του για τον έλεγχο της Διώρυγας. Οπως, όμως, έσπευσε να υπογραμμίσει ο πρόεδρος του Παναμά Χοσέ Ραούλ Μολίνο, «κάθε τετραγωνικό μέτρο της Διώρυγας και των παρακείμενων ζωνών ανήκουν στον Παναμά και θα συνεχίσουν να ανήκουν […] Η κυριαρχία και η ανεξαρτησία της χώρας μας δεν είναι διαπραγματεύσιμες».
Συνυπολογίζοντας τις αναφορές του Τραμπ στον Καναδά ως «51η Πολιτεία των ΗΠΑ» και τις απειλές κατά του Μεξικού με στόχο την αντιμετώπιση της μετανάστευσης αλλά και των καρτέλ των ναρκωτικών (ο Τραμπ επιδιώκει να αναγκάσει αμφότερες τις χώρες να συμμορφωθούν με τη θέλησή του, απειλώντας τες με δασμούς), συμπεραίνεται εύκολα πως «ο εκλεγμένος πρόεδρος έχει κατά νου έναν νέο παγκόσμιο χάρτη, με στόχο να επανακαθορίσει τις εμπορικές ισορροπίες, καθώς και τις ισορροπίες ασφαλείας, μέσω της ενίσχυσης του ρόλου των ΗΠΑ σε βάρος των αντιπάλων τους, της Κίνας και της Ρωσίας» γράφει ο Μολινάρι.
Αυτό σημαίνει ότι και οι υπόλοιποι εταίροι και σύμμαχοι της Ουάσινγκτον θα βρεθούν αντιμέτωποι με ισχυρές πιέσεις, με τον ιταλό αρθρογράφο να αναφέρεται ενδεικτικά στο δημοσίευμα των Financial Times περί της πρόθεσης του Τραμπ να ζητήσει από τα μέλη του ΝΑΤΟ να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ τους.
«Ανεξάρτητα από το μέγεθος της επίμαχης αύξησης, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι η βούληση της νέας αμερικανικής κυβέρνησης να γνωστοποιήσει στους συμμάχους ότι τίποτα δεν θα είναι πια όπως ήταν» σχολιάζει ο Μολινάρι. Σοβαρό ζήτημα για τα ευρωπαϊκά κράτη αποτελούν, φυσικά, και οι απειλές του Τραμπ για μπαράζ δασμών, εάν δεν αρχίσουν να αγοράζουν περισσότερο πετρέλαιο και υγροποιημένο φυσικό αέριο από τις ΗΠΑ.
«Γι’ αυτό η Ευρώπη πρέπει να λάβει πολύ σοβαρά υπόψη τις προθέσεις του Τραμπ όσον αφορά τη Γροιλανδία, τη Διώρυγα του Παναμά, τον Καναδά και το Μεξικό: λιγότερο από έναν μήνα πριν την ανάληψη των καθηκόντων του, αποκαλύπτουν τι έχει στο μυαλό του ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου. Ταυτόχρονα υπογραμμίζουν την επείγουσα ανάγκη των ευρωπαίων εταίρων και των συμμάχων στο ΝΑΤΟ να καθορίσουν άμεσα μια ενεργητική στρατηγική, πάντα μέσα σε ένα πλαίσιο ευρωατλαντικής εταιρικής σχέσης: ίσως κάνοντας την Ουάσιγκτον να σταθμίσει τον απαραίτητο ρόλο τους στην παγκόσμια αντιπαράθεση με τη Μόσχα και το Πεκίνο» καταλήγει ο διευθυντής της Repubblica