Την 15η Μαρτίου ο 28χρονος Μπρέντον Τάραντ, δράστης του μακελειού που άφησε πίσω του τουλάχιστον 50 νεκρούς στη Νέα Ζηλανδία, μετέδιδε επί 17 λεπτά απευθείας μέσω του Facebook τις επιθέσεις που εξαπέλυσε σε δύο τεμένη του Κράιστσερτς, χρησιμοποιώντας μια εφαρμογή που είναι σχεδιασμένη για τους λάτρεις των extreme sports. Μέσα στις επόμενες 24 ώρες το βίντεο της σφαγής αναρτήθηκε τουλάχιστον 1,5 εκατομμύριο φορές στο Facebook ενώ στο YouTube ο ρυθμός ανάρτησης ήταν ένα βίντεο το δευτερόλεπτο.
Μόλις, όμως, η είδηση της επίθεσης έκανε τον γύρο του κόσμου, οι αρμόδιοι λογοκριτές του Facebook και της Google (στην οποία ανήκει το YouTube) αντέδρασαν άμεσα, με το δημοφιλές μέσο κοινωνικής δικτύωσης να μπλοκάρει 1,2 εκατομμύριο αναρτήσεις του βίντεο πριν ακόμα αναπαραχθούν και να διαγράφει τις υπόλοιπες. Χιλιάδες, ωστόσο, άνθρωποι ανά τον κόσμο μπόρεσαν να το δουν μέσω άλλων sites.
Οπότε το μεγάλο ερώτημα των ημερών παραμένει ακόμα αναπάντητο: «γιατί ανεχόμαστε τεχνολογίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την έξαψη του μίσους και την κανονικοποίηση της βίας με αστραπιαία ταχύτητα και σε παγκόσμια κλίμακα;», διερωτάται και ο Τζον Θόρνχιλ, αρθρογράφος επί τεχνολογικών ζητημάτων των Financial Times. Και υποστηρίζει πως η απάντηση έγκειται σε μια φράση που αποτελείται από 26, μόλις, λέξεις και εμπεριέχεται στην Ενότητα 230 του νόμου περί Ευπρέπειας των Επικοινωνιών (Communications Decency Act) ο οποίος εγκρίθηκε από το αμερικανικό Κογκρέσο το μακρινό 1996: «Κανένας πάροχος ή χρήστης μιας διαδραστικής υπηρεσίας ηλεκτρονικών υπολογιστών δεν θα αντιμετωπίζεται ως ο εκδότης ή ο εισηγητής οποιασδήποτε πληροφορίας παρέχεται από κάποιον άλλον πάροχο πληροφοριών». Αυτό σημαίνει ότι το Facebook, η Google και το Twitter δεν υπόκεινται στους ίδιους κανόνες που ισχύουν για τα παραδοσιακά Μέσα τα οποία φέρουν νομική ευθύνη για όλα όσα δημοσιεύουν.
Στη Νέα Ζηλανδία, για παράδειγμα, οι αρμόδιες αρχές λογοκρισίας χαρακτήρισαν το επίμαχο βίντεο «επισήμως ανάρμοστο» και αυτό σημαίνει ότι οποιοσδήποτε το αναρτήσει στο Διαδίκτυο θα μπορούσε να καταλήξει ακόμα και στη φυλακή. Η αστυνομία έχει ξεκινήσει ήδη τις συλλήψεις ενώ η πρωθυπουργός της χώρας Τζασίντα Αρντερν υποστήριξε πως οι τεχνολογικοί κολοσσοί του Διαδικτύου θα πρέπει να αντιμετωπίζονται «ως εκδότες και όχι απλά ως αγγελιαφόροι». Την ίδια ώρα ο αυστραλός ομόλογός της Σκοτ Μόρισον, τονίζοντας πως «είναι απαράδεκτο να αντιμετωπίζουμε το Διαδίκτυο ως έναν ακυβέρνητο τόπο», ασκεί ήδη πιέσεις ώστε το ζήτημα να τεθεί στο τραπέζι των συνομιλιών της επόμενης συνόδου της Ομάδας των 20 (G20) που θα πραγματοποιηθεί τον Ιούνιο στην Οζάκα.
Η σχέση μεταξύ της ελευθερίας του λόγου και της λογοκρισίας είναι αναμφίβολα λεπτή και για αυτόν τον λόγο θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο ενός διαρκούς και ανοιχτού διαλόγου που θα προσαρμόζεται στις κοινωνικές συμβάσεις και τους νόμους. Στην πράξη, ωστόσο, αποδείχτηκε πως η διεξαγωγή του ανατέθηκε, βιαστικά μάλιστα, στους κυρίαρχους του Διαδικτύου. «Δεν θα πρέπει να θέλουμε να γίνουν αυτοί οι επίσημοι λογοκριτές μας και ούτε οι ίδιοι δείχνουν να είναι ικανοί να επωμιστούν μια τόσο μεγάλη ευθύνη. Αλλά θα πρέπει να βρίσκονται σε διαρκή διάλογο με τις κοινωνίες ανά τον κόσμο όσον αφορά τους κανόνες, τις πρακτικές και τις υπηρεσίες τους», υπογραμμίζει ο αρθρογράφος των Financial Times.
Κανένας δεν αρνείται πως η προσπάθεια διαχείρισης σε σχεδόν πραγματικό χρόνο δισεκατομμυρίων αναρτήσεων στο Διαδίκτυο συνεπάγεται τεράστια ηθικά διλήμματα. Έπραξε ορθά, για παράδειγμα, το Facebook αποφασίζοντας να μπλοκάρει τον προσωπικό λογαριασμό της εικαστικού Ιλμα Γκορ, αφότου η φωτογραφία ενός πίνακά της που απεικονίζει τον Ντόναλντ Τραμπ γυμνό (και κάθε άλλο παρά προικισμένο) αναπαράχθηκε περισσότερες από 50 εκατομμύρια φορές; Ή η Google, όταν επέτρεψε την κυκλοφορία του βίντεο με τον απαγχονισμό του Σαντάμ Χουσεΐν, κρίνοντας πως επρόκειτο για ένα ιστορικό γεγονός;
Ο Θόρνχιλ σημειώνει πως σε ανάλογες περιπτώσεις είναι σίγουρα προτιμότερο να αποφασίζουν άνθρωποι «με κρίση και πολιτικές ευαισθησίες παρά κάποιος αλγόριθμος. Αλλά η τροφοδοτούμενη με διαφημίσεις μηχανή παραγωγής εσόδων που ενισχύει τους τεχνολογικούς κολοσσούς κατασκευάστηκε έτσι ώστε να απομονώνει το περιεχόμενο από το ευρύτερο πλαίσιο και να ανταμείβει ό,τι γίνεται viral παρά οποιαδήποτε έννοια αξίας». Και η κατάσταση περιπλέκεται σημαντικά λαμβάνοντας υπόψη (όπως αναδεικνύεται στο πρόσφατο ντοκιμαντέρ του BBC «Τα Πιο Βρόμικα Μυστικά του Διαδικτύου: οι Καθαριστές») ότι συχνά αυτοί που καλούνται να κρίνουν τι μπορεί να κοινοποιηθεί και τι πρέπει να λογοκριθεί είναι χαμηλόμισθοι επόπτες από τις Φιλιππίνες μπροστά από τα μάτια των οποίων περνούν καθημερινά έως και 25.000 εικόνες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται φωτογραφίες με τρομοκράτες να αποκεφαλίζουν ανθρώπους και αρχεία πορνογραφίας ανηλίκων.
Αναγνωρίζοντας, επιτέλους, τους κινδύνους, οι κυρίαρχοι του Διαδικτύου ξεκίνησαν να αναζητούν τρόπους για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις. Αλλά βρίσκονται μόλις στην αρχή, οπότε το αμερικανικό Κογκρέσο θα πρέπει, καταλήγει ο Θόρνχιλ, να θέσει στο τραπέζι το ενδεχόμενο ακόμα και να ανακαλέσει τις «26 λέξεις που δημιούργησαν το Διαδίκτυο».