Ποιοι πρέπει να κάνουν εξετάσεις για COVID-19;
Σήμερα, οι εξετάσεις για το νέο κορονοϊό γίνονται τυπικά μόνο σε δύο ομάδες ασθενών και συγκεκριμένα αυτούς που έχουν συμπτώματα της νόσου, καθώς και αυτούς που έχουν εκτεθεί σε ένα επιβεβαιωμένο κρούσμα.
Τα κύρια συμπτώματα του COVID-19, δηλαδή της νόσου που προκαλεί ο ιός SARS-CoV-2 περιλαμβάνουν πυρετό, ξηρό βήχα και δύσπνοια. Η συμπτωματολογία της νόσου ομοιάζει αρκετά αυτής του κοινού κρυολογήματος, επομένως μόνο ο γιατρός μπορεί να αποφασίσει αν χρειάζεται να γίνουν εξετάσεις για COVID-19.
Τις τελευταίες ημέρες, έχουν αρχίσει να εμφανίζονται αρκετά περιστατικά τα οποία δεν έχουν γνωστή επαφή με επιβεβαιωμένο κρούσμα, γεγονός που δείχνει ότι ο ιός βρίσκεται ήδη και μεταδίδεται τοπικά στην κοινότητα. Φαίνεται επίσης ότι ο ιός μπορεί να μεταδοθεί και από άτομα που δεν έχουν παρουσιάσει σοβαρά συμπτώματα.
Ως αποτέλεσμα, πλέον έχουν αλλάξει οι οδηγίες σχετικά με τα άτομα που πρέπει να εξετάζονται για COVID-19 και πλέον εξετάζεται οποιοσδήποτε παρουσιάζει συμπτώματα κατά την κρίση των γιατρών.
Αν και σήμερα δεν υπάρχει κάποια ειδική θεραπεία για τον COVID-19, η εξέταση για τη διάγνωση του ιού έχει χρησιμότητα. Ο σημαντικότερος λόγος που γίνεται η εξέταση είναι να γνωρίζουμε ποιοι είναι οι ασθενείς που νοσούν από COVID-19 με αποτέλεσμα να μπορούμε να τους απομονώσουμε, επιβραδύνοντας έτσι την εξάπλωση της πανδημίας. Η διάγνωση της νόσου μας επιτρέπει επίσης να έχουμε μία πιο σαφή εικόνα σχετικά με τον ακριβή αριθμό των περιστατικών αλλά και τον τρόπο εξάπλωσης του ιού στον πληθυσμό.
Τι περιλαμβάνει η εξέταση για τον ασθενή;
Για τον ασθενή, η εξέταση για την ανίχνευση του SARS-CoV-2 είναι απλή και μπορεί να γίνει σχεδόν οπουδήποτε.
Τυπικά, περιλαμβάνει τη λήψη δείγματος, δηλαδή κυττάρων, από τη ρινική κοιλότητα ή το φάρυγγα του ασθενούς. Το δείγμα αυτό στη συνέχεια αποστέλλεται στο εργαστήριο όπου αναλύεται για να διαπιστωθεί αν τα κύτταρα έχουν μολυνθεί με τον ιό. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο επιβεβαιώνεται η λοίμωξη ενός ασθενούς από τον ιό της γρίπης.
Πώς γίνεται η εξέταση;
Αν και η συλλογή του δείγματος είναι μία απλή διαδικασία, η εξέτασή του για την επιβεβαίωση της παρουσίας του κορονοϊού είναι αρκετά σύνθετη. Η παρούσα μέθοδος εξετάζει αν υπάρχει το γενετικό υλικό του ιού (RNA) στα κύτταρα του ασθενούς.
Η μέθοδος που χρησιμοποιείται για την ανίχνευση του ιικού RNA στο δείγμα του ασθενούς λέγεται RT-PCR (reverse transcription PCR). Κατά τη μέθοδο αυτή, το ιικό RNA μετατρέπεται σε DNA. Στη συνέχεια, το DNA πολλαπλασιάζεται εκατομμύρια φορές μέχρι να μπορεί να ανιχνευθεί μία ειδική αλληλουχία από ένα εργαλείο ποσοτικής εκτίμησης της PCR.
Αν βρεθεί γενετικό υλικό του ιού στο δείγμα, τότε επιβεβαιώνεται ότι ο ασθενής έχει μολυνθεί με τον ιό.
Για τα αποτελέσματα της εξέτασης χρειάζονται συνολικά 24-72 ώρες. Στην αρχή της επιδημίας, υπήρχε μία ανησυχία σχετικά με τη διαγνωστική ακρίβεια της εξέτασης. Πλέον ξέρουμε ότι αυτή είναι εξαιρετικά υψηλή. Κατά συνέπεια, τα οφέλη της εξέτασης υπερβαίνουν κατά πολύ τον κίνδυνο λάθους.
Πρέπει όλοι να κάνουμε εξετάσεις;
Ρεαλιστικά, είναι αδύνατο να εξεταστεί το σύνολο του πληθυσμού. Οι τελευταίες επικαιροποιημένες οδηγίες του ΕΟΔΥ σχετικά με τις περιπτώσεις που πρέπει να γίνεται διαγνωστικός έλεγχος για τον COVID-19 είναι:
- Ασθενείς με Σοβαρή Οξεία Λοίμωξη του Αναπνευστικού (Severe Acute Respiratory Illness) που χρειάζονται νοσηλεία ή που νοσηλεύονται.
- Νοσηλευόμενοι ή φιλοξενούμενοι σε μονάδες ηλικιωμένων ή χρονίως πασχόντων που εκδηλώνουν οξεία λοίμωξη του αναπνευστικού με πυρετό και βήχα ή δύσπνοια.
- Προσωπικό υπηρεσιών υγείας που εκδηλώνουν οξεία λοίμωξη του αναπνευστικού με πυρετό.
- Ηλικιωμένοι (> 70 έτη) ή άτομα με σοβαρή χρόνια υποκείμενη νόσο (π.χ. χρόνια πνευμονοπάθεια, χρόνια καρδιαγγειακό νόσημα, σακχαρώδης διαβήτης, σοβαρή ανοσοκαταστολή) που εκδηλώνουν οξεία λοίμωξη του αναπνευστικού με πυρετό και βήχα ή δύσπνοια.
Όπως συμβαίνει με κάθε επιδημία, η πανδημία του COVID-19 κάποια στιγμή θα υποχωρήσει. Εν τω μεταξύ, πρέπει να τηρούμε αυστηρά τα μέτρα ατομικής προστασίας τα οποία περιλαμβάνουν:
- Παραμονή κατ’ οίκον και αποχή από την εργασία οποιουδήποτε ατόμου εμφανίζει συμπτώματα λοίμωξης αναπνευστικού
- Αποφυγή στενής επαφής, εφόσον αυτό είναι δυνατό, με οποιοδήποτε άτομο εμφανίζει συμπτώματα από το αναπνευστικό, όπως βήχα ή πταρμό (φτέρνισμα). Αυτό ιδιαίτερα ισχύει για τα άτομα που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες.
- Αποφυγή επαφής χεριών με τα μάτια, τη μύτη και το στόμα για τη μείωση του κινδύνου μόλυνσης.
- Σε βήχα ή φτέρνισμα, κάλυψη της μύτης και του στόματος με το μανίκι στο ύψος του αγκώνα ή με χαρτομάντιλο, απόρριψη του χρησιμοποιημένου χαρτομάντηλου στους κάδους απορριμμάτων και επιμελές πλύσιμο των χεριών.
- Τακτικό και επιμελές πλύσιμο των χεριών με υγρό σαπούνι και νερό, για τουλάχιστον 20’’, πριν τη λήψη τροφής και μετά την επίσκεψη στην τουαλέτα, και προσεκτικό στέγνωμα χεριών με χάρτινες χειροπετσέτες μιας χρήσης και απόρριψή τους στους κάδους απορριμμάτων.
- Εναλλακτικά του πλυσίματος χεριών, μπορεί να εφαρμοστεί καλό τρίψιμο των χεριών με αντισηπτικό αλκοολούχο διάλυμα ή χαρτομάντιλα με αλκοόλη.
O Αντώνης Δημητρακόπουλος είναι Διευθυντής της Γ΄ Παθολογικού Τμήματος & Πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής του Νοσοκομείου Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center.
Η Αθηνά Σούρδη είναι Παθολόγος – Λοιμωξιολόγος, Αναπλ. Διευθύντρια του Γ’ Παθολογικού Τμήματος & Πρόεδρος της Επιτροπής Λοιμώξεων του Νοσοκομείου Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center