| shutterstock
Θέματα

Οδεύουμε σε πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας;

Μπορεί κάποια μυθιστορήματα να προεξοφλούν πυρηνικό όλεθρο λόγω επικείμενης σινοαμερικανικής σύγκρουσης, όμως η αλήθεια είναι ότι το υβριδικό καθεστώς του Πεκίνου προς το παρόν εξαρτάται από την εισαγωγή τεχνολογίας αιχμής. Ποιος ο ρόλος της νήσου-κράτους των «εθνικιστών» Κινέζων
Protagon Team

Υφίσταται ή όχι η απειλή πυρηνικού πολέμου μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας; Πόσο απέχει από την πραγματικότητα η φαντασία του Τζέιμς Σταυρίδη; Πώς είπατε, ποιος είναι ο Τζέιμς Σταυρίδης; Ο ελληνοαμερικανός απόστρατος ναύαρχος, πρώην Ανώτατος Διοικητής του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, ο οποίος πλέον συγγράφει μυθιστορήματα. Και, ναι, στο βιβλίο του «2034», που συνυπογράφει και ο Ελιοτ Ακερμαν, περιγράφει πώς η ανθρωπότητα θα υποστεί τις συνέπειες ενός τέτοιου σινοαμερικανικού πολέμου σε 13 χρόνια από το κορονοϊκό σήμερα.

Οτι η Κίνα συμμαχεί σιωπηρώς με το Ιράν και τη Ρωσία όσο οι ναυμαχίες μαίνονται στα ανοιχτά της Ταϊβάν είναι μέρος του στόρι. Ομως, μήπως δεν είναι μόνο έμπνευση και οίστρος, και προς τα εκεί τελικά οδεύουμε (ή πλέουμε, καθ’ όσον μιλάμε για τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας).

Ο προβληματισμός του αρθρογράφου Τόμας Φρίντμαν στους New York Times δείχνει αυθεντικός, ότι πατάει πάνω σε αληθινή αγωνία. Το κείμενό του αυτό ακριβώς εξετάζει, αν τελικά θα δούμε (στιγμιαίως, έστω) τα «μανιτάρια» και πότε ακριβώς. Ωστόσο πρέπει να σημειώσουμε ότι ο ίδιος ο Φρίντμαν ομολογεί πως έγραψε το κομμάτι του συνεπαρμένος από την ανάγνωση του «2034». Ο Σταυρίδης πάντως, ευγενής και φιλόφρων, μέσω Twitter τον ευχαρίστησε για την τιμή.

Το άρθρο εξετάζει τα ρεαλιστικά δεδομένα: το Ουκρανικό, την 25ετή συμφωνία συνεργασίας Κίνας και Ιράν, τις κινεζικές προκλήσεις με στόχο την Ταϊβάν, τον απειλητικό βρυχηθμό της «ρωσικής αρκούδας». Ο Φρίντμαν λέει ότι μπορεί και να συζητάμε για «τη ζωή που μιμείται την τέχνη». Διαπιστώνει ότι το ειρηνικό διάλειμμα που ακολούθησε τις κοσμογονικές αλλαγές του 1989-1991 μάς τελείωσε από χρόνια: τώρα διανύουμε «πολύ πιο επικίνδυνη εποχή», και ο λόγος είναι ότι οι Ρωσία, Κίνα, Ιράν, πιεζόμενες από τη Δύση και από την ανάγκη αδιάλειπτης οικονομικής ανάπτυξης, εφαρμόζουν πολιτικές «επιθετικού υπερεθνικισμού».

Το εκρηκτικό κοκτέιλ αποτελείται και από δύο άλλα συστατικά: οι στρατιωτικές βιομηχανίες ανθούν στην παραπάνω τριάδα κρατών, ενώ η αμερικανική δημοκρατία υποχωρεί εξαιτίας ενός «εξουθενωτικού πολιτικού και πολιτισμικού εμφυλίου» που της αφαιρεί μέρος της δυνατότητας να είναι ο «παγκόσμιος σταθεροποιητής».

 

Κάνει αυτοκριτική ο Φρίντμαν. Πρώτον,  λέει ότι ήταν ανόητη η επέκταση του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη, διότι κατέστησε εχθρό τη μετακομμουνιστική Ρωσία, η οποία θα μπορούσε να είναι φίλη της Δύσης, «ένας πιθανός εταίρος». Εμμέσως παραδέχεται ότι η Δύση γέννησε, κατά κάποιον τρόπο, τον Πούτιν με τον «αντιδυτικό αυταρχισμό».

Δεύτερον, λέει ότι «αποδυναμώθηκε η εμπιστοσύνη του κόσμου στις ΗΠΑ» ύστερα από τις «αποτυχημένες παρεμβάσεις» στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, και ότι κατόπιν προσέθεσαν περισσότερη απογοήτευση η οικονομική κρίση του 2008 και η εξελισσόμενη κορονοϊκή πανδημία. Ωστόσο ο αρθρογράφος φρονεί ότι η Ρωσία και το Ιράν είναι διαχειρίσιμες υποθέσεις, «με τη βοήθεια των παραδοσιακών συμμάχων» και «με λογικό κόστος». Επομένως, το πρόβλημα είναι η Κίνα.

Επικεντρώνει, λοιπόν, στα μη διαχειρίσιμα: «Η Κίνα είναι πλέον ένας πραγματικός ανταγωνιστής σε στρατιωτικό, τεχνολογικό και οικονομικό επίπεδο, εκτός από έναν κρίσιμο τομέα: τον σχεδιασμό και την κατασκευή των πιο προηγμένων μικροεπεξεργαστών που αφορούν την τεχνητή νοημοσύνη, τη μηχανική μάθηση, την υψηλή υπολογιστική απόδοση, τα ηλεκτρικά οχήματα, τις τηλεπικοινωνίες». Σε αυτόν τον τομέα, της βιομηχανίας των μικροτσίπ, «η Κίνα απέτυχε». Απέτυχε μεν, «ωστόσο δίπλα της είναι ο μεγαλύτερος και πιο εξελιγμένος κατασκευαστής συμβατικών chip στον κόσμο, η Taiwan Semiconductor Manufacturing Company, η TSMC».

Τι εστί TSMC; «Σύμφωνα με το Κογκρέσο, είναι μία από τις τρεις εταιρείες παγκοσμίως που κατασκευάζουν τα πιο προηγμένα τσιπ ημιαγωγών – οι άλλες δύο είναι η Samsung και η Intel». Η Κίνα στερείται σε μεγάλο βαθμό αυτής της εμπειρογνωμοσύνης, λέει ο Φρίντμαν και υποστηρίζει την άποψη ότι «η αμερικανική κυβέρνηση έχει τη δύναμη» να επιβάλει στην TSMC απαγόρευση παραγωγής προηγμένων τσιπ για εξαγωγή σε κινεζικές εταιρείες. Η Κίνα, λέει ο αρθρογράφος, χρειάζεται τουλάχιστον μία δεκαετία για να απογαλακτιστεί από τις εισαγωγές, παρά το γεγονός ότι έχει διπλασιάσει την έρευνα στη Φυσική, στη Νανοτεχνολογία και τις σχετικές επιστήμες.

«Αυτός είναι ο λόγος που θέλει την Ταϊβάν πέρα από λόγους ιδεολογίας: θέλει να έχει στο τσεπάκι της την TSMC, για λόγους στρατηγικής. Και όσο οι ΗΠΑ είναι δεσμευμένες να διατηρούν την Ταϊβάν ανεξάρτητη δημοκρατία, είναι και δεσμευμένες να διασφαλίζουν ότι η TSMC δεν θα πέσει στα χέρια της Κίνας». Τέλος, ο Φρίντμαν εύχεται τα αυτονόητα: «Στο βιβλίο των Σταυρίδη και Ακερμαν, το πρώτο πράγμα που κάνει η Κίνα είναι να καταλάβει την Ταϊβάν. Ας φροντίσουμε ότι κάτι τέτοιο θα ισχύει μόνο για το μυθιστόρημα» γράφει…