Η Γκλέντα Τζάκσον, που πέθανε στα 87 της χρόνια στο σπίτι της στο Λονδίνο μετά από σύντομη ασθένεια, ήταν «εκνευριστική» και ως νέα, δεν χρειαζόταν να περιμένει μέχρι να γεράσει. Εκνευριστικά επίμονη, παθιασμένη και συνεπής προς τον εαυτό της και προς τους άλλους, εκνευριστικά δυσανεκτική και σε όσους δεν ήταν σαν εκείνη. Εξωφρενικά ταλαντούχα, εγωίστρια, δύστροπη αλλά και γοητευτική, υπήρξε μια γυναίκα που οι άνθρωποι συχνά αντιπαθούσαν, αλλά δεν μπορούσαν να μην εκτιμήσουν βαθιά.
«Μου αρέσει να παίρνω ρίσκα» είχε πει σε συνέντευξή της στους New York Times το 1971, «και θέλω αυτά τα ρίσκα να είναι μεγαλύτερα από τα όρια ενός οικοδομήματος φτιαγμένου μόνο για να διασκεδάζει».
Η Τζάκσον είχε ήδη ένα Οσκαρ (για την ερμηνεία της ως Γκούντρουν Μπράνγκγουεν στην ταινία «Women in Love» του 1969) όταν τα έλεγε αυτά, και πολλούς θεατρικούς ρόλους, που την είχαν κατατάξει στο πάνθεον των κορυφαίων ηθοποιών όχι μόνο της Βρετανίας, αλλά του πλανήτη. Η ίδια ήταν ανήσυχη, όμως. Θα περνούσαν 20 χρόνια και ακόμα ένα Οσκαρ (για τον ρόλο της Βίκι Αλέσιο στην ταινία «A Touch of Class» του 1973) πριν οι ανησυχίες της βρουν έκφραση σε έναν τελείως διαφορετικό στίβο, αυτόν της πολιτικής.
Η βασική διαφορά της Τζάκσον από τους πάμπολλους ηθοποιούς που μπαίνουν στην πολιτική είναι ότι εκείνη δεν μπήκε ξαφνικά ένα πρωί και με όπλο τη φήμη της. Ηταν πάντα πολιτικοποιημένη: γράφτηκε στο Εργατικό Κόμμα στα 15 της και ήταν ιδιαίτερα ενεργό μέλος. Κατά τη διάρκεια της θητείας της στη βρετανική Βουλή υπήρξε και υφυπουργός Μεταφορών για δύο χρόνια, ενώ έβαλε υποψηφιότητα και στις δημοτικές εκλογές, χάνοντας όμως τελικά τη θέση της δημάρχου του Λονδίνου.
Το 2015 δήλωσε ότι είναι πολύ μεγάλη για την πολιτική και επέστρεψε στην παλιά της καριέρα. Το 2016 προκάλεσε σοκ στους θεατρικούς κύκλους ερμηνεύοντας στο θέατρο τον Βασιλιά Λιρ. «Δεν ξέρω αν ήταν έπαρση εκ μέρους μου (να πάρω τον ρόλο) ή απλώς τρέλα» είχε πει τότε, συμπληρώνοντας ότι αυτό το έργο «είναι το σημαντικότερο που γράφτηκε ποτέ». Και ο ρόλος ένας από τους δυσκολότερους του διεθνούς ρεπερτορίου, πέρα από κάθε αμφιβολία. Οταν αποφάσισε να τον υποδυθεί, η Τζάκσον είχε 23 χρόνια να ανέβει στο σανίδι. Και θα έπαιζε στο Old Vic, μια από τις σπουδαιότερες θεατρικές σκηνές, με όλα τα βλέμματα στραμμένα επάνω της. «Μετά δυσκολίας αντιλαμβάνεσαι ότι είναι μια γυναίκα που υποδύεται έναν άνδρα» έγραψαν οι Times.
Η Γκλέντα Τζάκσον μεγάλωσε σε μια πολύ φτωχή οικογένεια, στα περίχωρα του Λίβερπουλ. Ο πατέρας της ήταν οικοδόμος και η μητέρα της καθαρίστρια, ενώ το σπίτι τους δεν διέθετε καν μπάνιο. Η τουαλέτα ήταν έξω και πλένονταν σε ένα βαρέλι. Η ίδια δεν εστίασε ποτέ στις δυσκολίες, αλλά σε κάτι άλλο: Οταν ο πατέρας της κατετάγη στο Ναυτικό, η ίδια ανέλαβε τον ρόλο του στο σπίτι. «Αυτό με έκανε φεμινίστρια και bossy» είχε πει. Ηταν επίσης πανέξυπνη και κέρδισε υποτροφία για ένα καλό γυμνάσιο, το οποίο εγκατέλειψε στα 16 της επειδή βαριόταν, ήταν δυστυχής και πολύ απείθαρχη.
Το 1954 κέρδισε μια άλλη υποτροφία, πολύ πιο σημαντική, για τη Βασιλική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών, στο Λονδίνο. Μαζί της ήταν ο Πίτερ Ο’Τουλ και ο Αλμπερτ Φίνεϊ, αμφότεροι παιδιά εργατικών οικογενειών που μπήκαν με το ίδιο πρόγραμμα. Και μπορεί η Ακαδημία να είχε αποφασίσει να ανεχτεί τις ταξικές διαφορές, αλλά δεν ίσχυε το ίδιο με τα κλασικά στερεότυπα. «Με τη δική σου εμφάνιση δύσκολα θα πάρεις κάποιον ρόλο πριν τα 40 σου», της είχε πει ο διευθυντής της σχολής, υπονοώντας ότι δεν ήταν αρκετά όμορφη.
Το 1958 παντρεύτηκε έναν νεαρό ηθοποιό, τον Ρόι Χότζες, και πέρασαν παρέα μερικά χρόνια ανεργίας και ακραίας φτώχειας. Η ίδια είχε παραδεχτεί ότι εκείνη την περίοδο έκλεβε από μαγαζιά τρόφιμα και άλλα αναγκαία για να επιβιώσουν.
Ολα αυτά ως το 1964, όταν πέρασε από ακρόαση για τον θίασο που έστηνε ο Πίτερ Μπρουκ. «Ηταν μια πολύ παράξενη φιγούρα», είχε πει αργότερα εκείνος. «Κακοντυμένη, με ένα ύφος λες και μισούσε τα πάντα και τους πάντες, ντροπαλή αλλά επιθετική». Οταν η Τζάκσον ανέβηκε στη σκηνή, όμως, ο Μπρουκ «έμεινε να την κοιτάζει σαν υπνωτισμένος».
Ο πρώτος της αυτός σημαντικός ρόλος, της Σαρλότ Κορνέ, της γυναίκας που δολοφόνησε τον Μαρά στο έργο «Η καταδίωξη και η Δολοφονία του Μαρά, όπως Εκτελέστηκε από τους Τροφίμους του Ασύλου της Σαρεντόν, υπό τις Οδηγίες του Μαρκησίου ΝτεΣαντ», της χάρισε μια υποψηφιότητα για βραβείο Τόνι όταν παίχτηκε τον επόμενο χρόνο στο Μπρόντγουεϊ.
Εμεινε τρία χρόνια με τον θίασο του Μπρουκ και έφυγε με τις χειρότερες αναμνήσεις. «Δεν είμαι φτιαγμένη για θιάσους» είπε αργότερα. Η αποχώρησή της από τον θίασο του Μπρουκ συνδέθηκε με τη φήμη πως ήταν «πολύ στριφνή και δύσκολη στη συνεργασία». Και ήταν, πράγματι.
Σνομπάριζε θανατηφόρα τους ηθοποιούς που θεωρούσε ότι δεν ήταν αρκετά «ταγμένοι» στη δουλειά, τσακωνόταν με τους σκηνοθέτες, εκνεύριζε τους πάντες στα παρασκήνια και όλοι τη θεωρούσαν πολύ εγωίστρια και επηρμένη. Ο Γκάρι Ολντμαν, που συνεργάστηκε μαζί της στο θέατρο το 1982, την αποκάλεσε «εφιαλτική».
Η ίδια, πάντως, σιχανόταν το Χόλιγουντ και δεν παρέστη σε καμία από τις δύο τελετές στις οποίες τιμήθηκε με Οσκαρ. Αυτό που την ενδιέφερε ήταν «να μπαίνει στους ρόλους της» με μια εμμονική ακρίβεια. Για τον ρόλο της ως Ελισάβετ Α’ στη μίνι σειρά του BBC «Elizabeth R» του 1971 έμαθε να ιππεύει όπως οι γυναίκες της εποχής, εξασκήθηκε στην τοξοβολία και την καλλιγραφία, ενώ ξύρισε και το κεφάλι της. Τα βραβεία την άφηναν αδιάφορη, τα χρήματα εξίσου.
Από ένα σημείο και μετά, η κινηματογραφική της καριέρα έπαψε να είναι τόσο επιτυχημένη (αντίθετα με όσα είχε προβλέψει ο διευθυντής της), κάτι που η ίδια κατάλαβε αμέσως. Αποκαλούσε τις ερμηνείες της «απαίσιες» και «φρικαλέες». Κάπως έτσι αποφάσισε να αφήσει την υποκριτική πριν την αφήσει εκείνη. Ανακοινώνοντας την υποψηφιότητά της για το βρετανικό κοινοβούλιο, είχε πει: «Τι να κάτσω να κάνω στο θέατρο; Να παίζω τη νοσοκόμα στο “Ρωμαίος και Ιουλιέτα”;»
Οπως συνήθως, μπήκε με εμμονή και λυσσαλέο πείσμα στον νέο της ρόλο – ο οποίος ήταν να μισεί τους Συντηρητικούς και ιδιαίτερα «αυτή τη φριχτή γυναίκα, τη Μάργκαρετ Θάτσερ».
Στο κοινοβούλιο ασχολήθηκε κυρίως με το κράτος πρόνοιας (που ήθελε να διαλύσει «αυτή η φριχτή γυναίκα»), τα δικαιώματα των γυναικών, τους άστεγους και τις μεταφορές. Αντέδρασε σθεναρά στη συμμετοχή της Βρετανίας στον πόλεμο του Ιράκ, εξέφρασε «βαθιά ντροπή» και απέτησε την παραίτηση του πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ.
Μετά το διαζύγιό της, το 1976, έζησε με τον μοναχογιό της, τον δημοσιογράφο Νταν Χότζες. Οταν εκείνος της είπε ότι πιθανώς να εργαζόταν για μια συντηρητική εφημερίδα, εκείνη του απάντησε πως η ίδια θα μεταναστεύσει από τη χώρα. Χρησιμοποιούσε πάντα τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και είχε κυριολεκτικά πετάξει τα Οσκαρ στο πατάρι της.
Μετά το διαζύγιό της δεν έκανε κανέναν δεσμό. Οταν τη ρωτούσαν γιατί δεν ξαναπαντρεύτηκε, απαντούσε: «Οι άνδρες χρειάζονται τρομερά πολλή δουλειά και η ανταμοιβή είναι πολύ μικρή». Ηταν μια απάντηση πολύ συνεπής προς αυτό που υπήρξε η ίδια: ένας απίστευτα αυτάρκης και υπερήφανος άνθρωπος.