Η φυλακή Σεντνάγια είναι μια σκοτεινή πτυχή της φρίκης του καθεστώτος Ασαντ. Η άλλη βρίσκεται σε μια ηλιόλουστη, γυμνή πλαγιά που βλέπει τη Δαμασκό από τα βόρεια. Εκεί, δίπλα στα χωριά Μπαρζέχ και Τζαμράγια, βρίσκονται οι δίδυμες εγκαταστάσεις του προγράμματος χημικών όπλων του Ασαντ, που διοικούνται από έναν φορέα με τον αθώο τίτλο «Κέντρο Επιστημονικών Μελετών και Ερευνας της Συρίας».
Για χρόνια, γράφουν οι Times, συχνά υπό τις οδηγίες ειδικών από την πρώην Σοβιετική Ενωση, οι χιλιάδες υπάλληλοι του Κέντρου παρασκεύαζαν αποθέματα πρόδρομων ουσιών σαρίν, χλωρίου και αερίου μουστάρδας. Ανέπτυξαν επίσης εγχώριους πυραύλους για την εκτόξευση των αερίων.
Οι άνθρωποι που εργάζονταν εκεί πίστευαν ότι ο στόχος του χημικού πολέμου θα ήταν το Ισραήλ…
Η φρίκη του σαρίν
Η αλήθεια αποκαλύφθηκε όταν ο στρατός του καθεστώτος απέτυχε να ανακτήσει τον έλεγχο της Ανατολικής Γούτα –η αραβική λέξη για τον «κήπο»–, μιας περιοχής που περιλαμβάνει τα προάστια της Δαμασκού Ζαμάλκα, Αϊν Τάρμα και Τζομπάρ.
«Ξύπνησα από φωνές και κραυγές», είπε στους Times ο γιατρός Ναμπίλ Γκρα, φέρνοντας στον νου του τα γεγονότα της 21ης Αυγούστου 2013. Εχει περάσει πάνω από μια δεκαετία, αλλά οι μνήμες πολλών επιζώντων είναι ακόμη ολοζώντανες. «Φώναζαν “χημικά, χημικά”». Η γυναίκα του Γκρα τον έσυρε από το κρεβάτι και μαζί με τα παιδιά τους πήγαν στο κλιμακοστάσιο. «Ημουν ο πρώτος που κατέρρευσα και έχασα τις αισθήσεις μου», θυμάται.
Οταν ξύπνησε, 17 ώρες αργότερα, ήταν πολύ θολωμένος. Την επομένη κατάλαβε ότι η σύζυγός του είχε επίσης καταρρεύσει, όπως και τα παιδιά τους. Οταν βρέθηκαν στο νοσοκομείο, πέντε από τα παιδιά ήταν νεκρά. Η σύζυγός του συνερχόταν και η δεύτερη μεγαλύτερη κόρη τους, η 14χρονη Μπατούλ, βρισκόταν σε μηχανική υποστήριξη. Τελικά ανάρρωσε.
Οταν ο Γκρα ανέκτησε πλήρως τις αισθήσεις του, τα παιδιά του είχαν ταφεί σε έναν ομαδικό τάφο, στη Ζαμάλκα…
Σύντομα έγινε σαφές ότι τα παιδιά του ήταν μεταξύ των τουλάχιστον 1.400 θυμάτων της χειρότερης επίθεσης με χημικά όπλα του 21ου αιώνα. Τουλάχιστον οκτώ πύραυλοι που περιείχαν αέριο σαρίν είχαν πέσει στη Ζαμάλκα και την Αϊν Τάρμα και άλλοι επτά στο νοτιοδυτικό προάστιο Μοανταμίγιε.
«Ηταν σαν μια βαριά ομίχλη», είπε στους Times ο 63χρονος Μοχάμεντ Νατζι Αλ Ναντάφ, που θυμάται ότι τον ξύπνησε ο γιος του με τα μάτια του να τρέχουν. Βγήκαν στον δρόμο. «Μόλις που μπορούσαμε να διακρίνουμε πού πηγαίναμε», θυμάται.
Ολόκληρες οικογένειες πέθαναν εκείνη τη νύχτα. Μια από αυτές ήταν οι Χασρουμέ, που έχασαν τριάντα πέντε μέλη τους. Πολλοί έκαναν το λάθος να προσπάθησαν να κατέβουν στον δρόμο, τρέχοντας μέσα στις αναθυμιάσεις, όπως και κάποιοι διασώστες, που επίσης υπέκυψαν. Τα πτώματα παρέμειναν στον δρόμο…
Μέχρι το πρωί, συνεχίζουν οι Times, σειρές από πτώματα είχαν παραταχθεί στο νοσοκομείο και οι ανατριχιαστικές εικόνες είχαν αρχίσει να διαδίδονται σε όλο τον κόσμο.
Ο Ομπάμα και οι άλλοι
Ο τότε αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα είχε πει, όταν πιέστηκε σε συνέντευξή του να απαντήσει τι θα μπορούσε να προκαλέσει μια απόφαση άμεσης επέμβασης στη συριακή σύγκρουση, ότι η χρήση χημικών όπλων από το καθεστώς ήταν μια τέτοια «κόκκινη γραμμή».
Κατά κάποιον τρόπο, ήταν μια ανειλικρινής δήλωση. Οι ΗΠΑ είχαν ήδη εμπλακεί: Ο Ομπάμα είχε ανακοινώσει τον Ιούνιο του ίδιου έτους ότι «επιλεγμένες» ομάδες ανταρτών θα εξοπλίζονταν με αντιαρματικούς πυραύλους για να κρατήσουν υπό έλεγχο τις δυνάμεις του καθεστώτος.
Αυτή η απόφαση εξέφραζε με λόγια αυτό που είχε ήδη συμβεί. Υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, τα συμμαχικά κράτη του Κόλπου είχαν ήδη παράσχει αντιαρματικούς πυραύλους υψηλής τεχνολογίας και άλλα όπλα, με τα οποία οι αντάρτες απέκρουαν επιθέσεις στο Χαλέπι.
Από την άλλη πλευρά, ήταν σαφές ότι ο Ομπάμα, ο οποίος είχε εκλεγεί απορρίπτοντας τις πολιτικές «αλλαγής καθεστώτος» της εποχής Μπους, δεν είχε καμία πρόθεση να ξεκινήσει έναν μεγάλο πόλεμο.
Υπήρχαν προτάσεις για χτυπήματα σε συριακούς στόχους, σύμφωνα με τους Times, συμπεριλαμβανομένων πιθανώς εγκαταστάσεων χημικών όπλων όπως η Τζαμράγια και η Μπαρζέχ. Οι ΗΠΑ, η Γαλλία και η Βρετανία, οι οποίες είχαν ηγηθεί μιας επέμβασης του ΝΑΤΟ στη Λιβύη δύο χρόνια νωρίτερα, και είχαν αρχίσει να συζητούν τι να κάνουν στη συνέχεια.
Ταυτόχρονα, η Συρία, η Ρωσία είχαν αρχίσει να προωθούν διάφορες θεωρίες, υποστηρίζοντας εναλλάξ ότι η επίθεση δεν είχε πραγματοποιηθεί ή ότι υπεύθυνοι για αυτήν ήταν οι αντάρτες. Αυτά τα αφηγήματα εξαπλώθηκαν ευρέως στα κοινωνικά δίκτυα και σε ορισμένους κύκλους έγιναν σχεδόν αποδεκτή αλήθεια.
Οσοι έζησαντις επιθέσεις (και επέζησαν), διηγούνται μια εντελώς διαφορετική ιστορία. «Πώς θα μπορούσε να είναι αλήθεια;» είπε ανωνύμως στους Times ένας 64χρονος μηχανικός ηλεκτρονικών που εργαζόταν στο εργοστάσιο της Τζαμράγια.
Μόνο οι άμεσα εμπλεκόμενοι στην παραγωγή επιτρεπόταν να κινηθούν μέσα ή κοντά στις εγκαταστάσεις παραγωγής χημικών, εξήγησε. Ο ίδιος ήξερε αρκετά για τους πυραύλους. «Πώς θα μπορούσαν οι αντάρτες να είχαν αναπτύξει ένα τέτοιο πρόγραμμα;», αναρωτήθηκε.
Το σαρίν δεν αποθηκεύεται ως αέριο. Είναι τόσο ασταθές, που οι πρόδρομες χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή του αποθηκεύονται και στη συνέχεια προετοιμάζονται για χρήση πριν φορτωθούν σε ειδικά προσαρμοσμένους πυραύλους. Ηταν μια πολύ επικίνδυνη δουλειά. Σύμφωνα με μια αναφορά, μερικοί άντρες που εργάζονταν στη μονάδα χημικών όπλων του καθεστώτος πέθαναν υπό ανεξήγητες συνθήκες τις ημέρες πριν από την επίθεση, πιθανώς κατά την προετοιμασία της.
Οι δύο τύποι ειδικών πυραύλων, ένας M-14 σοβιετικής παραγωγής και ένας εγχώριας παραγωγής, γνωστός ως Volcano, δεν έχουν βρεθεί ποτέ παρά μόνο στα χέρια των δυνάμεων του καθεστώτος. Οι αντάρτες δεν είχαν τίποτα περισσότερο από Καλάσνικοφ και εκτοξευτές ρουκετοβομβίδων.
Μέχρι εκείνο το σημείο, το καθεστώς δεν είχε παραδεχτεί ποτέ ότι είχε στην κατοχή του όπλα μαζικής καταστροφής. Πολλοί από αυτούς που υποστήριξαν την ιδέα ότι το καθεστώς «στοχοποιείται άδικα» έκαναν συγκρίσεις με τις κατηγορίες που διατυπώθηκαν για το Ιράκ του Σαντάμ Χουσεΐν, ενόψει της εισβολής του 2003.
Περιέργως, τέτοιοι ισχυρισμοί συνεχίστηκαν ακόμη και όταν ο Σεργκέι Λαβρόφ, ο ρώσος υπουργός Εξωτερικών ο οποίος ήταν μεταξύ εκείνων που αρνήθηκαν την ευθύνη του καθεστώτος Ασαντ για τις επιθέσεις, διαπραγματεύτηκε μια συμφωνία βάσει της οποίας οι ΗΠΑ θα απείχαν από τιμωρητικούς βομβαρδισμούς εάν η Συρία παραιτείτο από τα αποθέματά χημικών όπλων που είχε στη διάθεσή της.
Αυτή η συμφωνία δεν τελείωσε το χημικό πρόγραμμα, επισημαίνουν οι Times. «Η δουλειά συνεχίστηκε, το ξέραμε», είπε ο μηχανικός.
Το ίδιο και οι επιθέσεις. Ενας άλλος πύραυλος γεμάτος σαρίν σκότωσε δεκάδες ανθρώπους στο Καν Σεϊκούν, κοντά στη Χάμα, το 2017. Εναν χρόνο αργότερα, δύο δοχεία γεμάτα χλώριο προσγειώθηκαν στη Ντούμα, επίσης στην Ανατολική Γούτα, ακριβώς τη στιγμή που το καθεστώς πραγματοποιούσε επίθεση σε έναν από τους τελευταίους ανταρτικούς θύλακες.
Αυτό πυροδότησε μια καταιγίδα θεωριών συνωμοσίας, κυρίως ότι οι θάνατοι 42 κατοίκων στη Ντούμα ήταν ψεύτικοι και ότι οι φωτογραφίες με δοχεία χλωρίου ήταν στημένες.
«Οι ήχοι του βομβαρδισμού ακούγονταν όλη την ημέρα», είπε στους Times ο 50χρονος Μετζέντ Ντιάμπ, μηχανικός αυτοκινήτων που ζούσε εκεί κοντά. «Τα αδέλφια μου με φώναξαν να πάω, όλοι στην οικογένειά τους ήταν νεκροί». Ετρεξε στο σπίτι, που μύριζε χλώριο, για να βρει τα παραμορφωμένα πτώματα των ανιψιών του στο κλιμακοστάσιο. «Οταν αγκάλιασα τον αδελφό μου, το δέρμα του διαλύονταν στα χέρια μου…».
Η αντίστροφη μέτρηση
Οι επιθέσεις στη Γούτα και στην Ντούμα απεδείχθησαν, εκ των υστέρων, σημεία καμπής στον πόλεμο, και φαίνεται πως συνέβαλαν στην πτώση του Ασαντ αυτόν τον μήνα.
Η υποχώρηση του Ομπάμα και της Βρετανίας, το κοινοβούλιο της οποίας καταψήφισε την επέμβαση εναντίον του συριακού καθεστώτος, επέτρεψε στον Ασαντ και τη Ρωσία να ανακτήσουν την πρωτοβουλία. Τρία χρόνια αργότερα, όταν οι αντάρτες αποχώρησαν από το Χαλέπι, η σύγκρουση φαινόταν να έχει τελειώσει.
Η συνειδητοποίηση ότι η Δύση δεν επρόκειτο να βοηθήσει τους αντάρτες ενδυνάμωσε περαιτέρω ριζοσπαστικές τζιχαντιστικές φατρίες, συμπεριλαμβανομένου του Ισλαμικού Κράτους και του Μετώπου Νούσρα, με τον ηγέτη του τελευταίου, Μοχάμεντ αλ Τζολάνι, να γίνεται ο κυρίαρχος παίκτης από την πλευρά των ανταρτών.
Αλλά αν η Γούτα έφερε κοντά τον Ασαντ και τον Πούτιν, ο βομβαρδισμός του Χαν Σεϊχούν και της Ντούμα, παρά τις διαμάχες σχετικά με το «ποιος το έκανε», έβαλε στο παιχνίδι έναν νέο και πολύ απρόβλεπτο παράγοντα: τον Ντόναλντ Τραμπ.
Ο Τραμπ είχε κερδίσει την προεδρία εν μέρει με την υπόσχεση ότι θα θέσει την Αμερική πάνω από όλα. Ομως, σε αντίθεση με τον Ομπάμα, έδειξε προθυμία να δράσει, διατάζοντας επιδρομές αντιποίνων μετά τις δύο χημικές επιθέσεις, σε συντονισμό με τη Βρετανία. Εθεσε, έτσι, το πρότυπο για την πολιτική Τραμπ στη Μέση Ανατολή: δεσμεύσεις για μη παρέμβαση και μετά παρέμβαση.
Τον Ιανουάριο του 2020, διέταξε τη δολοφονία του ιρανού στρατηγού, Κασέμ Σουλεϊμανί, ενδιάμεσο μεταξύ της Τεχεράνης, της Χεζμπολάχ και του Ασαντ. Ξαφνικά, ο Πούτιν, ο οποίος φυσικά ήξερε από τότε τι είχε κάνει ο Ασαντ το 2013, βρέθηκε αντιμέτωπος με τη διαχείριση ενός απρόβλεπτου αμερικανού προέδρου από τη μία και ενός μη ελεγχόμενου σύρου ηγέτη από την άλλη.
Αυτόν τον μήνα, γράφουν οι Times, ο Πούτιν φαίνεται να έχει συνειδητοποιήσει ότι ο Ασαντ δεν μπορούσε να συνεχίσει άλλο. Η Συρία ήταν μια μαύρη τρύπα, η Ντούμα, η Ζαμάλκα, η Αϊν Τάρμα εξακολουθούν να στοιχειώνουν τη χώρα, ενώ ο Ασαντ έστελνε μεγάλα ποσά από τα χρήματα του καθεστώτος στη Μόσχα.
Τόσο τα θύματα όσο και οι εργαζ’ομενοι στις εγκαταστάσεις της Τζαμράγια και της Μπαρζέχ, που τώρα βομβαρδίστηκαν από τους Ισραηλινούς, αναρωτιούνται τι θα τους συμβεί στη συνέχεια.
Ο ηλεκτρονικός μηχανικός της Τζαμράγια είπε ότι θα είχε εγκαταλείψει τη δουλειά του το 2013, μαζί με τους περισσότερους συναδέλφους του, αν δεν φοβόντουσαν αντίποινα. «Θα με είχαν βάλει στα υπόγεια», είπε.
Οι φίλοι του που δούλευαν στα χημικά είναι τώρα τρομοκρατημένοι. Αλλά κανένας από αυτούς δεν ήταν συνένοχος σε αυτό που συνέβη, κατά την άποψή του. «Πάντα πιστεύαμε ότι αυτά τα όπλα θα χρησιμοποιηθούν στο Ισραήλ», είπε. «Ποτέ δεν σκεφτήκαμε ότι θα χρησιμοποιηθούν εναντίον του λαού μας».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News