Πριν από περίπου τρεις εβδομάδες ο Χένρι Κίσινγκερ γιόρτασε τα 99α γενέθλιά του. Γεννήθηκε την 27η Μαΐου του 1923 στη Γερμανία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Οταν ανήλθε ο Χίτλερ στην εξουσία δεν ήταν καν δέκα χρόνων ενώ ήταν μόλις δεκαπέντε όταν ο ίδιος και η οικογένειά του έφτασαν ως πρόσφυγες στη Νέα Υόρκη.
«Εξίσου τρόπον τινά εντυπωσιακό είναι και το γεγονός ότι αυτός ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ και γίγαντας της γεωπολιτικής εγκατέλειψε τη θέση του πριν από σαράντα πέντε χρόνια», αναφέρει σε κείμενό του στους λονδρέζικους Times ο Νάιαλ Φέργκιουσον. Σύμφωνα με τον κορυφαίο βρετανό ιστορικό, παρότι διανύει το εκατοστό έτος της ζωής του, ο Χένρι Κίσινγκερ διατηρεί στο ακέραιο την οξυδέρκεια που τον κατέστησε πριν από πολλά χρόνια θρύλο της εξωτερικής πολιτικής.
Προς επίρρωση του ισχυρισμού του o Φέργκιουσον αναφέρει ενδεικτικά πως το διάστημα που εκείνος έγραφε τον δεύτερο τόμο της βιογραφίας του εμβληματικού αμερικανού διπλωμάτη (θα κυκλοφορήσει το 2023), ο Κίσινγκερ εξέδωσε «όχι ένα αλλά δύο βιβλία». Το πρώτο αποτελεί μια πραγματεία για την τεχνητή νοημοσύνη την οποία ο Κίσινγκερ έγραψε από κοινού με τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της Google, Ερικ Σμιντ, και τον ειδικό στην επιστήμη των υπολογιστών Ντάνιελ Χάτενλοκερ ενώ το δεύτερο είναι μια συλλογή από έξι βιογραφικές μελέτες περιπτώσεων (case studies) όσον αφορά την ηγεσία.
Γηραιός αλλά πάντα οξύνους
Πρόσφατα ο Νάιαλ Φέργκιουσον είχε την ευκαιρία να επισκεφτεί τον Χένρι Κίσινγκερ στο καταφύγιό του, στα δάση του Κονέκτικατ, όπου ζει κυρίως, μαζί με τη σύζυγό του Νάνσι, από τότε που ξέσπασε η πανδημία. Παρόλο που βαδίζει με μπαστούνι, φοράει ακουστικό βαρηκοΐας και μιλάει πιο αργά σε σχέση με το παρελθόν, εξακολουθεί να είναι οξύνους τόσο όσο ήταν ανέκαθεν. Και το ότι το επισημαίνει αυτό ένας κορυφαίος σύγχρονος ακαδημαϊκός, από τους πιο ανανεωτικούς ιστορικούς της εποχής μας (τα περισσότερα από τα έργα του έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά) έχει ιδιαίτερη σημασία.
Ο Χένρι Κίσινγκερ εξακολουθεί επίσης να είναι σε θέση να προκαλεί (και να εξοργίζει) με τις όποιες απόψεις του, τόσο τη συντηρητική Δεξιά όσο και τη φιλελεύθερη Αριστερά, και απόδειξη αποτελεί ο σύντομος λόγος που εκφώνησε στο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός τον προηγούμενο μήνα.
Τον κατηγόρησαν ότι υποστήριξε πως η Ουκρανία πρέπει να παραχωρήσει εδάφη στη Ρωσία, ούτως ώστε να τερματιστεί ο πόλεμος, θυμίζει ο Φέργκιουσον. Αλλά στην πραγματικότητα εκείνος ανέφερε πως στο πλαίσιο διαπραγμάτευσης μιας ειρηνευτικής συμφωνίας, «η διαχωριστική γραμμή (μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας) θα πρέπει να είναι η επιστροφή στο status quo ante», δηλαδή στο προηγούμενο καθεστώς που ντε φάκτο ίσχυε έως την 24η Φεβρουαρίου, στην κατάσταση όπως είχε διαμορφωθεί ήδη από το 2014, με τμήματα του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ να ελέγχονται από τους φιλορώσους αυτονομιστές και την Κριμαία να ανήκει στη Ρωσία.
Βάση της συζήτησης των δύο ανδρών κατά την πρόσφατη συνάντησή τους αποτέλεσε το «Leadership», το βιβλίο του Κίσινγκερ για την ηγεσία (θα κυκλοφορήσει στο τέλος του μήνα). Στις σελίδες του ο πολύπειρος διπλωμάτης αναλύει την έννοια της ηγεσίας, εστιάζοντας την προσοχή του σε έξι ηγετικές προσωπικότητες του περασμένου αιώνα: στον Κόνραντ Αντενάουερ, στον Σαρλ Ντε Γκολ, στον Ρίτσαρντ Νίξον, στον Ανουάρ Σαντάτ, στον Λι Κουάν Γιου (τον πρώτο πρωθυπουργό της Σιγκαπούρης) και στην Μάργκαρετ Θάτσερ.
«Ηγετική φυσιογνωμία» ο Ζελένσκι
Αφού εξήγησε στον Φέργκιουσον τους λόγους για τους οποίους επέλεξε να συμπεριλάβει τον Νίξον σε ένα βιβλίο για την ηγεσία (ήθελε να τερματίσει τον πόλεμο στο Βιετνάμ με έντιμους όρους, να δώσει νέα στρατηγική κατεύθυνση στο ΝΑΤΟ, να ανοιχτεί στην Κίνα και, κυρίως, να αποφύγει μια πυρηνική σύγκρουση με την ΕΣΣΔ) ο Κίσινγκερ κατέθεσε την άποψή του όσον αφορά την κατεξοχήν ηγετική προσωπικότητα των τελευταίων σχεδόν τεσσάρων μηνών, τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ζελένσκι έχει ήδη επιτελέσει ιστορικό έργο», παραδέχτηκε. «Ηταν ένας τυχαίος πρόεδρος που εκλέχτηκε εξαιτίας της απογοήτευσης με την εσωτερική πολιτική. Και στη συνέχεια ήρθε αντιμέτωπος με την απόπειρα της Ρωσίας να επαναφέρει την Ουκρανία σε μια εξαρτημένη και υποδεέστερη θέση. Και έχει συσπειρώσει τη χώρα του και την παγκόσμια κοινή γνώμη με έναν ιστορικό τρόπο. Αυτό είναι το μεγάλο του επίτευγμα», πρόσθεσε ο Κίσινγκερ.
Το ερώτημα, ωστόσο, όσον αφορά το κατά πόσο είναι ικανός ο ουκρανός πρόεδρος να διαπραγματευτεί μια ειρηνευτική συμφωνία, ειδικά εάν χρειαστεί να προβεί σε παραχωρήσεις, παραμένει αναπάντητο, όπως υπογραμμίζει ο Φέργκιουσον στο κείμενό του.
Σχετικά με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, τον οποίο συνάντησε πολλές φορές κατά το παρελθόν, ο Κίσινγκερ σημείωσε καταρχάς πως τον θεωρούσε «στοχαστικό αναλυτή» σύμφωνα με τον οποίο η Ρωσία αποτελεί «ένα είδος μυστικιστικής οντότητας που παρέμεινε ενωμένη κατά μήκος έντεκα ζωνών ώρας μέσω ενός είδους πνευματικής προσπάθειας. Και σε αυτό το πλαίσιο η Ουκρανία διαδραμάτισε έναν ιδιαίτερο ρόλο, Οι Σουηδοί, οι Γάλλοι και οι Γερμανοί διέσχισαν αυτά τα εδάφη (όταν εισέβαλαν στη Ρωσία) και ηττήθηκαν εν μέρει και γιατί είχαν εξαντληθεί εκεί. Αυτή είναι η άποψη του Πούτιν».
Η οποία, όμως, δεν συνάδει με τις περιόδους της ουκρανικής ιστορίας που διαφοροποίησαν τη χώρα από τη ρωσική αυτοκρατορία. Σύμφωνα με τον κατεξοχήν βετεράνο της αμερικανικής διπλωματίας το πρόβλημα του Πούτιν είναι ότι «ηγείται μιας χώρας σε παρακμή» ενώ φαίνεται πως «απώλεσε την αίσθηση του μέτρου σε αυτήν την κρίση», οπότε δεν υπάρχει «καμιά δικαιολογία» για όλα όσα έκανε φέτος.
Η φινλανδοποίηση και το ΝΑΤΟ
Το 2014, την περίοδο της προσάρτησης της Κριμαίας στη Ρωσία, ο Κίσινγκερ είχε γράψει ένα άρθρο επιχειρηματολογώντας κατά της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και προτείνοντας να καταστεί η χώρα ουδέτερη κατά το πρότυπο της Φινλανδίας. Σήμερα, έπειτα από μία οκταετία, είναι η Φινλανδία αυτή που προτείνει να ενταχθεί στη Βορειοατλαντική Συμμαχία, μαζί με τη Σουηδία.
«Το ΝΑΤΟ ήταν η σωστή συμμαχία για την αντιμετώπιση της Ρωσίας όταν αυτή αποτελούσε την κύρια απειλή για την παγκόσμια ειρήνη. Και το ΝΑΤΟ έχει εξελιχθεί σε έναν θεσμό που αντανακλά την ευρωπαϊκή και αμερικανική συνεργασία με σχεδόν μοναδικό τρόπο. Είναι λοιπόν σημαντικό να διατηρηθεί», σημείωσε ο Κίσινγκερ, σχολιάζοντας τη διαφαινόμενη, εκτός απροόπτου, διεύρυνση της συμμαχίας.
Αλλά είναι σημαντικό επίσης «να αναγνωρίσουμε ότι τα μεγάλα ζητήματα θα τεθούν στο πλαίσιο των σχέσεων της Μέσης Ανατολής και της Ασίας με την Ευρώπη και την Αμερική. Και το ΝΑΤΟ σε σχέση με αυτό είναι ένας θεσμός του οποίου οι συνιστώσες δεν έχουν απαραίτητα ίδιες απόψεις. Συσπειρώθηκαν γύρω από την Ουκρανία γιατί θυμήθηκαν (παλιότερες) απειλές και τα κατάφεραν πολύ καλά, και υποστηρίζω αυτό που έκαναν», συμπλήρωσε.
Αναφορικά με το πώς θα μπορούσε να τερματιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, «στο τέλος του πρέπει να βρεθεί μια θέση για την Ουκρανία και μια θέση για τη Ρωσία — εάν δεν θέλουμε η Ρωσία να καταστεί προκεχωρημένο φυλάκιο της Κίνας στην Ευρώπη», προειδοποίησε ο Κίσινγκερ.
ΗΠΑ και Κίνα
Οσον αφορά τον δεύτερο Ψυχρό Πόλεμο «δύο χώρες ικανές να κυριαρχήσουν στον κόσμο», οι ΗΠΑ και η Κίνα, «αλληλοαντιμετωπίζονται ως τελικές διεκδικήτριες. Διέπονται από εσωτερικά καθεστώτα που δεν είναι συμβατά μεταξύ τους. Και αυτό συμβαίνει την ώρα που η τεχνολογία συνεπάγεται ότι ένας πόλεμος θα επέφερε οπισθοδρόμηση του πολιτισμού, εάν όχι την καταστροφή του», υπογράμμισε.
Αυτό σημαίνει ότι αυτός ο δεύτερος Ψυχρός Πόλεμος είναι εν δυνάμει ακόμη πιο επικίνδυνος από τον πρώτο, καταρχάς γιατί αμφότερες οι υπερδυνάμεις είναι εξίσου ισχυρές όχι μόνον στρατιωτικά αλλά και οικονομικά (ενώ κατά τον πρώτο ψυχρό πόλεμο οι ΗΠΑ υπερτερούσαν πάντα οικονομικά) ενώ οι εν δυνάμει καταστροφικές τεχνολογίες έχουν καταστεί ακόμη πιο απειλητικές, ειδικά μετά τη γενίκευση της χρήσης συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης.
Επιπρόσθετα δεν υπάρχει, πλέον, καμιά αμφιβολία ότι οι ΗΠΑ και η Κίνα είναι αντίπαλες χώρες. «Το να αναμένεται να δυτικοποιηθεί η Κίνα» δεν είναι πλέον μια εύλογη στρατηγική. Ο Κίσινγκερ δεν πιστεύει πως στόχος της Κίνας είναι η παγκόσμια κυριαρχία, «αλλά θα μπορούσε να καταστεί τόσο ισχυρή. Και αυτό δεν είναι προς το συμφέρον μας».
Εντούτοις οι δύο υπερδυνάμεις «έχουν μια ελάχιστη κοινή υποχρέωση να αποτρέψουν» μια καταστροφική σύρραξη. Για αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικός ο διάλογος μεταξύ των δύο πλευρών. Ο οποίος, ωστόσο, έχει σταματήσει. «Αυτό με ανησυχεί περισσότερο όσον αφορά το πού οδεύουμε. Και άλλες χώρες θα αποπειραθούν να εκμεταλλευτούν αυτήν την αντιπαλότητα, δίχως να κατανοούν τις ιδιαίτερες πτυχές της. Οπότε εισερχόμαστε σε μια πολύ δύσκολη περίοδο», είπε ο Κίσινγκερ.