Την περασμένη Δευτέρα ανακοινώθηκε ότι ένα μωρό παιδί, που εντοπίστηκε νεκρό πριν από περισσότερο από έξι μήνες στις ακτές της νοτιοδυτικής Νορβηγίας, ονομαζόταν Αρτίν Νεζχάντ. Εχασε τη ζωή του, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του, στα τέλη του περασμένου Οκτωβρίου, στη Μάγχη, αρκετές εβδομάδες πριν το ξεβράσει η θάλασσα νεκρό. Η νορβηγική αστυνομία κατάφερε να διαλευκάνει το μυστήριο χάρη στο φορμάκι που φορούσε, χρώματος μπλε με άσπρες ραφές.
Ο μικρός Αρτίν είχε φωτογραφηθεί, φορώντας το ίδιο ρούχο, σε έναν προσφυγικό καταυλισμό στο Καλαί, λίγο πριν επιβιβαστεί, μαζί με τη οικογένειά του, σε μία βάρκα με προορισμό τις βρετανικές ακτές. Το σκάφος, ωστόσο, στο οποίο επέβαιναν τουλάχιστον είκοσι πρόσφυγες, ανατράπηκε λίγο μετά τον απόπλου του κοντά σε ακτή της Δουνκέρκης την 27η Οκτωβρίου του 2020.
Ο πατέρας του Αρτίν πνίγηκε σχεδόν αμέσως και ανασύρθηκε νεκρός από τα παγωμένα νερά της Μάγχης, ενώ η μητέρα του και τα δύο αδελφάκια του, ηλικίας 9 και 6 ετών, παρότι διασώθηκαν μαζί με άλλους 15 ανθρώπους, ξεψύχησαν τελικά λίγο μετά. Την ίδια τραγική κατάληξη είχε, φυσικά, και ο μικρός Αρτίν, αλλά έως την αναγνώριση του πτώματός του από τις νορβηγικές ακτές θεωρούνταν αγνοούμενος.
Ο Αρτίν Νεζχάντ άρχισε ακούσια να ανεβαίνει τον Γολγοθά του μόλις συμπλήρωσε έναν χρόνο ζωής. Η πενταμελής οικογένεια εγκατέλειψε το σπίτι της στην πόλη Σαρντάστ, στο βορειοδυτικό Ιράν, πέρυσι τον Αύγουστο. Οι δύο γονείς, μαζί με τα τρία παιδιά τους, διέσχισαν την Τουρκία και αφού έφτασαν στις ακτές του Αιγαίου, επιβιβάστηκαν σε ένα πλοίο, καταφέρνοντας, έτσι, να περάσουν στην Ιταλία, όπου έμειναν σε καραντίνα επί είκοσι ημέρες. Ταξιδεύοντας στις καρότσες φορτηγών, διέσχισαν την ιταλική χερσόνησο, αλλά και τη Γαλλία, και κατάφεραν να φτάσουν έως την περιοχή της Δουνκέρκης, καταλύοντας, τελικά, στον προσφυγικό καταυλισμό του Καλαί.
Ενας αιτών άσυλο που κατάφερε να διασχίσει τη Μάγχη μόλις πριν από μερικές εβδομάδες και σήμερα φιλοξενείται σε ξενοδοχείο του Λονδίνου, είχε γνωριστεί με τους Νεζχάντ και δέχτηκε να μιλήσει στον Guardian. Εζησε μαζί τους στο Καλαί τις ημέρες πριν επιχειρήσουν το μοιραίο, όπως εξελίχθηκε, ταξίδι.
Σημείωσε ότι οι διακινητές τους πίεζαν ολοένα περισσότερο να διασχίσουν τη Μάγχη αλλά και ότι, εάν είχαν περισσότερα χρήματα στη διάθεσή τους, ούτως ώστε να πληρώσουν «έναν πιο ακριβό διακινητή», ενδεχομένως να ήταν ακόμα ζωντανοί. «Εάν δεν έχεις χρήματα, δεν μπορείς να σώσεις τη ζωή σου. Πρέπει να πεθάνεις», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, η οικογένεια Νεζχάντ ζούσε φτωχικά στο Ιράν, όπου οι Κούρδοι αποτελούν μία μειονότητα υπό διωγμό. Ο Ρασούλ Νεζχάντ, ο πατέρας του μικρού Αρτίν, εργαζόταν και ως αχθοφόρος: μετέφερε στην πλάτη του οικιακές συσκευές στις ορεινές παραμεθόριες περιοχές όπου ζουν πολλοί Κούρδοι. Εργαζόταν παράνομα, διακινδυνεύοντας να συλληφθεί και να τιμωρηθεί με αυστηρό πρόστιμο, αλλά κάπως έπρεπε να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Αναπόφευκτα κάποια στιγμή αποφάσισε να εγκαταλείψει τον τόπο του, μαζί με την οικογένειά του, ευελπιστώντας να μπορέσουν να φτάσουν έως τη Βρετανία και να αρχίσουν μια νέα ζωή. «Γνώριζαν πως από τη στιγμή που εγκατέλειψαν την πόλη τους, διασχίζοντας την Τουρκία, την Ιταλία και τη Γαλλία, είχαν καταλήξει να είναι άστεγοι. Πίστευαν πως εάν κατάφερναν να φτάσουν στη Βρετανία αυτή η κατάσταση θα άλλαζε», ανάφερε ο φίλος της άτυχης οικογένειας.
Εξήγησε επίσης ότι οι διακινητές προσφύγων και μεταναστών στη Βόρεια Γαλλία έχουν μοιράσει μεταξύ τους τις ακτές. Στο Καλαί, για παράδειγμα, οι περισσότεροι διακινητές είναι Κούρδοι από το Ιράν, ενώ στην όμορη Δουνκέρκη είναι επίσης Κούρδοι, αλλά από το Ιράκ. Πρόσφυγες με μεγαλύτερη οικονομική άνεση μπορούν να καταθέσουν τα χρήματά τους σε παράνομα ανταλλακτήρια συναλλάγματος που στεγάζονται σε μικρά μαγαζιά ή σουπερμάρκετ και «λειτουργούν ως ένα διεθνές υπόγειο δίκτυο μεταφοράς χρημάτων», εξηγεί ο Guardian. Οσοι καταφέρνουν να φτάσουν στη Βρετανία, τηλεφωνούν στη συνέχεια στο ανταλλακτήριο και ζητούν να μεταφερθούν τα χρήματα στους διακινητές.
Οι πρόσφυγες που δεν έχουν χρήματα εξαναγκάζονται να εργάζονται για τους διακινητές, συνδράμοντάς τους στην οργάνωση τριών έως δέκα διάπλων, ούτως ώστε να «κερδίσουν» μια θέση σε ένα υπερφορτωμένο φουσκωτό. Οι πρόσφυγες που έχουν κάποια χρήματα, αλλά όχι αρκετά ούτως ώστε να απευθυνθούν στα ανταλλακτήρια, καταφεύγουν σε δευτεροκλασάτους διακινητές, στους οποίους προσφέρουν ελάχιστα λιγότερα χρήματα σε σχέση με όσα ζητούνται για ένα ταξίδι σε μία σχετικά ασφαλή βάρκα, με καινούργιο εξωλέμβιο κινητήρα, που δεν θα είναι επικίνδυνα υπερπλήρης.
Οσον αφορά τους Νεζχάντ, αρχικά προσέγγισαν έναν διακινητή που τους προσέφερε ασφαλές πέρασμα. Τους απέρριψε, ωστόσο, στη συνέχεια, επειδή δεν είχαν να του προσφέρουν τα λεφτά που ζητούσε. «Είχαν πολύ λίγα χρήματα. Εκλιπαρούσαν συγγενείς και φίλους να πουλήσουν τα χρυσαφικά τους για να μπορέσουν να πληρώσουν τον διακινητή και κατάφεραν να συγκεντρώσουν 5.000 ευρώ για όλη την οικογένεια. Αλλά για τον διακινητή δεν ήταν αρκετά», αφηγήθηκε ο γνωστός τους.
«Ηταν απελπισμένοι και έδωσαν τα χρήματα σε έναν άλλο διακινητή, που χρέωνε λιγότερα. Αλλά τους ανάγκασε να επιχειρήσουν τον διάπλου μία ημέρα που ο καιρός ήταν άσχημος σε μία υπερπλήρη βάρκα. Τους είπε ότι έπρεπε να επιβιβαστούν για να τον βοηθήσουν να εξοφλήσει ένα χρέος του προς έναν άλλο διακινητή», πρόσθεσε.
Σημείωσε επίσης ότι από το Καλαί οι πρόσφυγες συνηθίζουν να μην επιβιβάζονται σε βάρκες εάν τα κύματα είναι ψηλότερα από δέκα έως είκοσι εκατοστά, αλλά «εκείνο το βράδυ τα κύματα ήταν ψηλά εβδομήντα εκατοστά. Αρκετοί διακινητές είχαν διακόψει τις αναχωρήσεις επειδή ο καιρός ήταν πολύ κακός. Ο δικός τους διακινητής τους είπε “εάν δεν αναχωρήσετε σήμερα, απλά να φύγετε, δεν πρόκειται να πάρετε πίσω τα χρήματά σας”».
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του BBC, η Σίβα Παναχί, η μητέρα του μικρού Αρτίν, λίγο πριν από το μοιραίο ταξίδι απέστειλε μια σειρά από μηνύματα. Σε ένα από αυτά εξέφραζε την έντονη ανησυχία της για τον διάπλου της Μάγχης, αλλά σημείωνε επίσης ότι «δεν έχουμε άλλη επιλογή». «Εάν θέλουμε να ταξιδέψουμε με φορτηγό, ενδεχομένως να χρειαστούμε περισσότερα χρήματα, τα οποία δεν έχουμε», ανέφερε σε ένα άλλο από τα τελευταία μήνυματά της.
Ολοκληρώνοντας τη συνομιλία του με τη δημοσιογράφο του Guardian, o γνωστός της οικογένειας Νεζχάντ εξήγησε ότι το αίτημα της βρετανίδας υπουργού Εσωτερικών Πρίτι Πατέλ περί απόσυρσης αναρτήσεων διακινητών προσφύγων και μεταναστών από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν πρόκειται να συμβάλει στο να αλλάξει η κατάσταση.
Με ή χωρίς αναρτήσεις στο Διαδίκτυο, όλοι όσοι δεν έχουν εναλλακτική επιλογή, θα καταφέρουν αργά ή γρήγορα να έρθουν σε επαφή με τους διακινητές. «Εάν εμείς, οι αιτούντες άσυλο, δεν έχουμε κανέναν νόμιμο τρόπο για να φτάσουμε στην ασφάλεια, η μόνη μας επιλογή είναι να καταφύγουμε στην παράνομη οδό. Αυτό αναγκάστηκε να κάνει η οικογένεια που πνίγηκε. Μακάρι να αναπαυθούν εν ειρήνη στον άλλον κόσμο».