Μπορεί ο Ντόναλντ Τραμπ να χαρακτήρισε τον ρώσο πρόεδρο στρατηγική «ιδιοφυΐα» αλλά αποτελεί γεγονός πως μέσα σε μόλις τρεις εβδομάδες ο Βλαντίμιρ Πούτιν έχει καταφέρει να νεκραναστήσει το ΝΑΤΟ, να ενώσει τη Δύση, να μετατρέψει τον ελάχιστα γνωστό πρόεδρο της Ουκρανίας σε ηγέτη και ήρωα παγκόσμιου βεληνεκούς, να καταστρέψει την οικονομία της Ρωσίας, και να εδραιώσει την κληρονομιά του ως εγκληματίας πολέμου.
Πώς, όμως, έπεσε τόσο έξω στους υπολογισμούς του; Το ερώτημα απασχολεί πλέον τα ΜΜΕ όλου του κόσμου και πάμπολλους ειδικούς, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο Μπράιαν Κλάας, καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου (UCL), ο οποίος έχει περάσει περισσότερα από δέκα χρόνια της ζωής του μελετώντας δικτάτορες από όλον τον κόσμο αλλά και συνομιλώντας μαζί τους.
Ο αμερικανός πολιτικός επιστήμονας εξηγεί πως για να δοθεί μια απάντηση πρέπει πρώτα να γίνουν κατανοητά τα οικοσυστήματα πληροφόρησης και εξουσίας που περιβάλλουν τους δικτάτορες. Σε ανάλυσή του στο The Atlantic προβαίνει καταρχάς στην κατάρριψη ενός μύθου όσον αφορά τους αυταρχικούς ηγέτες. Πρόκειται για το μύθο του συνετού δικτάτορα, του λογικού και μεθοδικού δεσπότη που μπορεί να καταστρώνει μακρόπνοα σχέδια, καθώς δεν χρειάζεται να ανησυχεί για αρνητικές δημοσκοπήσεις ή οργισμένους ψηφοφόρους.
Σύμφωνα με αυτόν τον μύθο οι εκλεγμένοι ηγέτες των δυτικών χωρών δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν έναν τύραννο που έχει το βλέμμα του στραμμένο στην επόμενη δεκαετία, αντί να ανησυχεί για τις εκλογές του επόμενου έτους.
Ωστόσο «η πραγματικότητα δεν συμμορφώνεται με αυτή τη ρόδινη θεωρία. Αυταρχικοί ηγέτες όπως ο Πούτιν τελικά πέφτουν σε αυτό που μπορεί να ονομαστεί “παγίδα του δικτάτορα”. Οι στρατηγικές που χρησιμοποιούν για να παραμείνουν στην εξουσία τείνουν να πυροδοτούν την τελική πτώση τους. Αντί να σκέφτονται μακροπρόθεσμα, πολλοί υποπίπτουν σε καταστροφικά βραχυπρόθεσμα λάθη — τα είδη σφαλμάτων που πιθανότατα θα αποφεύγονταν στα δημοκρατικά συστήματα», γράφει ο Μπράιαν Κλάας.
Ο κύκλος των φοβισμένων «αυλικών»
Διαβουλεύονται μόνον με κόλακες και ανδρείκελα ή ανθρώπους που τους φοβούνται και λαμβάνουν κακές συμβουλές. Αδυνατούν να διακρίνουν τις απειλές πριν να είναι πολύ αργά και σε αντίθεση με τους εκλεγμένους ηγέτες που εγκαταλείπουν τη θέση τους για να ζήσουν μια ήσυχη και ανέμελη, σε γενικές γραμμές, ζωή, «πολλοί δικτάτορες που πέφτουν έξω στους υπολογισμούς τους, εγκαταλείπουν τη θέση τους μέσα σε φέρετρο», προσθέτει.
Οι δικτάτορες σκάβουν μόνοι τους τον λάκκο τους πολύ νωρίς, όταν θυσιάζουν την ελευθερία του λόγου, ούτως ώστε να εδραιώσουν τη θέση τους στην εξουσία. Στη συνέχεια συνθλίβουν την αντιγνωμία, διώκοντας τους αντιφρονούντες και αυτό είναι συχνά λογικό από τη σκοπιά ενός δικτάτορα, καθώς συμβάλλει στο «να δημιουργεί μια κουλτούρα φόβου που είναι χρήσιμη για την εδραίωση και τη διατήρηση του ελέγχου. Αλλά αυτή η κουλτούρα του φόβου έχει ένα κόστος».
Σε μία φιλελεύθερη δημοκρατία το να αμφισβητεί κάποιος έναν ηγέτη, να διαφωνεί μαζί του ή ακόμα και να τον επικρίνει, θεωρείται απόλυτα φυσιολογικό και σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται ποτέ κανένας να χάσει την ελευθερία του ή τη ζωή του εάν το κάνει.
Αντιθέτως, στα αυταρχικά καθεστώτα αυτοί οι αδιανόητοι κίνδυνοι είναι υπερβολικά υπαρκτοί, τόσο που ακόμα και οι αυταρχικοί σύμβουλοι επιλέγουν στο τέλος να μην λένε την αλήθεια στα ακόμη αυταρχικότερα αφεντικά τους. Κατά συνέπεια οι αυταρχικοί ηγέτες, όπως ο Πούτιν στην προκειμένη περίπτωση, σπάνια ακούν «ότι οι ανόητες ιδέες τους είναι ανόητες ή ότι οι κακοσχεδιασμένοι πόλεμοί τους ενδέχεται να αποδειχθούν καταστροφικοί. Η ειλικρινής κριτική είναι ένα θανατηφόρο παιχνίδι και οι περισσότεροι σύμβουλοι το αποφεύγουν», εξηγεί ο Κλάας.
Παρότι, ωστόσο, καταλήγουν να περιβάλλονται από τυφλά πιστούς και φοβισμένους κόλακες με δουλική υποταγή, οι δικτάτορες αναπόφευκτα αρχίζουν κάποια στιγμή να διερωτώνται (και να παρανοούν) πώς μπορούν να εμπιστεύονται ανθρώπους που έχουν κάθε λόγο να ψεύδονται και να μην αποκαλύπτουν τι πραγματικά σκέφτονται. Ο αμερικανός πολιτειολόγος επικαλείται τον Ξενοφώντα ο οποίος ανέδειξε το εν λόγω παράδοξο της τυραννίας γράφοντας πως «δεν είναι ποτέ δυνατό για τον τύραννο να πιστέψει ότι τον αγαπούν… και οι συνωμοσίες κατά των τυράννων εξυφαίνονται κυρίως από εκείνους που προσποιούνται ότι τους αγαπούν περισσότερο».
Δοκιμασίες… τυφλής υπακοής
Για να ξεπεράσουν το πρόβλημα οι περισσότεροι αυταρχικοί ηγέτες υποβάλλουν τους υποτελείς τους σε διάφορες δοκιμασίες αφοσίωσης, «φρικιαστικές παρωδίες», σύμφωνα με τον Κλάας, για να διαχωρίσουν «τους αληθινούς πιστούς από τους υποκριτές. Για να είναι αξιόπιστοι, οι σύμβουλοι πρέπει να λένε ψέματα για λογαριασμό του καθεστώτος. Oσοι επαναλαμβάνουν παράλογους ισχυρισμούς χωρίς να κομπιάζουν θεωρούνται πιστοί. Οποιος διστάζει θεωρείται ύποπτος». Για αυτό οι περισσότεροι που περιβάλλουν τον Πούτιν επέλεξαν να παπαγαλίσουν τα λόγια του δεσπότη τους, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων πως ο εβραίος πρόεδρος της Ουκρανίας ηγείται ενός νεο-ναζιστικού κράτους.
Αλλά για να παραμείνουν στην εξουσία, οι αυταρχικοί ηγέτες δεν πρέπει να ανησυχούν μόνο για τους συμβούλους και τους ημετέρους τους, πρέπει επίσης να κερδίσουν ή να εκφοβίσουν ή να καθυποτάξουν τους πολίτες. Πώς; Επενδύοντας στα κρατικά ΜΜΕ τα οποία στη Ρωσία του Πούτιν έχουν φτάσει στο σημείο να παρουσιάζουν στο κοινό ψεύτικους προεδρικούς υποψηφίους που προσποιούνται ότι αντιτίθενται στον Πούτιν σε νοθευμένες εκλογές.
Ομως και αυτός ο μηχανισμός ελέγχου έχει ένα κόστος. Οσοι έχουν υποστεί πλύση εγκεφάλου από την κρατική προπαγάνδα, υποστηρίζουν ό,τι υποστηρίζει ο ηγέτης τους, έναν καταστροφικό πόλεμο, για παράδειγμα. Οσοι διαφωνούν, φοβούνται υπερβολικά να εκφραστούν ελεύθερα. Αυτό σημαίνει πως στα αυταρχικά καθεστώτα δεν υπάρχουν αξιόπιστες δημοσκοπήσεις με αποτέλεσμα οι αυταρχικοί ηγέτες, όπως ο Πούτιν, να αδυνατούν να αντιληφθούν πλήρως και να κατανοήσουν τις διαθέσεις των πολιτών τους.
Ωστόσο, «ζώντας σε έναν ψεύτικο κόσμο επί μακρόν, ενδέχεται να αρχίσει να μοιάζει αληθινός», γράφει ο αμερικανός ειδικός. «Οι δικτάτορες και οι αυταρχικοί ηγέτες αρχίζουν να πιστεύουν τα δικά τους ψέματα, που τους επαναλαμβάνονται και διαδίδονται από τα ελεγχόμενα από το κράτος ΜΜΕ. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί οι πρόσφατες ομιλίες του Πούτιν χαρακτηρίστηκαν παραληρηματικές. Είναι βεβαίως πιθανό το μυαλό του να έχει υποκύψει στη δική του προπαγάνδα, δημιουργώντας μια στρεβλή κοσμοθεωρία στην οποία η εισβολή στην Ουκρανία ήταν, όπως το έθεσε ο Τραμπ, μια απίστευτα “σοφή” κίνηση», αναφέρει.
Βλέπουν παντού συνωμοσίες
Oταν αποτυχαίνουν τα όποια σχέδιά τους, οι αυταρχικοί ηγέτες, καλούνται να καλύπτουν διαρκώς τα νώτα τους. Ωστόσο πέφτουν εκ νέου στην παγίδα του δικτάτορα. «Για να συντρίψουν τους εν δυνάμει εχθρούς, απαιτούν αφοσίωση και εξαλείφουν την κριτική. Αλλά όσο περισσότερο το κάνουν, τόσο χαμηλότερη είναι η ποιότητα των πληροφοριών που λαμβάνουν και τόσο λιγότερο μπορούν να εμπιστεύονται τους ανθρώπους που υποτίθεται ότι τους εξυπηρετούν. Ως αποτέλεσμα, ακόμη και όταν οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι μαθαίνουν για συνωμοσίες με στόχο την ανατροπή ενός αυταρχικού ηγέτη, ενδέχεται να μην μοιράζονται αυτήν την πληροφορία», συνοψίζει ο Κλαας.
Αναγνωρίζει ότι ο ρώσος πρόεδρος δεν είναι ανόητος αλλά θεωρεί ότι, όπως και πολλοί άλλοι αυταρχικοί ηγέτες, δεν συμπεριφέρεται πλήρως ορθολογιστικά. Ζει σε έναν φανταστικό κόσμο και περιτριγυρίζεται αποκλειστικά από ανθρώπους που φοβούνται να τον αμφισβητήσουν καθώς συμπεριφέρεται και σκέφτεται και ενεργεί ωσάν πραγματικός τύραννος για περισσότερο από δύο δεκαετίες.
Αναγνωρίζει επίσης πως η δημοκρατία δεν είναι το τέλειο πολιτικό σύστημα καθώς επίσης ότι πολλές σύγχρονες δημοκρατίες, περιλαμβανομένης, φυσικά, και της αμερικανικής είναι δυσλειτουργικές και κοντόφθαλμες.
Αλλά στις δημοκρατίες οι ηγέτες αντιμετωπίζουν πραγματικούς περιορισμούς, πραγματικές συνέπειες για τυχόν λάθος υπολογισμούς και πραγματική κριτική από τους ψηφοφόρους τους. Και, επιπρόσθετα, στις δημοκρατίες υπάρχουν μηχανισμοί για την αντικατάσταση των ηγετών που συμπεριφέρονται παράλογα ή ανεύθυνα.
«Για αυτό ήρθε η ώρα να απορρίψουμε τον μύθο του συνετού αυταρχικού ηγέτη ή του δικτάτορα που είναι μια γεωπολιτική “ιδιοφυΐα”. Ο Πούτιν έπεσε θύμα της “παγίδας του δικτάτορα” και απέδειξε ότι δεν είναι τίποτα από τα δύο», υποστηρίζει ο Μπράιαν Κλάας.