Ηταν αναμφισβήτητα ο πιο παραγωγικός κλέφτης στα βρετανικά χρονικά, αποκομίζοντας πάνω από 200 εκατ. λίρες από περιβόητες ληστείες, όπως εκείνες στο αεροδρόμιο Χίθροου και στο Χάτον Γκάρντεν. Το παρατσούκλι του ήταν «Guv’nor» –που στη βρετανική αργκό σημαίνει «μάστορας»– και απαθανατίστηκε στη μεγάλη οθόνη από τον Μάικλ Κέιν.
Ωστόσο, ακόμα και μετά τον θάνατό του, σε ηλικία 84 ετών, ο Μπράιαν Ρίντερ εξακολουθεί να συγχύζει τις αστυνομικές αρχές, έχοντας πάρει τα μυστικά του στον τάφο – όπως, για παράδειγμα, το ακριβές ποσό της λείας από τις διαρρήξεις του και τον τρόπο που τις πραγματοποιούσε. Ακόμα και ο θάνατός του είχε οσμή απάτης, καθώς υπέκυψε στον καρκίνο του παχέος εντέρου τον περασμένο Σεπτέμβριο αλλά η οικογένειά του το αποκάλυψε πολλούς μήνες μετά.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της βρετανικής Telegraph, το πιστοποιητικό θανάτου του, που μόλις εκδόθηκε, τον καταγράφει ως «συνταξιούχο κηπουρό» και αναφέρει ότι έφυγε από τη ζωή στο σπίτι του στο Κεντ, με μάρτυρες τα ενήλικα παιδιά του, τον 60χρονο Πολ και την 59χρονη Τζοάν. Το γεγονός ότι η οικογένεια και οι συνεργάτες του κράτησαν τον θάνατό του κρυφό για τόσους μήνες είναι ενδεικτικό της διαφορετικής εποχής και «σχολής» στην οποία ανήκε ο Ρίντερ.
Ο τίτλος του «τελευταίου τζέντλεμαν-κλέφτη», που του απένειμε ένας ντετέκτιβ, έμεινε στην Ιστορία, συμβάλλοντας στη ρομαντική μυθολογία γύρω από το όνομά του. Είναι, όμως, αυτή η παρακαταθήκη που του αξίζει, ή μήπως όλες οι συναρπαστικές ιστορίες σχετικά με τα «κατορθώματά» του συμβάλλουν στη ροδαλή εικόνα ενός επικίνδυνου εγκληματία καριέρας;
Γεννημένος στη συνοικία του νοτιοανατολικού Λονδίνου Λούισαμ, ο Ρίντερ ξεκίνησε τις κλοπές του νωρίς, στις αποβάθρες του νότιου Λονδίνου. Ο πατέρας του τον εγκατέλειψε όταν ήταν μόλις 11 ετών και ο Ρίντερ έκλεβε κονσέρβες φρούτων από τοπικά καταστήματα – γεγονός που τον οδήγησε στο δικαστήριο ανηλίκων το 1950, όπου καταδικάστηκε σε 12μηνη ποινή με αναστολή.
Στα 18 του καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης με διετή αναστολή για βαριά σωματική βλάβη από πρόθεση και για διάρρηξη. Τότε άρχισε να οραματίζεται την εγκληματική καριέρα του με μεγαλόπνοη προοπτική. Υποστηριζόμενος από μια πολύχρωμη συμμορία που έγινε γνωστή ως «η συμμορία των εκατομμυριούχων» –και περιλάμβανε τον διάσημο διαρρήκτη χρηματοκιβωτίων «Βρώμικο Τόνι» Χόλαντς–, ο Ρίντερ έγινε ο εγκέφαλος μιας σειράς τολμηρών διαρρήξεων στη δεκαετία του 1960.
Το παλμαρέ του κορυφώθηκε με δύο τεράστιες λείες. Η πρώτη σε μια κλοπή υποκαταστήματος των Βρετανικών Ταχυδρομείων το 1969, η οποία απέδωσε μισό εκατ. λίρες (7 εκατ. σημερινές λίρες) και η δεύτερη στη λονδρέζικη τράπεζα Lloyds το 1971, που του απέφερε 3 εκατ. λίρες (37 εκατ. σημερινές) – αν και είχε αρνηθεί τη συμμετοχή του σε αυτήν.
Παράλληλα με την εγκληματική του δραστηριότητα ο Ρίντερ υιοθέτησε και το προφίλ του καλού οικογενειάρχη. Το 1963 παντρεύτηκε τη Λιν Κιντ, εργαζόμενη σε στοιχηματική εταιρεία, και το ζευγάρι απέκτησε έναν γιο το 1964 και μια κόρη το 1965. Περνούσε κάθε βράδυ στο σπίτι του, παρέα με τη σύζυγό του, ενώ πήγαινε την οικογένειά του για διακοπές στην Ισπανία ή για σκι στις γαλλικές Αλπεις.
Το 1971 υπέστη σοβαρό τραυματισμό στο κεφάλι ενώ σχεδίαζε μια «δουλειά» στο Ρέντινγκ – έπεσε από παράθυρο ενός σπιτιού από το οποίο παρακολουθούσε τα γραφεία τηλεφωνικού κέντρου. Η εγκεφαλική βλάβη ήταν τόσο σοβαρή που έπρεπε να μάθει από την αρχή πώς να περπατά.
Η περιπέτεια της υγείας του δεν τον πτόησε. Στις 26 Νοεμβρίου 1983 συμμετείχε σε μια από τις πιο διαβόητες διαρρήξεις στη βρετανική Ιστορία, όταν έξι άνδρες εισέβαλαν στο Διεθνές Εμπορικό Τμήμα του αεροδρομίου Χίθροου και έκλεψαν διαμάντια, μετρητά και μπάρες χρυσού αξίας περίπου 26 εκατ. λιρών. Ο Ρίντερ και ο στενός συνεργάτης του, Κένεθ Νόι, έλιωσαν τις μπάρες χρυσού για να καταφέρουν να τις πουλήσουν.
Ωστόσο ο Νόι τέθηκε υπό αστυνομική επιτήρηση και τον Ιανουάριο του 1985 μαχαίρωσε μέχρι θανάτου τον μυστικό αξιωματικό Τζον Φόρνταμ, ισχυριζόμενος αργότερα αυτοάμυνα. Ο Ρίντερ βρισκόταν δίπλα του την ώρα του περιστατικού. Και οι δύο κρίθηκαν αθώοι για τη δολοφονία, αλλά ο Ρίντερ καταδικάστηκε σε φυλάκιση εννέα ετών για χειρισμό κλοπιμαίων, ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και δόλια αποφυγή ΦΠΑ.
Τότε ήταν που ένας ντετέκτιβ είπε ότι οι Ρίντερ και Νόι ήταν «εντελώς αντίθετοι χαρακτήρες», πριν προσθέσει την ιστορική ατάκα περί «τζέντλεμαν-κλέφτη». Ενας άλλος αστυνομικός, όμως, ισχυρίστηκε ότι η συμπεριφορά του Ρίντερ ήταν αντίθετη από εκείνη ενός τζέντλεμαν, καθώς κλωτσούσε με μανία τον ετοιμοθάνατο Φόρνταμ ενώ εκείνος ψυχορραγούσε στο έδαφος.
Ενας άλλος γρίφος είναι το τι τελικά τελικά με τον κλεμμένο χρυσό, καθώς η μισή ποσότητά του δεν έχει ακόμα βρεθεί. Ο Ρίντερ προσπαθούσε απεγνωσμένα να τον βρει και, σύμφωνα με έναν πρώην συνεργάτη του, ήταν πεπεισμένος ότι ένας έμπορος διαμαντιών στο λονδρέζικο προάστιο του Κάμντεν, στο Χάτον Γκάρντεν, τον είχε κρύψει στις θυρίδες του – γεγονός που ίσως τον ώθησε χρόνια αργότερα στην τελευταία διάσημη κλοπή του.
Μετά την απελευθέρωσή του από τη φυλακή, η Λιν –που είχε γίνει εκπαιδεύτρια ιππασίας– τον έβαλε να της υποσχεθεί μια κανονική ζωή, μακριά από διαρρήξεις και βιαιότητες. Η οικογένεια άλλαξε το όνομά της σε Μακάρθι και μετακόμισε στο Ντάρτφορντ του Κεντ, περίπου 30 χλμ. νοτιοανατολικά του Λονδίνου, όπου ο Ρίντερ και ο γιος του, Πολ, διατηρούσαν μια αντιπροσωπεία μεταχειρισμένων αυτοκινήτων. Η Λιν έφυγε από τη ζωή το 2009 χτυπημένη από καρκίνο.
Το 2015 ο Ρίντερ διαγνώστηκε επίσης με καρκίνο (του προστάτη), αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να σχεδιάσει «μια τελευταία δουλειά», στο Χάτον Γκάρντεν, παρέα με μια συμμορία γνωστή ως «Σφυρίχτρες Διαμαντιών». Ποζάροντας ως εργάτες οικοδομής το Σαββατοκύριακο του Πάσχα του 2015, οι ηλικιωμένοι κακοποιοί μπήκαν στο κοσμηματοπωλείο όπου ο Ρίντερ υποψιαζόταν ότι βρισκόταν ο χρυσός του.
Χρησιμοποιώντας ένα φρεάτιο ανελκυστήρα, άνοιξαν τρύπα στον τοίχο από σκυρόδεμα πάχους 50 εκατοστών και λεηλάτησαν 73 θυρίδες με ράβδους χρυσού, κοσμήματα, πολύτιμους λίθους και τιμαλφή, όπως επώνυμα ρολόγια. Η λεία τους ανήλθε στα 14 εκατ. λίρες (19 εκατ. σημερινές λίρες). Ηταν μια από τις μεγαλύτερες διαρρήξεις στη βρετανική Ιστορία.
Η απίθανη ιστορία της τολμηρής κλοπής τους έγινε θέμα τριών ταινιών, με κορυφαία το «King of Thieves» του 2018, όπου τον χαρακτήρα του Ρίντερ ερμήνευε ο σπουδαίος Μάικλ Κέιν. Τελικά, η διάρρηξη αποδείχθηκε αποτυχημένη, καθώς η συμμορία ανήκε σε μια άλλη εποχή: κάμερες δημόσιας επιτήρησης κατέγραψαν συναντήσεις και συνομιλίες τους κατά την προετοιμασία της ληστείας, ενώ οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας αποκάλυψαν ανταλλαγές μηνυμάτων μεταξύ τους.
Το 2016 ο Ρίντερ ομολόγησε την ενοχή του και καταδικάστηκε σε έξι χρόνια φυλάκιση, αλλά την ίδια χρονιά μεταφέρθηκε από τη φυλακή Μπέλμαρς σε μονάδα εντατικής θεραπείας στο νοσοκομείο Queen Elizabeth, στο νοτιοανατολικό Λονδίνο. Στη συνέχεια, μετά από μια σειρά εγκεφαλικών επεισοδίων, αφέθηκε ελεύθερος το 2018 για λόγους υγείας.
Ο δικαστής αποφάσισε την αποφυλάκισή του παρότι ο Ρίντερ αρνήθηκε να επιστρέψει τα 6,6 εκατ. λίρες, που ήταν το μερίδιό του από τη λεία. Με μόλις 4,3 (από τα συνολικά 14) εκατ. λίρες από τη λεία του Χάτον Γκάρντεν να έχουν βρεθεί, το μυστικό της τοποθεσίας των υπολοίπων ενδέχεται να το πήρε ο διαβόητος ληστής στον τάφο του – αν δεν το αποκάλυψε στα παιδιά του, ως κληρονομιά, λίγο πριν τον θάνατό του.
Μιλώντας για κληρονομιά, η παρακαταθήκη του Ρίντερ είναι, καλώς ή κακώς, αυτή του «τζέντλεμαν-ληστή». Με την αρωγή της Εβδομης Τέχνης –που δεν θα μπορούσε να αντισταθεί στον πειρασμό μιας τόσο μυθιστορηματικής ζωής ενός κλέφτη παλιάς κοπής, που στοχεύει άπληστους πλούσιους– ο Μπράιαν Ρίντερ είναι ήδη στο συλλογικό ασυνείδητο μια μυθική φιγούρα, αντίστοιχη του Ρομπέν των Δασών και του Αρσέν Λουπέν.