«Το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ δεν άλλαξε μόνο την αμερικανική πολιτική, άλλαξε επίσης τη γλώσσα, τις έννοιες, τον τρόπο σκέψης μας» έγραψε στο μνημειώδες «Πολιτικό Λεξικό» του ο Γουίλιαμ Σαφάιρ, ο οποίος γνώριζε τα πάντα για τον πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον, έχοντας γράψει τις ομιλίες του, πριν εγκαταλείψει τον Λευκό Οίκο, το 1973, και αρχίσει να εργάζεται ως αρθρογράφος στους New York Times.
Τον βραβευμένο με Πούλιτζερ αμερικανό δημοσιογράφο και συγγραφέα –πέρα από προεδρικό λογογράφο– επικαλείται σε ανάλυσή του o Τζάνι Ριότα της Repubblica, σημειώνοντας πως ο Σαφάιρ είχε κατανοήσει ότι η αντιπαράθεση μεταξύ πολιτικών ηγετών και Δικαιοσύνης επηρεάζει, αλλάζει την καθημερινότητα της δημοκρατίας. Συνέβη το 1998, με την παραπομπή σε δίκη του Δημοκρατικού προέδρου Μπιλ Κλίντον για τη σεξουαλική σχέση του με την ασκούμενη στον Λευκό Οίκο Μόνικα Λεβίνσκι, συμβαίνει και σήμερα, με την καταδίκη του πρώην (και ίσως μελλοντικού) προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στη Νέα Υόρκη.
«Οι Ευρωπαίοι ξεχνούν ότι οι ιδρυτές των ΗΠΑ παρείχαν στον πρόεδρό τους βασιλικά προνόμια, κατά το παράδειγμα των μοναρχιών – έναν προσωπικό ύμνο, μια σφραγίδα, τη διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων, το δικαίωμα απονομής χάρης, μια προεδρική κατοικία, τον τίτλο της Πρώτης Κυρίας για τη σύζυγό του, πανηγυρικές τελετές ορκωμοσίας» σημειώνει ο ιταλός αρθρογράφος (και καθηγητής στο Πρίνστον).
Εξ ου και το γεγονός ότι η εικόνα του Ρίτσαρντ Νίξον να αναγκάζεται να επιστρέψει ατιμασμένος στη Καλιφόρνια μετά την παραίτησή του το 1974, ψελλίζοντας «I’m not a crook» («δεν είμαι απατεώνας»), μόλις δύο χρόνια αφότου είχε κερδίσει τον Δημοκρατικό Τζορτζ ΜακΓκόβερν σε 49 Πολιτείες, σημάδεψε γενιές ψηφοφόρων.
Παρομοίως, η εκστρατεία του εισαγγελέα Κένεθ Σταρ κατά του νεαρού προέδρου Κλίντον, το δείγμα DNA στο εργαστήριο, το φόρεμα της νεαρής ασκούμενης με τον περιβόητο λεκέ, οι αναφορές στο «προεδρικό» πέος, η χρήση ενός πούρου εν είδει δονητή, το βιαστικό στοματικό σεξ στο Οβάλ Γραφείο, προκάλεσαν απέχθεια και δυσπιστία μεταξύ των πολιτών, «διαβρώνοντας το μεγαλείο της προεδρίας» γράφει ο Τζάνι Ριότα. Ο Κλίντον χθες και ο Τραμπ σήμερα «μειώνουν τη δόξα σε γκροτέσκα κωμωδία» προσθέτει, κάνοντας λόγο για «χαρτομάντηλα με σπέρμα και παράνομες πληρωμές μοντέλων και πορνοστάρ».
Συνδέονται, λοιπόν, αναπόφευκτα τα πεπρωμένα του «απατεώνα» Νίξον, του «ερωτύλου» Κλίντον και του «καταδικασθέντος» Τραμπ; «Οχι» απαντά ο Τζάνι Ριότα. «Και η μη διάκριση της διαφοράς συσκοτίζει το αμερικανικό δράμα» υποστηρίζει στην ανάλυσή του.
Επιστρέφοντας στο παρελθόν, θυμίζει πως το απόγευμα της 20ης Οκτωβρίου 1973, ημέρα Σάββατο, ο Νίξον διέταξε τον υπουργό Δικαιοσύνης, Ελιοτ Ρίτσαρντσον, να απομακρύνει από τη θέση του τον εισαγγελέα Αρτσιμπαλ Κοξ, ο οποίος ερευνούσε το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ. Αλλά ο Ρίτσαρντσον, ένας παραδοσιακός Ρεπουμπλικανός, πιστός στη συνταγματική διάκριση μεταξύ εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, αντί να συμμορφωθεί με την επιθυμία του προέδρου του επέλεξε να παραιτηθεί αμέσως. Στη συνέχεια ο Νίξον έδωσε την ίδια εντολή στον υφυπουργό Δικαιοσύνης, Γουίλιαμ Ράκελχαους, ο οποίος επέλεξε επίσης να παραιτηθεί – γεγονός που εξηγεί γιατί το συμβάν μνημονεύεται ως η «Σφαγή του Σαββατόβραδου».
Τελικά τον εισαγγελέα που ερευνούσε το Γουότεργκεϊτ τον απέλυσε ο τρίτος ανώτερος αξιωματούχος του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης, ο γενικός αντεισαγγελέας Ρόμπερτ Μπορκ, ο οποίος ωστόσο πλήρωσε ακριβά τη δουλικότητά του το 1987, όταν η Γερουσία καταψήφισε την υποψηφιότητά του για μια θέση στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, έπειτα από σχετική πρόταση του προέδρου Ρέιγκαν.
Τελικά ο Νίξον αποδέχτηκε τη μοίρα του στις 24 Ιουλίου 1974, όταν το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ομόφωνα πως ο Λευκός Οίκος όφειλε να παραδώσει στη Δικαιοσύνη μια σειρά από μαγνητοφωνημένες συνομιλίες του Νίξον με μέλη της κυβέρνησής του αλλά και με συγγενείς του, που είχαν λάβει χώρα στον Λευκό Οίκο. Αρκετές από αυτές αφορούσαν το Γουότεργκεϊτ και αποδείκνυαν την εμπλοκή του στην απόπειρα συγκάλυψης του σκανδάλου.
Ο Νίξον γνώριζε πολύ καλά ότι η παράδοσή τους θα ήταν το τέλος του, ωστόσο συμμορφώθηκε με την απόφαση, παραδίδοντας τις ηχογραφημένες συνομιλίες. Εν τω μεταξύ, η Επιτροπή Δικαιοσύνης της Βουλής των Αντιπροσώπων είχε ψηφίσει υπέρ της παραπομπής του για σειρά κατηγοριών. Για τη συνέχεια, σύμφωνα με τη σχετική συνταγματική διαδικασία, προβλεπόταν ψηφοφορία επί της παραπομπής από την ολομέλεια της Βουλής και, εφόσον η ψηφοφορία ήταν θετική, δίκη του προέδρου στη Γερουσία.
Προτού υλοποιηθούν τα στάδια αυτά, η αποκάλυψη του περιεχομένου των συνομιλιών οδήγησε ακόμα και τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του στο Κογκρέσο να ζητήσουν την παραίτησή του. Εχοντας χάσει κάθε ελπίδα σωτηρίας, ο Νίξον παραιτήθηκε τελικά στις 9 Αυγούστου 1974, 21 μήνες μετά τη θριαμβευτική επανεκλογή του με πάνω από 60% της λαϊκής ψήφου.
Την ατίμωση της παραπομπής σε δίκη βίωσε και ο Μπιλ Κλίντον στις 19 Δεκεμβρίου 1998, με τις κατηγορίες της ψευδορκίας και της παρακώλυσης της Δικαιοσύνης. Σε αντίθεση με τον Νίξον, εκείνος δικάστηκε στη Γερουσία. Τελικά αθωώθηκε, αλλά με περίπου τα μισά μέλη της Γερουσίας να ζητούν την καταδίκη του: υπέρ της απαλλαγής του από την κατηγορία της ψευδορκίας είχαν ψηφίσει 55 γερουσιαστές, 45 Δημοκρατικοί και δέκα Ρεπουμπλικανοί, ενώ υπέρ της απαλλαγής του από την κατηγορία της παρακώλυσης της Δικαιοσύνης 50 γερουσιαστές, 45 Δημοκρατικοί και πέντε Ρεπουμπλικανοί. Ο Κλίντον αποδέχτηκε με ανακούφιση την απαλλαγή του, γνωρίζοντας όμως πως η εικόνα του είχε υποστεί ένα πολύ βαρύ πλήγμα.
Οσον αφορά την περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ, παραβλέποντας ότι σε δίκη στη Γερουσία έχει παραπεμφθεί δις (απαλλάχθηκε σε αμφότερες τις περιπτώσεις) και εστιάζοντας στην καταδίκη του για την υπόθεση Στόρμι Ντάνιελς, ο Τζάνι Ριότα επισημαίνει ότι το ανησυχητικό και επικίνδυνο είναι πως ο Τραμπ όχι μόνο μιλάει για «στημένη δίκη», αμφισβητώντας συγχρόνως την αμερικανική Δικαιοσύνη, αλλά καλεί τους οπαδούς του να βρίσκονται σε επιφυλακή, επικαλούμενος το γνωστό του επιχείρημα «αν μπορούν να το κάνουν αυτό σε μένα, μπορούν να το κάνουν και σε εσάς».
«Το 1974, ο σεβάσμιος Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Μπάρι Γκόλντγουοτερ είπε στον Νίξον να συμμορφωθεί με τη Δικαιοσύνη. Το 2024 κανείς στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα δεν τολμά να αποστασιοποιηθεί από τον Τραμπ» γράφει ο Ριότα. «Το 1991, μετά το τέλος της ΕΣΣΔ, ερωτηθείς πώς η Μόσχα θα μπορούσε να ανακτήσει τη διεθνή εμπιστοσύνη, ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους είχε απαντήσει: “Με ένα δικαστικό σώμα ανεξάρτητο από την πολιτική και την κυβέρνηση”. Ο Ντόναλντ Τραμπ αποκηρύσσει την προγονική παράδοση του Μεγάλου Παλαιού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, την παράδοση του “Νόμου και της Τάξης”, εγκαινιάζοντας την εποχή των αντιποίνων και της μνησικακίας» επισημαίνει ο ιταλός αρθρογράφος.