«Στον Μεσοπόλεμο, στη Γερμανία, ο πατέρας μου είδε μία επιγραφή σε ένα μνημείο. Ηταν γραμμένα τα εξής: Εάν έχεις χάσει χρήματα δεν έχεις χάσει τίποτα, γιατί με μία καλή δουλειά μπορείς να τα ανακτήσεις. Εάν έχεις χάσει την τιμή σου, έχεις χάσει πολλά, αλλά με μία ηρωική πράξη μπορείς να την αποκαταστήσεις. Εάν, όμως, έχεις χάσει το θάρρος σου, τότε έχεις χάσει τα πάντα». Η παραπάνω μαρτυρία ανήκει στον Μάριο Ντράγκι. Ο οποίος την λέξη «coraggio» («θάρρος»- «κουράγιο») την χρησιμοποιεί πολύ συχνά, μας πληροφορεί ο Ντανιέλε Μάνκα, υποδιευθυντής της Corriere della Sera.
Κατά πάσα πιθανότητα γιατί ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που έσωσε το ευρώ το 2012 και το μεσημέρι της Τετάρτης έλαβε εντολή να σχηματίσει μία νέα κυβέρνηση για την Ιταλία, χρειάστηκε να βρει πολύ κουράγιο κατά τη διάρκεια της ζωής του, ούτως ώστε να φτάσει στη θέση που βρίσκεται σήμερα.
Ο Μάριο Ντράγκι γεννήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1947 στη Ρώμη. Ο πατέρας του, Κάρλο, ήταν τραπεζίτης ενώ η μητέρα του, Τζίλντα Μαντσίνι, φαρμακοποιός και κατά τη διάρκεια του γάμου τους απέκτησαν και μία κόρη κι ακόμη έναν γιο. Τα τρία παιδιά, ωστόσο, έχασαν πολύ νωρίς τους γονείς τους. Και οι δύο εγκατέλειψαν τα εγκόσμια μέσα σε λίγους μήνες όταν ο Μάριο Ντράγκι ήταν μόλις 15 χρονών και τα αδέλφια του ακόμη μικρότερα.
Την κηδεμονία και την ανατροφή τους ανέλαβε μία θεία τους. Ο Ντράγκι φοίτησε στο Instituto Massimiliano Massimo του Tάγματος των Ιησουιτών, ένα από τα κορυφαία σχολεία της Ρώμης, ενώ το 1970 αποφοίτησε από την Oικονομική Σχολή του Πανεπιστημίου Sapienza, παρουσιάζοντας μία διπλωματική εργασία που συνέταξε υπό την επίβλεψη του κεϋνσιανιστή Φεντερίκο Καφέ, ενός από τους πιο διακεκριμένους οικονομολόγους (έως την μυστηριώδη εξαφάνισή του) της Ιταλίας. Το 1971 ο Ντράγκι μετέβη στις ΗΠΑ, όπου συνέχισε τις σπουδές του στο πλευρό του μετέπειτα νομπελίστα ιταλού οικονομολόγου Φράνκο Μοντιλιάνι, στο MIT.
Το 1977 του απονεμήθηκε το διδακτορικό του δίπλωμα και για να φτάσει έως εκεί όντως «χρειάστηκε πολύ κουράγιο» αναφέρει στο κείμενό του ο ιταλός δημοσιογράφος, για να επισημάνει πως πολύ κουράγιο θα χρειαστεί για να μπορέσει τελικά να σχηματίσει μία νέα ιταλική κυβέρνηση, έπειτα από τη σχετική εντολή που έλαβε από τον Σέρτζο Ματαρέλα, τον πρόεδρο της Ιταλικής Δημοκρατίας.
Κατά τη διάρκεια μίας από τις τελευταίες δημόσιες εμφανίσεις που πραγματοποίησε ο Ντράγκι ως επικεφαλής της ΕΚΤ, μιλώντας ενώπιον της φοιτητικής κι ακαδημαϊκής κοινότητας του Καθολικού Πανεπιστημίου της Ρώμης, τον Οκτώβριο του 2019, ευχήθηκε πολλοί από τους φοιτητές και τις φοιτήτριες που ήταν παρόντες να αποφασίσουν κάποια μέρα να θέσουν τις ικανότητες τους στην υπηρεσία του συλλογικού καλού. «Εάν αποφασίσετε να το κάνετε, δεν αμφιβάλλω πως θα συναντήσετε σημαντικά εμπόδια, όπως συμβαίνει σε όλους όσοι χαράσσουν πολιτικές. Θα διαπραχθούν λάθη και θα γίνουν υποχωρήσεις γιατί ο κόσμος είναι πολύπλοκος. Ομως ευελπιστώ πως μπορεί να σας παρηγορήσει το γεγονός πως στην ιστορία οι αποφάσεις που βασίζονται στη γνώση, στο κουράγιο και στην ταπεινοφροσύνη πάντα αποδεικνύουν την αξία τους», είχε αναφέρει μεταξύ άλλων.
Εκείνη την ημέρα είχαν συγκεντρωθεί 110 δημοσιογράφοι και 20 τηλεοράσεις και ραδιοφωνικοί σταθμοί για να ακούσουν τα λόγια του, καθώς σύντομα επρόκειτο να παραδώσει τα ηνία της ΕΚΤ στην Κριστίν Λαγκάρντ. Ολοι τον άκουσαν να συλλαβίζει εκείνην τη λέξη, “κουράγιο”, συνδέοντάς την αυτή τη φορά με την “ταπεινοφροσύνη”», αναφέρει ο Ντανιέλε Μάκα, υπογραμμίζοντας πως όσο γνωστός είναι ο Ντράγκι ως δημόσιο πρόσωπο τόσο άγνωστος και διακριτικός παραμένει ως ιδιώτης.
To 2015 απαθανατίστηκε σε ένα σουπερμάρκετ να σέρνει πίσω του ένα καρότσι με τροφή για τον σκύλο του και να φιλά τρυφερά την σύζυγό του Μαρία Σερενέλα, την οποία γνώρισε όταν ήταν 19 ετών και απέκτησε μαζί της μία κόρη και έναν γιο. Οι φωτογραφίες έκαναν, φυσικά, τον γύρο του κόσμου, γεγονός απόλυτα κατανοητό, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο πρωταγωνιστής τους, τρία χρόνια νωρίτερα, τον Ιούλιο του 2012, είχε καταφέρει να σώσει το ευρώ με τρεις λέξεις, δηλώνοντας πως η ΕΚΤ θα κάνει «whatever it takes», ό,τι χρειάζεται, για τη στήριξη του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος.
Κατά την οκταετή του θητεία στην προεδρία της ΕΚΤ ο Ντράγκι κατάφερε να εδραιωθεί «ως ένας εκ των πρωταγωνιστών της παγκόσμιας νομισματικής – και όχι μόνον – πολιτικής της εποχής μας», επισημαίνει και ο Φραντσέσκο Μανακόρντα της La Repubblica.
Ωστόσο ξεκίνησε την καριέρα του όχι ως τραπεζίτης αλλά ως ακαδημαϊκός, διδάσκοντας επί σειρά ετών σε διάφορα πανεπιστήμια της Ιταλίας. Από το 1984 έως το 1990 διετέλεσε εκτελεστικός διευθυντής της Παγκόσμιας Τράπεζας ενώ το 1991 ανέλαβε χρέη γενικού διευθυντή του υπουργείου Οικονομικών της Ιταλίας, παραμένοντας στη θέση αυτή για μία δεκαετία.
To 2002 επέστρεψε στις ΗΠΑ και επί μία τριετία προσέφερε τις υπηρεσίες του ως αντιπρόεδρος και διευθυντής στην Goldman Sachs ενώ 2006 επαναπατρίσθηκε για να καταστεί διοικητής της Τράπεζας της Ιταλίας. Εγκατέλειψε τη θέση του και την Ιταλία τον Οκτώβριο του 2011 για να αναλάβει τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς την προεδρία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Σήμερα, περισσότερα από εννιά χρόνια μετά, ο 73χρονος Μάριο Ντράγκι είναι ο εντολοδόχος πρωθυπουργός της Ιταλίας.
Οσον αφορά το πώς σκοπεύει να κυβερνήσει την πατρίδα του – εάν καταφέρει να εξασφαλίσει την απαιτούμενη κοινοβουλευτική στήριξη – ο δημοσιογράφος της Repubblica παραθέτει ένα απόσπασμα άρθρου του ιταλού πρώην τραπεζίτη και νυν πολιτικού που δημοσιεύτηκε την 25η Μαρτίου του 2020 στους Financial Times: «Η πανδημία του κορονοïού είναι μία ανθρώπινη τραγωδία βιβλικών διαστάσεων και είναι ήδη ξεκάθαρο πως η απάντηση που πρέπει να δώσουμε σε αυτήν τη κρίση θα επιφέρει μια σημαντική αύξηση του δημόσιου χρέους», σημείωσε τότε ο Ντράγκι, επισημαίνοντας την επιτακτική ανάγκη να ξεπεραστεί μπροστά στην πανδημία η μόνιμη, πολυετής και στείρα αντιπαράθεση Βορρά – Νότου στην ΕΕ για την περιβόητη δημοσιονομική πειθαρχία.
Τον περασμένο Αύγουστο, στην πρώτη δημόσια εμφάνισή του μετά την αποχώρηση του από την ΕΚΤ, ο άνθρωπος που έχει λάβει εντολή να βγάλει την Ιταλία από τα πολλά αδιέξοδά της, τόνισε μεταξύ άλλων:
«Επί χρόνια, μια μορφή συλλογικού εγωισμού ωθούσε τις κυβερνήσεις να αποσπούν ανθρώπινο δυναμικό και άλλους πόρους για την επίτευξη στόχων με πιο σίγουρο και άμεσο πολιτικό όφελος. Αυτό δεν είναι αποδεκτό σήμερα. Το να στερείται ένας νέος το μέλλον του αποτελεί μία από τις πιο βαριές μορφές ανισότητας. Οι επιδοτήσεις δεν επαρκούν. Πρέπει να δώσουμε στους νέους περισσότερα».