Μεταξύ των εκθεμάτων μιας νέας έκθεσης της National Gallery του Λονδίνου με τίτλο «The Last Caravaggio» ξεχωρίζει σίγουρα «Το Μαρτύριο της Αγίας Ούρσουλας», ο τελευταίος πίνακας του Καραβάτζο, στον οποίο ο ιταλός ζωγράφος συμπεριέλαβε τον εαυτό του ως μάρτυρα μιας βάναυσης δολοφονίας: «Ενας υπερβολικά πάνοπλος άνδρας έχει απορριφθεί από την όμορφη νεαρή Ούρσουλα. Η απάντησή του είναι να τη χτυπήσει με ένα βέλος εξ επαφής. Εκείνη σκέφτεται το βέλος ανάμεσα στα στήθη της σαν να μην μπορεί να πιστέψει αυτό που βλέπει: τον δικό της θάνατο» γράφει ο Τζόναθαν Τζόουνς, δημοσιογράφος του Guardian με ειδίκευση στην τέχνη.
Λίγο μετά την ολοκλήρωση του πίνακα ο Καραβάτζο θα είχε την ίδια τύχη με την Αγία Ούρσουλα. Πλέοντας βόρεια από την περιοχή της Νάπολης προς τη Ρώμη, μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού, με μια φελούκα με τριγωνικό πανί, συνελήφθη όταν έκανε μια σύντομη στάση σε έναν παραλιακό προορισμό και μέχρι να απελευθερωθεί οι αποσκευές του, περιλαμβανομένων των νέων έργων του, είχαν φύγει χωρίς αυτόν.
Φαίνεται ότι προσπάθησε, τρέχοντας ή με κάποιο μέσο, να προλάβει το πλοίο και κάποια στιγμή μάλλον (αυτή είναι η επικρατέστερη άποψη) κόλλησε ελονοσία, με μοιραία κατάληξη: ήταν μόλις 38 ετών όταν άφησε την τελευταία του πνοή στο Πόρτο Ερκολε της νότιας Τοσκάνης, στις 18 Ιουλίου 1610.
Ωστόσο, ο Τζόναθαν Τζόουνς εξακολουθεί να διερωτάται ποιος σκότωσε τον Καραβάτζο. Ενώ ο κύριος ύποπτος είναι το κουνούπι Ανωφελές (Anopheles), που μεταδίδει την ελονοσία, το τέλος του εξακολουθεί να περιβάλλεται από μυστήριο. Τους μήνες πριν από το μοιραίο ταξίδι ο ζωγράφος ήταν σε απελπιστική κατάσταση, βαριά τραυματισμένος και σε φυγή.
Το προηγούμενο διάστημα περιπλανιόταν στη Σικελία, ανησυχώντας ότι τον ακολουθούσαν, αλλά και ζωγραφίζοντας μια σειρά από θρησκευτικά αριστουργήματα στις Συρακούσες, στη Μεσσήνη και στο Παλέρμο. Δεν ξεκουραζόταν πουθενά. Στη συνέχεια μετέβη δια θαλάσσης στη Νάπολη, όπου σύντομα η ταραχή του αποδείχθηκε δικαιολογημένη.
Εξω από ένα πανδοχείο τού επιτέθηκε μια ομάδα ανδρών οι οποίοι του χαράκωσαν το πρόσωπο τόσο άσχημα που μετά ήταν «αγνώριστος», σύμφωνα με μια βιογραφία του 17ου αιώνα. Η επίθεση, όμως, δεν ήταν τυχαία. Οι δράστες τον αναζητούσαν και μπορεί όντως να τον ακολουθούσαν, όπως φοβόταν ο Καραβάτζο, ήδη από τη Σικελία.
Οσον αφορά την ταυτότητα των δραστών, ο δημοσιογράφος του Guardian επικαλείται έναν σχεδόν σύγχρονο βιογράφο του ζωγράφου, ονόματι Τζοβάνι Πιέτρο Μπελόρι, σύμφωνα με τον οποίο ο Καραβάτζο καταδιωκόταν από μέλη του Τάγματος των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη, ένα ρωμαιοκαθολικό στρατιωτικό τάγμα στο οποίο ο καλλιτέχνης είχε αποπειραθεί να προσχωρήσει, μεταβαίνοντας στο προπύργιό του, τη Μάλτα. Κατέφυγε στη Νάπολη επειδή αισθανόταν ότι κινδύνευε, «και ελπίζοντας να κατευνάσει τον Μέγα Μάγιστρο του Τάγματος, ο Καραβάτζο του έστειλε ως δώρο μισή φιγούρα της Ηρωδιάδας με το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή».
Αυτός ο Μέγας Μάγιστρος των Ιπποτών του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη ήταν ένας γάλλος ευγενής που ονομαζόταν Αλόφ ντε Ουινιακούρ, ο οποίος αρχικά αντιμετώπισε φιλικά τον Καραβάτζο και υποστήριξε το αίτημά του να προσχωρήσει στο Τάγμα. Πλέον, όμως, η οργή, η δική του και των ιπποτών του, ήταν απύθμενη. Το δώρο του Καραβάτζο δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα και «μια μέρα, στην πόρτα της Ταβέρνας του Τσιτίλιο, περικυκλώθηκε από ένοπλους άνδρες που του επιτέθηκαν και τον τραυμάτισαν στο πρόσωπο». Γιατί, όμως, οι Ιππότες καταδίωκαν τον Καραβάτζο; Και γιατί δεν διέταξαν τους άνδρες που του επιτέθηκαν να τον σκοτώσουν;
«Δεν έχει διασωθεί σχεδόν καμία από τις καταγεγραμμένες μαρτυρίες του Καραβάτζο. Οι καταθέσεις του ενώπιον της Δικαιοσύνης στις συχνές δίκες του με τις κατηγορίες της βίας, της κλοπής ή της συκοφαντικής δυσφήμισης έχουν την τραχύτητα ενός συνηθισμένου εγκληματία που δεν αποκαλύπτει τίποτα. Οι πίνακές του, όμως, αφηγούνται μια άλλη ιστορία» γράφει ο Τζόναθαν Τζόουνς. Σε τι ακριβώς αναφέρεται;
Το 1590, λίγο μετά την άφιξή του στη Ρώμη από το Μιλάνο, όπου μαθήτευσε, ζωγράφισε τον εαυτό του σε έναν πίνακα ως Βάκχο και σύμφωνα με τον βρετανό δημοσιογράφο με ειδίκευση στην τέχνη πρόκειται για μια «αφοπλιστική, σκόπιμα ανησυχητική αυτοπροσωπογραφία. Κάθεται με γυμνή πλάτη σε ένα χαμηλό τραπέζι, κρατώντας ένα τσαμπί […] πράσινα σταφύλια […] το νεαρό σώμα και το πρόσωπό του έχουν ένα άρρωστο χρώμα […] σε ηλικία περίπου 22 ετών εμφανίζεται εθισμένος στην ηδονή και πρόωρα γερασμένος, ένας βακχικός γλεντζές στην πόρτα του θανάτου» συνοψίζει ο Τζόναθαν Τζόουνς. «Είναι μια εικόνα του καλλιτέχνη ως άνομου».
Μετά από αυτό το έργο, το πρόσωπο του Καραβάτζο εμφανίζεται τακτικά στην τέχνη του. Στον τεράστιο πίνακα που αναπαριστά το «Μαρτύριο του Αγίου Ματθαίου» και τον κατέστησε αστέρι της θρησκευτικής ζωγραφικής στην αναγεννημένη Ρώμη των αρχών του 1600 κοιτάζει με αγωνία τον Ματθαίο, ο οποίος πρόκειται να σκοτωθεί από έναν σχεδόν γυμνό νεαρό που στέκεται από πάνω του με ένα σπαθί στο χέρι. Σύντομα, ωστόσο, ένας άλλος φόνος, πραγματικός, επρόκειτο να συνταράξει τη ζωή του ζωγράφου.
Το 1606, έπειτα από καβγά που ξέσπασε κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού, ήρθε στα χέρια με τον αντίπαλό του, έναν τύπο ονόματι Ρανούντσιο Τομασόνι, και τελικά τον σκότωσε. Αναγκάστηκε να διαφύγει αμέσως από τη Ρώμη με κατεύθυνση προς τον Νότο.
«Η τέχνη του Καραβάτζο άλλαξε βαθιά αφότου σκότωσε τον Ρανούτσιο. Δεν υπήρχαν πια σταφύλια. Ακόμη και σε έναν από τους πιο έντονα χριστιανικούς καμβάδες που είχε ζωγραφίσει πριν από τη δολοφονία, το “Δείπνο στους Εμμαούς”, βρίσκει χώρο για μια λαμπρή νεκρή φύση με ένα καλάθι γεμάτο φρούτα. Τέτοιες ευχάριστες λεπτομέρειες εξαφανίστηκαν από την τέχνη του Καραβάτζο όταν ήταν σε φυγή. Το πινέλο του έγινε πιο σκληρό, πιο εκφραστικό, σε μια περιορισμένη, έντονη παλέτα.
»Στην πρώτη του επίσκεψη στη Νάπολη ζωγράφισε τις “Επτά Πράξεις του Ελέους”, μια σχεδόν μονόχρωμη νυχτερινή σκηνή που διαδραματίζεται στους κακόφημους δρόμους της πόλης, όπου οι άνθρωποι κάνουν ταπεινές πράξεις καλοσύνης. Αυτός ο πίνακας είναι καινούργιος από άποψη διάθεσης: είναι παθιασμένος και ταπεινός. Η ένταση αυτής της έκκλησης για ευπρέπεια και καλοσύνη δείχνει ότι ο Καραβάτζο ήταν απόλυτα ειλικρινής όταν απέπλευσε για τη Μάλτα τον Ιούλιο του 1607, σχεδιάζοντας να ενταχθεί στο Τάγμα του Αγίου Ιωάννη» γράφει ο Τζόναθαν Τζόουνς.
Το προπύργιο του Τάγματος, η Βαλέτα, εξακολουθεί να είναι ένα επιβλητικό φρούριο με τεράστιους πέτρινους προμαχώνες. Μέσα σε αυτή την καλά προστατευμένη πολιτεία υπήρχαν πολυτελείς οικίες όπου ζούσαν ιππότες από διάφορες χώρες, με τον βρετανό δημοσιογράφο να κάνει λόγο για μια «ελίτ διεθνή τάξη». Στο πίνακά του «Ο Αποκεφαλισμός του Ιωάννη του Βαπτιστή» ο Καραβάτζιο υπέγραψε ως «F. Michelangelo», με το F να είναι συντομογραφία του frate, που σημαίνει αδελφός, μοναχός στην προκειμένη περίπτωση. «Είναι ένας νέος, εξαγνισμένος άνθρωπος, ισχυρίζεται: ο αδελφός Μιχαήλ Αγγελος, ο χριστιανός στρατιώτης» συνοψίζει ο Τζόναθαν Τζόουνς.
Τα έργα που έκανε για τους Ιππότες του Αγίου Ιωάννη και, στη συνέχεια, καθώς τον καταδίωκαν, είναι ίσως τα σπουδαιότερά του. Ο «Αποκεφαλισμός του Ιωάννη του Βαπτιστή» είναι η απεικόνιση μιας θηριωδίας από αυτόπτες μάρτυρες. Μας μεταφέρει στην αυλή μιας φυλακής. Οι κρατούμενοι παρακολουθούν πίσω από τα κάγκελα, παίρνοντας μια γεύση της δικής τους πιθανής μοίρας. Ενας δήμιος κρατάει ένα μαχαίρι πίσω από την πλάτη του. Εχει ήδη αποκεφαλίσει τον γκριζοπρόσωπο Ιωάννη με ένα σπαθί, αλλά όχι εντελώς. Υπάρχει ένα κομμάτι σάρκας που πρέπει να κοπεί, ώστε να αφαιρεθεί τελείως το κεφάλι, με τον Καραβάτζο να αναδεικνύει τη βία στις πραγματικές της διαστάσεις, ως αυτόπτης μάρτυρας και φονιάς ο ίδιος.
Ωστόσο, παρά αυτή τη στροφή του Καραβάτζο και τον νέο ιδεαλισμό του, τα έργα που φιλοτέχνησε στη Μάλτα τον δείχνουν να κινείται στα ακρότατα όρια του κώδικα ηθικής των Ιπποτών, με τον Τζόναθαν Τζόουνς να κάνει λόγο για μια κεκαλυμμένη μεν αλλά διακριτή σεξουαλικότητα. Αναφέρεται ενδεικτικά στο πορτρέτο του Μεγάλου Μαγίστρου του Τάγματος που φιλοτέχνησε, και στο βλέμμα του ιπποκόμου του που στέκεται δίπλα του και κοιτάζει τον ζωγράφο. «Είναι δύσκολο να δεις αυτό το βλέμμα ως μη σεξουαλικό όταν γνωρίζεις τους πρώιμους πίνακες του Καραβάτζο, με εκδιδόμενους άνδρες να προσφέρουν φρούτα, ή τις απεικονίσεις του Τσέκο, “του αγοριού που ξάπλωνε μαζί του”, όπως τον αποκαλεί μια πηγή του 17ου αιώνα» γράφει ο Τζόουνς.
Ομως ο Καραβάτζο συνελήφθη και κατέληξε στη φυλακή των Ιπποτών για καβγάδες, όχι για σεξ. Κατάφερε να δραπετεύσει και κατέφυγε στις Συρακούσες της Σικελίας. Αλλά ο ζωγράφος, πέρα από εξωτερικούς εχθρούς, είχε και εσωτερικούς δαίμονες να τον κατατρέχουν. Στις Συρακούσες ζωγράφισε την «Ταφή της Αγίας Λουκίας», έναν πίνακα «συγκινητικό αλλά και μακάβριο» σύμφωνα με τον βρετανό ειδικό.
«Ο Καραβάτζο κατέληξε να ελκύεται από τον θάνατο όπως κάποτε από τα σταφύλια και τα αγόρια» γράφει, θυμίζοντας ότι στη συνέχεια, στη Μεσσήνη, ζωγράφισε την «Ανάσταση του Λαζάρου», ένα έργο που «μεταφέρει τη θρησκευτική τέχνη στην επικράτεια του τρόμου», και μετά, αφού διέφυγε μέσω Παλέρμο στη Νάπολη, ζωγράφισε το «Μαρτύριο της Αγίας Ούρσουλας», το τελευταίο του έργο.
Τι ακριβώς συνέβη λοιπόν στην ταβέρνα της Νάπολης; Οπως εξηγεί ο Τζόναθαν Τζόουνς, η παραμόρφωση του προσώπου που υπέστη ο Καραβάτζο παραπέμπει σε μια τελετουργική τιμωρία γνωστή ως sfregio. Αυτή η βάναυση (και συνήθης στην Ιταλία του 17ου αιώνα) πρακτική του χαρακώματος του προσώπου καταδείκνυε πως το θύμα ήταν ένοχο σεξουαλικής αισχύνης, ενώ οι θύτες ήταν, φυσικά, πάντα άνδρες και τα θύματα γυναίκες, ιερόδουλες κατά βάση, αλλά και ερωμένες και σύζυγοι.
«Μήπως ο Καραβάτζο σημαδεύτηκε με παρόμοιο τρόπο από τους Ιππότες του Αγίου Ιωάννη για σεξουαλικό έγκλημα ή σκάνδαλο;» διερωτάται ο Τζόναθαν Τζόουνς. «Νομίζω ότι είναι δυνατό και τα στοιχεία υπάρχουν στα έργα του» απαντά ο ίδιος. Γιατί η ματιά ανάμεσα σε αυτόν και τον ιπποκόμο του Μεγάλου Μαγίστρου μπορεί να ήταν κάτι περισσότερο από μια ζωγραφική πρόκληση, ενώ δεν αποκλείεται επίσης ο ζωγράφος να είχε έρθει πολύ κοντά στον ίδιο τον Μάγιστρο, τον οποίο ο Καραβάτζο ζωγράφισε γυμνόστηθο ως Αγιο Ιερώνυμο.
Ταπεινωμένος και χαρακωμένος μετά την επίθεση στη Νάπολη, ο Καραβάτζο έλαβε κάποια στιγμή την είδηση της χάρης του για τη δολοφονία του Ρανούτσιο. Επρεπε μόνο να επιστρέψει στη Ρώμη για να λάβει την ευλογία του Πάπα.
«Ολα θα πήγαιναν καλά. Μόνο που, προφανώς, δεν το πίστευε. Στο “Μαρτύριο της Αγίας Ούρσουλας” η αγία κοιτάζει το βέλος, σαστισμένη αλλά αποδεχόμενη τη μοίρα της. Υπομένει παθητικά τον θάνατό της» γράφει ο Τζόναθαν Τζόουνς. «Ο τελευταίος πίνακας του Καραβάτζο είναι μια επιστολή αυτοκτονίας. Δεν πρόκειται να λάβει τη χάρη. Το πλοίο περιμένει και με τον έναν ή τον άλλον τρόπο βρίσκεται σχεδόν στο τέλος του ταξιδιού του» προσθέτει, ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του.