H πριγκίπισσα Νταϊάνα κοιτάζει από το πίσω τζάμι της Mercedes, λίγο πριν από τη θανατηφόρα σύγκρουση. Στο τιμόνι διακρίνεται o οδηγός Ανρί Πολ | EPA/CreativeProtagon
Θέματα

Ο τελευταίος και μοιραίος οδηγός της Lady D

Ποιος ήταν ο Ανρί Πολ, ο άνθρωπος που τόσο η γαλλική όσο και η βρετανική αστυνομία θεώρησαν εξ αρχής υπεύθυνο για το αυτοκινητιστικό δυστύχημα όπου σκοτώθηκε η πριγκίπισσα Νταϊάνα βυθίζοντας στο πένθος ολόκληρη τη Βρετανία αλλά και εκατομμύρια ανθρώπους στον υπόλοιπο κόσμο, την 31η Αυγούστου του 1997
Protagon Team

Εως την 31η Αυγούστου του 1997 ο Aνρί Πολ ήταν ένας κοινός και άσημος θνητός που έβγαζε τα προς ζην εργαζόμενος ως επικεφαλής ασφαλείας στο ξενοδοχείο Ritz της γαλλικής πρωτεύουσας. Ελάχιστες ώρες, ωστόσο, μετά τα μεσάνυχτα εκείνης της ημέρας έγινε γνωστός σε ολόκληρο τον κόσμο ως ο άνθρωπος που κρατούσε το τιμόνι της μαύρης Mercedes – Benz S280 στην οποία επέβαιναν η 36χρονη πριγκίπισσα Νταϊάνα και ο 42χρονος σύντροφός της Ντόντι αλ Φαγιέντ πριν αυτή προσκρούσει (με ταχύτητα άνω των 100 χιλιομέτρων την ώρα) και συντριβεί σε μια τσιμεντένια κολόνα στήριξης της οροφής μιας σήραγγας στην καρδιά του Παρισιού.

Η σφοδρή σύγκρουση είχε ως αποτέλεσμα τον ακαριαίο θάνατο του Ανρί Πολ και του Ντόντι αλ Φαγιέντ. Ο συνοδηγός Τρέβορ Ρις Τζόουνς, μέλος της προσωπικής φρουράς της οικογένειας Φαγιέντ, τραυματίστηκε σοβαρά ενώ η πριγκίπισσα Νταϊάνα άφησε την τελευταία της πνοή περίπου τέσσερις ώρες αργότερα στο νοσοκομείο όπου διακομίστηκε αμέσως μετά το μοιραίο συμβάν.

Ποιος ήταν, όμως, στην πραγματικότητα ο Ανρί Πολ, διερωτάται σε κείμενό του στη La Repubblica ο ιταλός συγγραφέας και δημοσιογράφος Πίνο Κορίας, καθώς αποπειράται να παρουσιάσει το προφίλ του ανθρώπου που τόσο η γαλλική όσο και η βρετανική αστυνομία θεώρησαν εξ αρχής υπεύθυνο για το αυτοκινητιστικό δυστύχημα που βύθισε στο πένθος ολόκληρη τη Βρετανία αλλά και εκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο.

Μαζί με τον Ντόντι Αλ Φαγιέντ σε διακοπές

Ο Ανρί Πολ γεννήθηκε (τον Ιούλιο του 1956) και μεγάλωσε στο Λοριάν, ένα σημαντικό λιμάνι της βορειοδυτικής Γαλλίας στην περιοχή της Βρετάνης. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου η γενέτειρά του αποτέλεσε τη βάση των γερμανικών υποβρυχίων που περιπολούσαν τον Ατλαντικό Ωκεανό, γεγονός που εξηγεί γιατί η πόλη βομβαρδίστηκε ανηλεώς από τα αεροσκάφη των συμμαχικών δυνάμεων. Μετά το τέλος του πολέμου ανοικοδομήθηκε από την αρχή ενώ οι περισσότεροι κάτοικοί της άρχισαν δειλά δειλά να επιστρέφουν στη θάλασσα για να εργαστούν είτε ως αλιείς είτε ως ναυτικοί. Αλλά ο Ανρί Πολ, γιος ενός δασκάλου και μιας δημόσιας υπαλλήλου, αγαπούσε περισσότερο τα σύννεφα από τα κύματα, με αποτέλεσμα να αποκτήσει άδεια ιδιώτη πιλότου στην ηλικία των 20 ετών και να υπηρετήσει στη συνέχεια τη στρατιωτική του θητεία στην πολεμική αεροπορία της Γαλλίας.

Στη συνέχεια μετέβη στο Παρίσι όπου αρχικά εργάστηκε ως εκπρόσωπος πωλήσεων σε μια ναυπηγική εταιρεία. Εως την ημέρα που – έξι χρόνια μετά και με τον Ανρί να έχει φτάσει στην ηλικία των τριάντα ετών – ένας στενός του φίλος τον ενημέρωσε πως στο Hotel Ritz, το θρυλικό ξενοδοχείο της Πλας Βαντόμ, στην καρδιά του Παρισιού, αναζητούσαν άτομα για τη στελέχωση του προσωπικού ασφαλείας.

Ο Ανρί Πολ προσελήφθη αμέσως και σύμφωνα με μαρτυρίες των συναδέλφων του ήταν προσηλωμένος στη δουλειά του, υπομονετικός και ιδιαίτερα ευγενικός με τους ζάπλουτους και ιδιότροπους πελάτες του ξενοδοχείου. Κατάφερε να κερδίσει γρήγορα τους προϊσταμένους του και κατέληξε να γνωρίσει προσωπικά τον Μοχάμεντ αλ Φαγιέντ, πατέρα του Ντόντι και ιδιοκτήτη του Ritz, γεγονός που συνέβαλε στο να διοριστεί έπειτα από μερικά χρόνια επικεφαλής ασφαλείας του ιστορικού ξενοδοχείου που τόσο η Κοκό Σανέλ όσο και ο Μαρσέλ Προυστ, μεταξύ άλλων, δήλωναν πως ήταν το δεύτερο σπίτι τους.

Ο Ανρί Πολ εισέρχεται στο ξενοδοχείο Ριτζ για να συναντήσει το ζευγάρι

Σε αντίθεση με τον Ντόντι αλ Φαγιέντ, στον οποίο ο πατέρας του παρείχε περί τις 100.000 δολάρια τον μήνα ώστε να μπορεί αυτός ο γόης του τζετ σετ να ικανοποιεί τις όποιες ανάγκες του, ο Ανρί Πολ κέρδιζε περί τις 30.000 δολάρια τον χρόνο. Εμενε στο νοίκι, σε ένα δυάρι, απέναντι από την Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας και στη γειτονιά του είχε τη φήμη του ευγενικού και πράου ανθρώπου.

Την 30η Αυγούστου του 1997 ο Ανρί Πολ ήταν εκτός υπηρεσίας. Το κάλεσαν, ωστόσο, λόγω ενός αναπάντεχου συμβάντος. Ο Ντόντι και η ερωμένη του πριγκίπισσα Νταϊάνα είχαν μόλις φτάσει στο Ritz ως ζευγάρι πλέον, δεδομένου ότι στις αρχές του Αυγούστου ένας ιταλός παπαράτσι είχε καταφέρει να τους απαθανατίσει να φιλιούνται πάνω στο μήκους 64 μέτρων super-yacht του Ντόντι που έπλεε στα νερά της Σαρδηνίας, αποκαλύπτοντας, έτσι, σε όλην την υφήλιο το ειδύλλιο της μητέρας του μελλοντικού βασιλιά της Αγγλίας με τον ζάπλουτο αιγύπτιο (και μουσουλμάνο) πλέι μπόι.

Ο Ανρί Πολ έφτασε στο ξενοδοχείο οκτώ λεπτά μετά τις δέκα το βράδυ. Πάρκαρε το αυτοκίνητό του, αστειεύτηκε με τους δεκάδες παπαράτσι που βρίσκονταν συγκεντρωμένοι μπροστά από την είσοδο του ξενοδοχείου και στη συνέχεια πήγε να συναντήσει τον Ντόντι και την Νταϊάνα. Η οποία λιγότερο από δύο ώρες μετά, αντί να παραμείνει εντός της αυτοκρατορικής σουίτας στην οποία είχε καταλύσει μαζί με τον σύντροφό της, εξέφρασε την επιθυμία της να μεταβεί στο υπερπολυτελές ρετιρέ του Ντόντι με θέα στα Ηλύσια Πεδία.

Ο συνοδηγός Τρέβορ Ρις Τζόουνς, ο μοναδικός που σώθηκε από το τραγικό δυστύχημα

Αποφασίζουν τελικά να φύγουν και λίγα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα επιβιβάζονται στη μοιραία Mercedes – Benz S280 η οποία ήταν παρκαρισμένη στο υπόγειο χώρο στάθμευσης του ξενοδοχείου. Στη θέση του οδηγού κάθεται ο Ανρί Πολ ενώ δίπλα του βρίσκεται ο 29χρονος Τρέβορ Ρις Τζόουνς, πρώην αλεξιπτωτιστής και προσωπικός σωματοφύλακας του Ντόντι.

Αναχωρούν σχεδόν αθόρυβα από μια παράπλευρη έξοδο. Τους αντιλαμβάνονται, ωστόσο, κάποιοι φωτογράφοι που καιροφυλακτούν στο σημείο, προλαβαίνοντας, μάλιστα, να ενημερώσουν τους υπόλοιπους συναδέλφους τους και έτσι, αναπόφευκτα, ξεκινά μια καταδίωξη στην καρδιά του Παρισιού με την μαύρη λιμουζίνα να προπορεύεται και πίσω της να ακολουθούν καμιά δεκαριά αυτοκίνητα και άλλες τόσες μοτοσικλέτες.

Είκοσι τρία λεπτά μετά τα μεσάνυχτα ο Ανρί Πολ επιλέγει να εισέλθει στη σήραγγα Ποντ ντε λ’ Αλμά, έχοντας αναπτύξει υπερβολική ταχύτητα. Χάνει, ωστόσο, ξαφνικά τον έλεγχο του αυτοκινήτου, το οποίο καρφώνεται τελικά στην 13η από τις 30 κολόνες στήριξης της οροφής της μοιραίας σήραγγας.

Τα συντρίμμια της  Mercedes-Benz S280

Μέτα τον εκκωφαντικό κρότο της σύγκρουσης επικρατεί μια εξίσου εκκωφαντική σιωπή. Ο Ανρί Πολ και ο Ντόντι αλ Φαγιέντ είναι ήδη νεκροί, ο Χένρι Ρις Τζόουνς έχει τραυματιστεί σοβαρά στο πρόσωπο ενώ η πριγκίπισσα Νταϊάνα εξακολουθεί να αναπνέει. Καταφτάνουν οι παπαράτσι. Κάποιοι προσπαθούν να απεγκλωβίσουν τα θύματα ενώ κάποιοι άλλοι δεν διστάζουν να απαθανατίσουν το μοιραίο γεγονός, βγάζοντας πλήθος φωτογραφιών, έως η στιγμή που ακούγεται ο ήχος από τις σειρήνες των περιπολικών.

Πέντε φωτογράφοι συλλαμβάνονται επί τόπου και άλλοι δύο στη συνέχεια, με τη γαλλική αστυνομία να κατάσχει συνολικά είκοσι φιλμ. Η Νταϊάνα μεταφέρεται εσπευσμένα στο νοσοκομείο Pitié-Salpêtrière αλλά παρά τις προσπάθειες των γιατρών να την κρατήσουν στη ζωή, λιγότερο από δύο ώρες μετά αφήνει την τελευταία της πνοή.

Μπροστά στο άψυχο σώμα της αδικοχαμένης και εύθραυστης και διαρκώς κυνηγημένης – από τη Βασίλισσα Ελισάβετ, από τους παπαράτσι, ακόμα και από τον ίδιο της τον εαυτό – πριγκίπισσας υποκλίθηκαν τρία εκατομμύρια Λονδρέζοι αλλά και δισεκατομμύρια τηλεθεατές σε κάθε γωνία της Γης.

Οσον αφορά τον Ανρί Πολ, εξακολουθεί να θεωρείται ο άνθρωπος που φέρει την ευθύνη για τον άδικο χαμό του Ντόντι και της Νταϊάνα. Οχι επειδή ήταν μέλος των αγγλικών μυστικών υπηρεσιών που δρούσε για λογαριασμό της βασιλικής οικογένειας της Βρετανίας τα μέλη της οποίας ήθελαν να απαλλαγούν από την άσωτη πριγκίπισσα, όπως υποστήριξαν πολλοί στο πλαίσιο των αμέτρητων θεωριών συνωμοσίας που κυκλοφόρησαν τους μήνες και τα χρόνια μετά το δυστύχημα, αλλά γιατί οδηγούσε έχοντας αναπτύξει υπερβολική ταχύτητα και υπό την επήρεια αλκοόλ.