«Ας μιλήσουμε για τη σέξι ζωή μου», λέει με το γνωστό, φλεγματικό του χιούμορ ο Μπιλ Νάι, προτού καλά καλά, καθίσει στη θέση του, στο γωνιακό καφέ, το οποίο υπέδειξε στον Eντ Κάμινγκ της βρετανικής εφημερίδας Daily Telegraph, για να του πάρει συνέντευξη. Ο νεαρός δημοσιογράφος τον παρατηρούσε από μακριά καθώς έφθανε στο ραντεβού τους, έξω από το μικρό καφέ. Άλλωστε ήταν μια παρουσία, που σχεδόν ποτέ δεν περνούσε απαρατήρητη. «Άγγλος» στο ραντεβού του, έφθασε στο ακριβώς της ώρας, κομψά ντυμένος όπως πάντα, με ασυνήθιστα κοντοκουρεμένο μαλλί, που όλως περιέργως του πήγαινε. Τα μαλλιά του έδειχναν τόσο λεία, που ήθελες να τα ακουμπήσεις. Μασούσε με μανία μια τσίχλα, γεγονός που δεν ταιριάζει με το κατά τα άλλα καλαίσθητο παρουσιαστικό του. Το καλοραμμένο κοστούμι του εφάρμοζε τέλεια στην ψηλόλιγνη σιλουέτα του. Πάντα ντυνόταν, άλλωστε σαν να είναι λίγο πιο μεγάλος από την ηλικία του, οπότε σήμερα στα 72 του φαίνεται σαν ένας «cool λίγο μεγαλύτερος μάγκας».
«Είμαι λίγο κουρασμένος», θα πει αμέσως μετά, «μόλις προσγειώθηκα από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο». Σηκώνει το χέρι του για να παραγγείλει. Το άκρο του είναι ελαφρώς παραμορφωμένο, καθώς πάσχει από τα 20 του χρόνια από τη νόσο του Ντουπουιτράν (επιστημονικά: ρίκνωση της παλαμιαίας απονεύρωσης). «Λοιπόν;» Κοιτά ανυπόμονα το δημοσιογράφο πίσω από τα χοντρά του γυαλιά. «Δεν κοιμηθήκατε στο αεροπλάνο;», ρωτάει αμήχανα εκείνος, σαστισμένος αφού ξαφνικά το έντονο αυτό βλέμμα ήταν σαν να διέκοψε τις σκέψεις του, με τις οποίες τον περιεργαζόταν. «Αν δυσκολεύομαι να κοιμηθώ στα αεροπλάνα; Δύσκολο, νεαρέ μου, είναι να κοιμηθώ γενικώς», απαντά με αυτή τη βαθιά, μετρημένη φωνή του. «Δεν φημίζομαι για υπναράς».
Ευτυχώς φημίζεται για πολλά άλλα πράγματα, μα πιο πολύ για την ερμηνεία του ως Μπίλι Μακ στο «Love Actually». Φέτος φαίνεται ότι έχει βάλει πλώρη για τα Όσκαρ, καθώς η ερμηνεία του στο φιλμ «Living», ένα ριμέικ του συγκλονιστικού αριστουργήματος «Καταδικασμένος» («Ikuru») που γύρισε το 1953 ο Ακίρα Κουροσάβα, λέγεται ότι είναι καθηλωτική. Στο «Living», όπου το σενάριο έχει διασκευαστεί από τον νομπελίστα και πολυβραβευμένο λογοτέχνη Καζούο Ισιγκούρο, συγγραφέα του «Απομεινάρια μιας Ημέρας», ο Νάι υποδύεται έναν δημόσιο υπάλληλο, τον κύριο Γουίλιαμς, που αποφασίζει να βρει το νόημα της ζωής.
Ο νομπελίστας συγγραφέας μεταφέρει την ιστορία στο μεταπολεμικό Λονδίνο του 1952 και σε έναν υπάλληλο (Μπιλ Νάι) που έχει γίνει ακόμα ένα «γρανάζι της γραφειοκρατίας», στο πλαίσιο της ανοικοδόμησης της Αγγλίας, μετά τον καταστροφικό Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Όταν μαθαίνει ότι πάσχει από θανατηφόρα ασθένεια, ξεκινά μια προσπάθεια για να βρει κάποιο νόημα στη ζωή του, λίγο πριν πεθάνει. Αρχικά, προσπαθεί να μπει στον κόσμο της «ακολασίας», ενώ κατόπιν θα αδιαφορήσει για τις οικογενειακές και εργασιακές του ευθύνες. Σύντομα, θα γνωρίσει μια νεαρή συνάδελφό του που θα αναζωογονήσει το ενδιαφέρον του για τη ζωή και θα του δείξει έναν τρόπο να αντιμετωπίσει το θάνατό του και πώς να αξιοποιήσει την πολυετή εμπειρία του, για να προωθήσει ένα χρόνιο αίτημα μιας φτωχογειτονιάς, για τη δημιουργία μιας παιδικής χαράς σε έναν σκουπιδότοπο, στο ανατολικό Λονδίνο.
Όπως και ο κύριος Γουίλιαμς, τον οποίο υποδύεται, έτσι και ο Μπιλ Νάι μεγάλωσε στα προάστια του Σάρεϊ. Ήταν το μικρότερο παιδί μιας οικογένειας. Η μητέρα του ήταν νοσοκόμα σε ψυχιατρική κλινική και ο πατέρας του διαχειριζόταν ένα γκαράζ. Ο δημοσιογράφος τον ρωτά εάν πλάθοντας το χαρακτήρα του, μέσα στον κόσμο της ταινίας βρήκε κάτι από τον παιδικό του εαυτό. «Το έκανα, ναι», απαντά ο Νάι, «ήμουν φτωχός. Θα ήμουν ένα από αυτά τα παιδιά, για τα οποία προοριζόταν η παιδική χαρά». Οπως εξηγεί στον δημοσιογράφο δεν είχε αποφασίσει εξαρχής να γίνει ηθοποιός.
Σε νεαρή ηλικία, ο Νάι μετακόμισε στο Παρίσι. «Μου την έπεσαν για να κάνω κάτι σαν ζιγκολό», λέει γελώντας, «να κρατώ επί χρήμασι συντροφιά σε ηλικιωμένες κυρίες». Συνέχισε λέγοντας ότι αρνήθηκε και αηδιασμένος έφυγε για το Λονδίνο, όπου σπούδασε στο Guildford School of Acting, όπου ανακάλυψε το πάθος του για την υποκριτική.
Με την Εϊμι Λου Γουντ, συμπρωταγωνίστρια του στο «Living»
«Ποιες είναι οι συνήθειές σας; Τι σας αρέσει;» ρωτά ο δημοσιογράφος. «Διαβάζω πολλά, πάρα πολλά βιβλία. Πάντα διαβάζω ένα μυθιστόρημα ή κάτι τέτοιο», λέει ο Νάι, όμως συμπληρώνει κατηγορηματικά, «δεν διαβάζω εφημερίδες, δεν παρακολουθώ ειδήσεις». Σταματά και περιγράφει λίγο πώς βίωσε το θάνατο της Βασίλισσας Ελισάβετ, για να αλλάξει και πάλι θέμα, ξαφνικά λέγοντας ότι κάποτε είχε δοκιμάσει για έναν ρόλο, ένα κοστούμι του Καρόλου. «Ενα φανταστικά καλοραμμένο ρούχο, σε βαθύ μπλε! Με είχε ενθουσιάσει!», λέει με ένα βλέμμα που ξαφνικά πετά σπίθες.
Ο Εντ Κάμινγκ παρατηρεί ότι όπως μιλούν, ο Νάι συχνά χρησιμοποιεί τις ίδιες λέξεις και ό,τι κι αν λέει, τελικά καταλήγει να μιλάει για στυλ και ρούχα. Κοστούμια, μεταξωτά πουκάμισα, καλοραμμένα γιλέκα και γραβάτες, ό,τι τον συναρπάζει! «Μοναδικό μελανό σημείο στο ντύσιμό μου, όταν υποχρεωτικά έβαλα φόρμες γυμναστικής, για να ξεκινήσω να αθλούμαι. Όταν άρχισα τη γυμναστική, ήμουν μεσήλικας, μη φανταστείς!», θα πει στον δημοσιογράφο. Ο Κάμινγκ θα σκεφτεί τότε ότι η ψιλόλιγνη σιλουέτα του ήταν μάλλον θέμα γονιδίων, παρά έντονης προσπάθειας. Ο ηθοποιός ήταν σαν να διάβασε τη σκέψη του: «Επειδή πάντα μου άρεσαν τα καφέ και τα μπιστρό – είναι μια πολυτέλεια που την προσφέρω καθημερινά στον εαυτό μου – έτρωγα συνέχεια!
«Ο κόσμος νομίζει ότι δεν τρώω, κι όμως θα έπεφταν από τα σύννεφα, εάν έβλεπαν πόσο τρώω», λέει ο Νάι, «καταρχήν, μια ζωή τρώω για πρωινό σολομό, τώρα έχω αλλάξει τη συνήθειά μου αυτή και προτιμώ το πρωί μια ομελέτα με παρμεζάνα και αβοκάντο».
Θα εξηγήσει αργότερα στο δημοσιογράφο ότι ποτέ η γυμναστική δεν ήταν το φόρτε του και ότι την ξεκίνησε αρκετά απρόθυμα. Ήταν άλλωστε, ένα μεγάλο χρονικό διάστημα που έπινε, είχε πρόβλημα με το αλκοόλ, αλλά το σταμάτησε, όπως εξηγεί, όταν η καριέρα του απογειώθηκε. «Σιχαίνομαι όμως την άσκηση. Για την ακρίβεια, έχω μεγάλο ταλέντο στην τεμπελιά», λέει γελώντας, «για να στο πω αλλιώς, έγινα ηθοποιός εξαρχής επειδή είχα καταλάβει από νωρίς ότι ανάμεσα στις περιόδους που θα είχα δουλειά, θα υπήρχαν μεγάλα διαστήματα στα οποία δεν θα έκανα απολύτως τίποτα. Τελικά, δεν είμαι απολύτως σίγουρος εάν είναι τα πράγματα, ακριβώς όπως τα σκέφτηκα», θα γελάσει.
«Ποια είναι η ρουτίνα σας;», ρωτά ο ρεπόρτερ της Telegraph. «Α! Η ρουτίνα είναι μέρος του μηχανισμού για την αντιμετώπιση των πιέσεων της δουλειάς. Μου αρέσει να σηκώνομαι μιάμιση ώρα προτού πάω οπουδήποτε. Τι κάνω σε αυτό τον χρόνο; Πάω σε ένα καφέ ή αγοράζω ένα νέο βιβλίο», θα απαντήσει ο ηθοποιός, «επίσης μου αρέσει να τρώω προτού πάω στο γύρισμα. Δεν θέλω να φάω, όταν φτάσω εκεί. Όταν μπαίνω σε ένα νέο σετ για να εργαστώ, ενεργοποιώ μόνο την καφετιέρα, σχεδόν αντανακλαστικά. Βάζω κάποιες μελωδίες που μου αρέσουν να σιγοπαίζουν. Είναι ο τρόπος μου, απλά για να ελέγξω το περιβάλλον».
Σύντροφός του επί 27 χρόνια ήταν η επίσης ηθοποιός, Νταϊάνα Κουίκ και μαζί απέκτησαν μια κόρη, τη Μαίρη. «Η κόρη μου είναι σήμερα 38 ετών, σκηνοθέτης και έχει δύο παιδιά. Τα λατρεύω!», λέει και φωτίζεται το πρόσωπό του. «Αν και είμαι πολύ επιρρεπής στο να τα κακομαθαίνω», δηλώνει γελώντας πονηρά. «Με τη Νταϊάνα χωρίσαμε πριν από 15 χρόνια, αλλά είμαστε πάντα πολύ κοντά. Όταν θα πω τη φράση “οικογένειά μου”, εννοώ, τη Νταϊάνα και τη Μαίρη», συνεχίζει και έπειτα άξαφνα σταματά κοιτώντας το ταβάνι.
«Πρέπει να σας ρωτήσω για την Αννα Γουΐντουρ», λέει αμήχανα ο δημοσιογράφος, «έχετε φωτογραφηθεί πολλές φορές μαζί…». Ο ηθοποιός δεν διστάζει λεπτό. Απαντά, με διπλωματικό τρόπο, σαν να ήταν προετοιμασμένος για μία τέτοιου είδους ερώτηση: «Θα ήθελα πολύ να σας απαντήσω. Αλλά, εάν το έκανα, θα έβαζα τους αναγνώστες σας σε μία διαδικασία να διαβάσουν κάτι που μοιάζει με κουτσομπολιό. Και γνωρίζω ότι δεν θα με συγχωρούσαν ποτέ γι’ αυτό».
Ο Νάι έχει ήδη σηκωθεί από το τραπέζι κι ο ρεπόρτερ βιάζεται να σηκωθεί για να τον ακολουθήσει. Έχει, άλλωστε, πάρει ήδη μια απάντηση, όπως ο ίδιος ο Νάι: Γεμάτη γοητεία αλλά και υπεκφυγές.