Ο Νταφόε στο Φεστιβάλ Βερολίνου για την προώθηση της νέας του ταινίας «Inside», του Βασίλη Κατσούπη | CreativeProtagon/Reuters/Getty Images
Θέματα

Ο σχεδόν ελληνοποιημένος ηθοποιός Γουίλεμ Νταφόε

Εδώ και σχεδόν 50 χρόνια ο σταρ που αναδύθηκε από το πειραματικό θέατρο της Νέας Υόρκης διαλέγει ρόλους που άλλοι καλλιτέχνες αποφεύγουν, ακόμη και επίπονους σωματικά. Στις τρεις τελευταίες του ταινίες μάλιστα δούλεψε με έλληνες σκηνοθέτες, τον Βασίλη Κουτσούπη και τον Γιώργο Λάνθιμο
Κική Τριανταφύλλη

Για τον Γουίλεμ Νταφόε η υποκριτική δεν είναι μόνο δουλειά αλλά ένας τρόπος ζωής τόσο απαραίτητος, που δεν μπορεί χωρίς αυτόν. Ο 67χρονος αμερικανός ηθοποιός είναι μια ασυνήθιστη διασημότητα, ίσως ο πιο διάσημος καρατερίστας στον κόσμο, που αναδύθηκε μέσα από το πειραματικό θέατρο της Νέας Υόρκης, χωρίς ποτέ να σκοπεύει να απευθυνθεί στις μάζες.

Οπως ο Κρίστοφερ Γουόκεν ή ο Ρέιφ Φάινς, τόσο με τις επιλογές του όσο και με τις ερμηνείες του διακρίνεται σε ρόλους που άλλοι ηθοποιοί μπορεί να τους βρίσκουν δυσάρεστους ή μη κολακευτικούς, γράφει στους New York Times η Σούζαν Ντόμινους, η οποία μίλησε με τον σπουδαίο ηθοποιό με αφορμή τη νέα του ταινία, «Inside» του Βασίλη Κουτσούπη, που κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες από τις 9 Μαρτίου και ήδη έχει αποσπάσει διθυραμβικά σχόλια στο Φεστιβάλ Βερολίνου .

(Ο διάσημος αμερικανός ηθοποιός ήρθε, μάλιστα, στην Αθήνα για να παραστεί στην avant-premiere της ταινίας και τη συνέντευξη Τύπου που έγινε το βράδυ της Κυριακής 5 Μαρτίου στο αμφιθέατρο του ανακαινισμένου Ωδείου Αθηνών. Πλάι του ήταν ο σκηνοθέτης Βασίλης Κατσούπης και ο Γιώργος Καρναβάς, παραγωγός και  συνιδρυτής της εταιρείας παραγωγής Heretic)

Ο Νταφόε έπαιξε σε σχεδόν 150 ταινίες μετά τον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο, ως νεαρός αλλά σκληραγωγημένος ποδηλάτης στο «The Loveless» (1981), την πρώτη ταινία της Κάθριν Μπίγκελοου. Πολλές από αυτές ήταν υπερπαραγωγές, μερικές δεν προβλήθηκαν ποτέ στις Ηνωμένες Πολιτείες, και πολλές έγιναν από νέους σκηνοθέτες για τους οποίους ήξερε, όπως λέει, ελάχιστα παραπάνω από το ότι του έβγαλαν «ένα καλό συναίσθημα».

Το αγγλόφωνο «Inside» είναι η πρώτη ταινία μυθοπλασίας μεγάλου μήκους, με την οποία κάνει το ντεμπούτο του ο σκηνοθέτης Βασίλης Κατσούπης. Το σενάριο είναι του Μπεν Χόπκινς και βασίστηκε σε μια ιδέα του 46χρονου σκηνοθέτη «με τον Γουίλεμ στο μυαλό μας» όπως είπε ο παραγωγός Γιώργος Καρναβάς, προσθέτοντας ότι «με κάποιο μαγικό τρόπο όλα έγιναν όπως τα είχαμε ονειρευτεί». (Να σημειωθεί ότι η Heretic είναι συμπαραγωγός στη νέα ταινία του σουηδού Ρούμπεν Οστλουντ, «The Triangle of Sadness», η οποία είναι υποψήφια για Οσκαρ)

Η ταινία, που έγινε με τη χρηματοδότηση του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, σε συμπαραγωγή με την ΕΡΤ, αφηγείται την ιστορία του Νίμο, ενός κλέφτη έργων τέχνης, που παγιδεύεται από ένα περίτεχνο σύστημα ασφαλείας μέσα σε ένα μινιμαλιστικό high-tech ρετιρέ με εκπληκτική θέα στον ορίζοντα της Νέας Υόρκης γεμάτο μεν με πολύτιμους πίνακες και πανάκριβα έπιπλα αλλά με επικίνδυνα λίγα πράγματα, που είναι απαραίτητα για τη διατήρηση της ζωής. Για 90 λεπτά, η κάμερα σπάνια φεύγει από τον Νταφόε, καθώς ο χαρακτήρας του, κατά τη διάρκεια μηνών, σχεδόν λιμοκτονεί σε απόλυτη απομόνωση και με την απουσία (καθόλου μικρό πράγμα) μιας λειτουργικής τουαλέτας.

Το project απαιτούσε ο ηθοποιός να ζήσει χωριστά από την οικογένεια και τους φίλους του για έξι εβδομάδες, «σαν καλόγερος», λέει στους New York Times, σε ένα μικρό ενοικιασμένο διαμέρισμα στην Κολωνία της Γερμανίας, και να μαγειρεύει ο ίδιος για τον εαυτό του. Στην ταινία, ο Νίμο-Νταφόε περιορισμένος σε ένα χρυσό κλουβί στο Μανχάταν μέσα σε απόλυτη μοναξιά, απογυμνώνεται, σωματικά και ψυχολογικά, σκάβοντας βαθιά στην ταπεινωτική ασχήμια της αληθινής απόγνωσης.

«Ο χαρακτήρας αναπόφευκτα μπαίνει μέσα σου και βρίσκεται εκεί ακόμη κι όταν η κάμερα δεν λειτουργεί για να τον βγάλει προς τα έξω», είπε ο σπουδαίος ηθοποιός στη συνέντευξη Τύπου που δόθηκε στην Αθήνα. Στο διάστημα των έξι εβδομάδων, για παράδειγμα, που κράτησαν τα γυρίσματα «δεν είχα καμία άλλη ζωή, οπότε αυτή, η επινοημένη, αρχίζει και σε καταλαμβάνει. Οχι βεβιασμένα αλλά με φυσικότητα. Επίσης από την αρχή αποφασίσαμε ότι το σενάριο θα γυριστεί με χρονολογική σειρά, οπότε δεν θα χρειαζόμασταν περούκες, ψεύτικα μούσια κ.τ.λ. για να δείξουμε το πέρασμα του χρόνου. Κυριολεκτικά ζούσα μέρα με τη μέρα μαζί του. Το σώμα μου ήταν αυτό που μας έλεγε πόσο καιρό αυτός ο τύπος ήταν εκεί μέσα: τα νύχια, τα μαλλιά, τα γένια μου».

Ηταν, όπως θα έλεγε αργότερα, «στον παράδεισο»…

H αφίσα της ταινίας «Inside»

Ο Γουίλεμ Νταφόε γεννήθηκε ως Ουίλιαμ Τζ. Νταφόε στο Απλετον του Ουισκόνσιν και είναι το δεύτερο μικρότερο από τα οκτώ παιδιά της νοσοκόμας Μιούριελ Ιζαμπέλ Σπρίσλερ και του χειρουργού Ουίλιαμ Αλφρεντ Νταφόε (και οι δύο πλέον νεκροί), που σπάνια ήταν στο σπίτι για να επιβλέπουν τα παιδιά τους: «Δεν χρειάζεται ψυχολόγος για να καταλάβει ότι όταν είσαι σε μια μεγάλη οικογένεια, πρέπει να βρεις τη θέση σου», λέει, «Εγινα ο διασκεδαστής». Εξωστρεφής με τάση για παραβατικότητα, ο νεαρός Νταφόε παράτησε το λύκειο αφού κατηγορήθηκε ψευδώς, όπως λέει, επειδή έκανε μια πορνογραφική ταινία για ένα μάθημα Επικοινωνίας. Ωστόσο, πήγε για λίγο στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν και τελικά εντάχθηκε σε έναν πειραματικό θίασο που ονομαζόταν Theatre X. Στη συνέχεια, άφησε το όνομα Μπίλι με το οποίο ήταν γνωστός, για το Γουίλεμ, όπως τον αποκαλούσε ένας φίλος του από το κολέγιο.

26 χρόνια στο πειραματικό θέατρο της Νέας Υόρκης

Στα 21 του, ο Νταφόε μετακόμισε στο κέντρο του Μανχάταν της δεκαετίας του 1970, ένα δημιουργικό πεδίο για καλλιτέχνες που προσελκύονταν από τα φτηνά λοφτ, και προσχώρησε στην θεατρική ομάδα «Performance Group». Γοητεύτηκε από  το έργο και την προσωπικότητα της  Ελίζαμπεθ ΛεΚόμπτ, πρωτοπόρου ηθοποιού και σκηνοθέτιδας που διαμόρφωσε το έργο του πολύπλευρου περφόρμερ Σπάλντινγκ Γκρέι. Ο Νταφόε άρχισε να συνεργάζεται και με τους δύο, και στη συνέχεια, το 1980, βοήθησε το ζευγάρι να σχηματίσει την θεατρική εταιρεία «Wooster Group».

Ωστόσο, η ένταξή του στον κόσμο τους ξεκίνησε με ένα μεγάλο μπέρδεμα: ερωτεύτηκε την ΛεΚόμπτ, η οποία άφησε τον Γκρέι για τον Νταφόε· η σχέση τους κράτησε 26 χρόνια ενώ απέκτησαν και έναν γιο, τον Τζακ, 40 ετών σήμερα. Μάλιστα, χώρισαν απλά το λοφτ, που μοιραζόταν η ΛεΚομπτ με τον Γκρέι, με έναν τοίχο και έφτιαξαν χωριστές εισόδους, οπότε δεν χρειάστηκε να φύγει κανείς. Θερμοκήπιο ταλέντου, έντασης και δημιουργικότητας, η «Wooster Group» σύντομα θα γινόταν μια από τις πιο σημαίνουσες θεατρικές εταιρείες στη Νέα Υόρκη, στο κέντρο της downtown κουλτούρας, σε συνομιλία με τις αναδυόμενες σκηνές χορού και performance art της πόλης. Η δουλειά τους δεν ήταν γραμμική  και δεν υπήρχε τίποτα το τυχαίο στα εξαιρετικά στυλιζαρισμένα έργα τους, τα οποία συχνά είχαν ενσωματωμένες χορογραφίες, βίντεο και περίπλοκες ιδέες πλοκής.

Ο Νταφόε έπεσε με φυσικότητα στη δουλειά, που απαιτούσε τόσο ένα ισχυρό εγώ όσο και πνεύμα συνεργασίας. Η ηθοποιός Κέιτ Βαλκ, ένα άλλο ιδρυτικό μέλος του θιάσου, που εξακολουθεί να παίζει με τη «Wooster Group», θυμάται ότι ο Νταφόε είχε το είδος της ενέργειας που συνδέεται με τον frontman ενός συγκροτήματος: «Ηταν σημαντικό μέρος του χαρίσματος που είχε η ομάδα», λέει στους New York Times, «Είχε πάντα αυτή τη διαβολική παρόρμηση. Αντιπροσώπευε εντελώς την ταυτότητα στον χώρο». Τόσο η Βαλκ, 65 ετών σήμερα, όσο και η 78χρονη ΛεΚομπτ θυμούνται τον Νταφόε πεινασμένο για το βλέμμα του κόσμου: «Θέλει πολύ να τον χρειάζονται», λέει η ΛεΚομπτ. «Και αν το έχει ανάγκη, θα τα δώσει όλα. Πρέπει να δουλέψει».

Ο Νταφόε ως Μαξ Σρεκ στην ταινία στη «Σκιά του βρυκόλακα», το 2000 (Saturn Films)

Ο Θίασος «Wooster» γύρισε επίσης πειραματικές ταινίες, όπου έγινε σαφές ότι ο Νταφόε –με το λαξευμένο του πρόσωπο να κινείται ανάμεσα στην ομορφιά και την αδυναμία– μπορούσε να έχει μέλλον στον κινηματογράφο. Εγινε γνωστός για σκοτεινούς ρόλους: ο παραχαράκτης και άψυχος δολοφόνος Ρικ Μάστερς στο θρίλερ του Ουίλιαμ Φρίντκιν «Ο Ανθρωπος από το Λος Αντζελες» («To Live and Die in L.A.», 1985)· ο μανιακός Μαξ Σρεκ στη «Σκιά του βρυκόλακα» («Shadow of the Vampire», 2000)  του Ε. Ελίας Μέρχιτζ, που του έφερε τη δεύτερη από τις τέσσερις υποψηφιότητες για Οσκαρ το 2001. Και για πολλά χρόνια, ταλαντευόταν ανάμεσα σε δύο άκρα του τύπου Μπόμπι Περού, το άκαρδο φρικιό στη μαύρη κωμωδία «Ατίθαση καρδιά»(1990), και σχεδόν άγιος λοχίας Ελάιας στο «Platoon» (1986) και Ιησούς Χριστός στο «Ο Τελευταίος Πειρασμός» (1988) του Μάρτιν Σκορσέζε.

Πολύ μεγάλο μέρος της κινηματογραφικής καριέρας του Γουίλεμ Νταφόε αντανακλά τον εξπρεσιονισμό στον οποίο ασκήθηκε στο «Wooster», με ερμηνείες εξαιρετικά σωματικές. Αυτή η ποιότητα εμφανίζεται και στην ερμηνεία του Γκριν Γκόμπλιν στα τέσσερα σίκουελ του «Spider-Man» της Marvel, μάλιστα, η εμφάνισή του στην πρώτη ταινία της σειράς το 2002, σήμανε την επιτυχία της σειράς.

Τραβώντας το σώμα του στα άκρα

Στο «Inside» το βάρος της ταινίας στηρίζεται και πάλι στον Νταφόε και στο τι μπορεί ακόμα να κάνει με το σώμα του. Πρώην μαθητής του καράτε, καθημερινός ασκούμενος στην Αστάνγκα Γιόγκα και επιδέξιος χορευτής τάνγκο, ο Νταφόε, σε μια από τις αξέχαστες σκηνές της ταινίας, φτιάχνει με έπιπλα έναν πύργο ύψους 8,5 μ, με την ανάσα του να κόβεται καθώς κουβαλάει τραπέζια και καρέκλες. Προσπαθώντας να δραπετεύσει μέσα από έναν φεγγίτη, σέρνεται με ευκινησία στην κορυφή της κατασκευής και σηκώνεται όρθιος πριν τεντώσει τα χέρια του ψηλά. Πλησιάζει τα 70 και όμως ο αθλητικός χαρακτήρας του είναι τόσο εντυπωσιακός, που σχεδόν αποσπά την προσοχή.

Οπως γράφει στους New York Times η Σούζαν Ντόμινους, βλέποντας την ταινία, είχε την αίσθηση ενός ηθοποιού, που θέλει να αποδείξει -στους σκηνοθέτες, αλλά κυρίως στον εαυτό του- ότι ακόμα είναι αρκετά δυνατός και έχει αρκετά ψυχολογικά κίνητρα, ώστε να δουλεύει εξαντλητικά, αρνούμενος να αφήσει την ηλικία να του γίνει εμπόδιο. Η μακροζωία του Νταφόε, λέει ο 71χρονος σκηνοθέτης Εϊμπελ Φεράρα, με τον οποίο έχει συνεργαστεί αρκετές φορές, αντανακλά τη συνεργασία του επί δυόμισι δεκαετίες με την «Wooster». Η σύνδεσή του με το θέατρο σήμαινε ότι δεν έφυγε ποτέ από τη Νέα Υόρκη για το Λος Αντζελες, όπως τόσοι πολλοί άλλοι ηθοποιοί, που σπεύδουν εκεί για λάθος πράγματα. Και όσο ήταν στην εταιρεία, έπαιζε τις περισσότερες μέρες, αντί να περιμένει άπραγος ανάμεσα σε γυρίσματα ταινιών, όπως κάνουν άλλοι σταρ. «Δεν μπορείς να είσαι ηθοποιός, χωρίς να δουλεύεις», λέει ο Φεράρα, και ο Νταφόε «το ξέρει αυτό».

Ο Νταφόε στο «Inside. Το βάρος της ταινίας στηρίζεται στο αμερικανό ηθοποιό και στο τι μπορεί ακόμα να κάνει με το σώμα του (Heretic Films)

Το «Inside» είναι το είδος του project που απολαμβάνει ο Νταφόε, στο οποίο ο ίδιος ο ρόλος είναι ένα έργο σε εξέλιξη. «Είχαμε μια συμφωνία», λέει στους New York Times ο σκηνοθέτης της ταινίας Βασίλης Κατσούπης, «ότι, αν και είχαμε ένα όμορφο σενάριο, θα ανακαλύπταμε αυτόν τον χαρακτήρα μέρα με τη μέρα». Η συμβολή του Νταφόε ήταν ουσιαστική, μέχρι που έκανε και το σχέδιο της τοιχογραφίας, την οποία θα δημιουργούσε ο χαρακτήρας του καθώς αντιλαμβανόταν τη δική του ανθρωπιά μέσα στο μόνιμα εχθρικό διαμέρισμα. Ιστορίες, που έλεγε στον Κατσούπη ενώ έτρωγαν —ένα παράφωνο παιδικό τραγουδάκι που συνήθιζε να τραγουδάει ένας ασθενής της μητέρας του ή ένα ξεκαρδιστικό αστείο που του είπε κάποτε ένας βούλγαρος μεταφραστής— κατέληξαν στην ταινία.

«Βάζεις τον εαυτό σου», λέει ο Νταφόε στη συνέντευξή του με τη Ντόμινους, «και έχεις μια όμορφη μέρα γεμάτη περιπέτειες και εντυπώσεις που δεν αποκομίζεις πάντα· και μετά νιώθεις ενεργοποιημένος», προσθέτει. Παρομοιάζει την εμπειρία της συνεργασίας με έναν σκηνοθέτη με τον έρωτα: «Νιώθεις γεμάτος ενέργεια και σου αρέσει ο καλύτερος εαυτός σου· σε λατρεύει τόσο πολύ αυτό το άτομο που θέλεις να είσαι ο καλύτερος δυνατός άνθρωπος. Η πρόταση είναι: “Σε χρειαζόμαστε να κάνεις αυτό το πράγμα, να προχωρήσεις σε αυτή την αποστολή”».

Η δική του πρόθεση, εξάλλου, είναι να προσπαθεί να δεθεί με άλλους μπερδεμένους ανθρώπους, παίζοντας εκδοχές των ιστοριών τους. Είναι μια παρόρμηση, προσθέτει, τόσο παλιά όσο ο χορός μπροστά στη φωτιά: «Θα σηκωθώ και θα το κάνω αυτό για μένα και για σένα και για όλους μας». Ανεση, παρηγοριά, σύνδεση· τι άλλο έχει σημασία; «Επειδή πραγματικά», λέει, «υπάρχουν μόνο δύο γεγονότα. Υπάρχει η γέννηση. Και ο θάνατος. Και ανάμεσα, είναι όλα».

Στο «Spider-Man» το 2002 (Columbia Pictures)

Στη διάρκεια των 26 χρόνων που ο Νταφόε συνεργάστηκε με τη «Wooster Group», οι ταινίες ήταν πάντα κάτι που έκανε ιδιωτικά, μόνος του, αλλά το εισόδημά του από το Χόλιγουντ συνέβαλε στη διατήρηση της εταιρείας· οι συνάδελφοί του υποστήριζαν τις ταινίες του χωρίς να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για αυτές. Τελικά, λέει, οι απουσίες του -και στη συνέχεια η φήμη, που ήρθε μετά το «Spider-Man»- επηρέασαν τις σχέσεις του μαζί τους. Επί της ουσίας «ήταν μια οικογένεια», λέει και προσθέτει: «Και ήμουν σαν άνθρωπος με πολλές οικογένειες».

Νέα ζωή στην Ιταλία

Το 2003, όταν έκανε γυρίσματα στην Ιταλία ο 48χρονος Νταφόε ερωτεύτηκε την Τζιάντα Κολαγκράντε, ιταλίδα ηθοποιό, σκηνοθέτιδα και σεναριογράφο, που τότε ήταν 27 ετών. Τους γνώρισε μια κοινή φίλη λίγο αφότου η Κολαγκράντε είχε σκηνοθετήσει και πρωταγωνιστήσει στο «Open My Heart» (2002), ένα ερωτικό νουάρ που προκάλεσε αίσθηση στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας. Μετά από έναν οδυνηρό χωρισμό με τη ΛεΚομπτ -και επομένως τη διακοπή της συνεργασίας του με την «Wooster Group»- ο Νταφόε μετακόμισε στη Ρώμη για να είναι με την Κολαγκράντε, με την οποία παντρεύτηκαν το 2005.

«Ημουν εντελώς αφελής», λέει τώρα. Το να αφήσει τη ΛεΚομπτ σήμαινε ότι έχασε μερικούς από τους πιο στενούς φίλους του και ότι έφυγε από το πειραματικό θέατρο. «Απλώς άρχισα μια διαφορετική ζωή», λέει, «Αρχισα να αναζητώ άλλες ευκαιρίες στο θέατρο, αλλά ήταν πολύ δύσκολο μετά τη δουλειά στην εταιρεία». Την περασμένη δεκαετία, έπαιξε σε δύο παραγωγές του Ρόμπερτ Γουίλσον στη Νέα Υόρκη, «The Old Woman» (2014) με τον Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ και «Η Ζωή και ο Θάνατος της Μαρίνας Αμπράμοβιτς» (2013) (προβάλλεται στο Netflix), ενώ συνεχίζει να επιδιώκει φιλόδοξα avant garde projects· όμως δεν ενδιαφέρεται πολύ για το συμβατικό θέατρο: «Πρέπει να είναι κάτι που δεν έχω ξανακάνει», λέει.

Mε τη σύζυγο του Τζιάντα Κολαγκράντε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, το 2018 (Shutterstock)

Η συνεργασία του με τον Βασίλη Κατσούπη δεν είναι η μοναδική με έλληνα σκηνοθέτη. Το 2008 ο Νταφόε πρωταγωνίστησε στη «Σκόνη του Χρόνου», την τελευταία ταινία του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, ενώ πιο πρόσφατα επιστρατεύτηκε στην ομάδα των ηθοποιών, που συνεργάζονται με τον Γιώργο Λάνθιμο. Μόλις τελείωσε τα γυρίσματα του «And» στη Νέα Ορλεάνη, στο οποίο πρωταγωνιστεί με την Εμα Στόουν· πρόσφατα επίσης, οι δύο ηθοποιοί ολοκλήρωσαν το «Poor Things», άλλη μια ταινία του Λάνθιμου, βασισμένη σε ένα μυθιστόρημα με βικτοριανό σκηνικό και θέμα εμπνευσμένο από τον «Φρανκενστάιν».

Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «And», η Στόουν εντυπωσιάστηκε από το πόσο πολύ άρεσε στον Νταφόε να βρίσκεται στο πλατό. Οι ηθοποιοί, θυμάται, συχνά άκουγαν έναν βοηθό σκηνοθέτη να ανακοινώνει σε κάποιον άλλο, μέσω γουόκι-τόκι, την παρουσία και τις παρεμβάσεις του Νταφόε, παρόλο που δεν υπήρχε λόγος να είναι εκεί. «Αυτό θέλεις από τους ηθοποιούς», λέει στους New York Times ο 49χρονος Γιώργος Λάνθιμος, «να θέλουν να είναι μέρος του με οποιονδήποτε τρόπο».

Σε μια σκηνή, ο χαρακτήρας της Στόουν χαστουκίζει τον Νταφόε. Συνήθως, η Στόουν έκανε τη χειρονομία χωρίς να είναι παρών ο συμπρωταγωνιστής της, αλλά ο Νταφόε επέμεινε ότι η κίνηση θα φαινόταν πιο γνήσια αν όντως τον χαστούκιζε· αποτέλεσμα: δέχτηκε το (σκηνοθετημένο) χαστούκι περίπου 20 φορές, μέχρι να είναι ικανοποιητική η σκηνή!

Στη «Σκόνη του χρόνου» του Αγγελόπουλου μαζί με τον Μισέλ Πικολί και την Ιρίν Ζακόμπ, το 2008

«Υπάρχει αυτό το ένστικτο ερμηνείας που έχουν πολλοί ηθοποιοί· το είδος του ερμηνευτή “κοίτα με, κοίτα με!”», λέει η Στόουν και προσθέτει ότι ο Νταφόε «είναι το αντίθετο από αυτό». Ωστόσο, το σχόλιό της, είναι ακριβώς το αντίθετο από το πώς χαρακτήρισαν τη σχέση του Νταφόε με το κοινό η ΛεΚόμπτ και η Βαλκ: μια προφανή προθυμία να ευχαριστήσει τον θεατή. «Ισως έχει αλλάξει με τα χρόνια», παρατηρεί η Στόουν, «Πολλοί ηθοποιοί με τους οποίους έχω δεθεί το έκαναν αυτό για πολύ καιρό, αλλά ξέρετε, έχουν περάσει από το “εγώ” στο “εμείς”».

Ο Νταφόε λέει, επίσης, ότι είδε τη σχέση του με την υποκριτική να αλλάζει παράλληλα με τα στάδια της ζωής του. Ξεκίνησε ως εξωστρεφής, παίζοντας για να τραβήξει την προσοχή του κοινού. Στη συνέχεια αυτό μετατράπηκε σε μια υπόθεση ενηλίκων: «Μόλις ξεκινήσεις να εργάζεσαι, το χρησιμοποιείς ως μέσο επιβίωσης», λέει. «Και μετά», προσθέτει, «γίνεται κάτι σαν πνευματικό πράγμα· [θέλεις] να βρεις τη σύνδεσή σου με όλα τα πράγματα».

Κατά μία έννοια, φαίνεται σαν να αγωνίζεται ενάντια στο χρόνο, να εργάζεται όσο πιο συχνά γίνεται, σε ρόλους όσο το δυνατόν πιο σωματικούς και απαιτητικούς, τουλάχιστον όσο μπορεί ακόμα. Αλλοι ηθοποιοί επιβραδύνουν με τα χρόνια· για τον Νταφόε, αντίθετα, η αίσθηση της θνητότητας κάνει ακόμη πιο επιτακτική την επιθυμία του να «λιώσει σε πράγματα», όπως λέει, επιλέγοντας ρόλους που τον συνδέουν με κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό του.

Οταν δεν έχει γυρίσματα, ο σπουδαίος αμερικανός ηθοποιός μοιράζει τον χρόνο του, πάντα μαζί με τη γυναίκα του, ανάμεσα στη Νέα Υόρκη και σε μια αγροικία μια ώρα με το αυτοκίνητο έξω από τη Ρώμη. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας η μητέρα της Κολαγκράντε έφτιαξε μια φάρμα, όπου ο Νταφόε δουλεύει εντατικά φροντίζοντας κατσίκες, αλπακά, ένα κριάρι, μερικές «επιδεικτικές» γαλοπούλες («Νομίζουν ότι είναι παγώνια», λέει η Κολαγκράντε) και έναν λαχανόκηπο αρκετά μεγάλο ώστε να προμηθεύουν ένα κοντινό εστιατόριο με κουνουπίδια, μελιτζάνες, ντομάτες και μαρούλια… Οχι  και άσχημα, ε;