Ο Μίλο Μανάρα ξεκίνησε από πολύ χαμηλά, «πιο χαμηλά δεν γίνεται», σχεδιάζοντας «πορνογραφικά κόμικς για φαντάρους και φυλακισμένους», αποκάλυψε ο ίδιος στην Αλμπα Σολάρο της La Repubblica, με αφορμή την επικείμενη έκδοση του βιβλίου «A Figura Intera».
Η αυτοβιογραφία του περίφημου ιταλού εικαστικού, σκιτσογράφου και ζωγράφου, μόλις κυκλοφόρησε στην Ιταλία και αποτελεί μια ιστορία της εξέλιξης της τέχνης του κόμικ μέσα από τα μάτια ενός εκ των πιο εκλεκτών εκπροσώπων της. Στη συνέντευξη που παραχώρησε στο il venerdi, το εβδομαδιαίο ένθετο της ιταλικής εφημερίδας, ο Μανάρα επισήμανε κατ’ αρχάς ότι το κόμικ «είναι ένα επάγγελμα, δεν αρκεί να σχεδιάζει κανείς». «Το κόμικ είναι αφήγηση», συμπλήρωσε η ιταλίδα δημοσιογράφος και ο Μανάρα συμφώνησε μαζί της, εξηγώντας ότι γεννήθηκε ως μία μορφή λαϊκής τέχνης.
«Ζητάω συγγνώμη από τους θεούς, αλλά πιστεύω πως είναι κόμικς και οι τοιχογραφίες του Τζότο στην Ανω Βασιλική της Ασίζης που αφηγούνται μέσω σκίτσων τον βίο του Αγίου Φραγκίσκου. Και η Στήλη του Τραϊανού δεν είναι μήπως ένα σμιλεμένο, ένα τρισδιάστατο κόμικ; Οι άνθρωποι σκεφτόμαστε μέσω εικόνων, όλα όσα βλέπουμε στις πόλεις μας, πρώτα σχεδιάστηκαν και μετά κατασκευάστηκαν: οι πολυκατοικίες, τα φανάρια, τα αυτοκίνητα, αυτό το φλιτζανάκι, το δαχτυλίδι σας», σημείωσε.
Αναφερόμενος σε ένα από τα πολλά σκανδαλώδη γυμνά του που εμπεριέχονται στην αυτοβιογραφία του –πρόκειται για ένα ακυκλοφόρητο σκίτσο της Λουίζ Μπρουκς που φιλοτέχνησε ο Μανάρα, απεικονίζοντας την αμερικανίδα ηθοποιό και χορεύτρια να ουρεί με ανοιχτά τα πόδια– o καλλιτέχνης υπενθύμισε κατ’ αρχάς πως γυναίκες να στέκονται με ανοιχτά τα πόδια και να ουρούν, «ωσάν ζωοδότρες θεές», ζωγράφισαν και δύο τιτάνες της τέχνης, ο Ρέμπραντ και ο Πικάσο.
Στη συνέχεια παραδέχτηκε πως «κατ’ αρχήν» δεν έθεσε ποτέ κάποιον ηθικό φραγμό στη δουλειά του. Επισήμανε, ωστόσο, μία σημαντική διαφορά που υφίσταται κατά τη γνώμη του μεταξύ του κόμικ από τη μία πλευρά και του κινηματογράφου και της φωτογραφίας από την άλλη. «Οταν μιλάμε για λογοτεχνία ή κόμικ, δεν μιλάμε για ανθρώπους αλλά για ιδέες, και ως τέτοιες δεν πρέπει να υπόκεινται σε καμία μορφή λογοκρισίας ή αυτολογοκρισίας. Η “Λολίτα” του Ναμπόκοφ μας επιτρέπει να φανταστούμε το παιδεραστικό πάθος για μία ανήλικη. Αλλά εάν αναφερόμαστε στον κινηματογράφο ή στη φωτογραφία, τότε μιλάμε για πραγματικούς ανθρώπους με σάρκα και οστά, και εδώ υπεισέρχεται ο ποινικός κώδικας. Υπάρχουν εικονογραφήσεις των πιο αποτρόπαιων φαντασιώσεων εμπνευσμένες από τον Ντε Σαντ. Εάν παρουσιάζονταν μέσω του κινηματογράφου, θα προκαλούσαν τον αποτροπιασμό», υποστήριξε.
Υπενθυμίζοντας η δημοσιογράφος ότι για σεξισμό τελευταία φορά ο Μανάρα κατηγορήθηκε το 2014, με αφορμή μία απίστευτα αισθησιακή Spider Woman που είχε σχεδιάσει για τη Marvel, εκείνος αρκέστηκε να επισημάνει: «Πήρα μία στάση του SpiderMan και την προσάρμοσα στο σώμα μιας γυναίκας. Με τη μακάρια υποκρισία τους, οι Αμερικάνοι προσποιούνται ότι οι ηρωίδες είναι ντυμένες, ενώ γνωρίζουν πολύ καλά ότι είναι σχεδόν πάντα γυμνές και βαμμένες. Πάντως περισσότερο δεν διαμαρτυρήθηκαν οι φεμινίστριες, αλλά μία ΛΟΑΤΚΙ ομάδα, σύμφωνα με την οποία τα σχέδια δεν ήταν ούτε πολιτικώς ούτε ανατομικώς ορθά».
Κατά τη διάρκεια της πολυετούς καριέρας του ο 75χρονος Μανάρα βρέθηκε πολλές φορές στο στόχαστρο φεμινιστικών οργανώσεων, όχι μόνον για τον τρόπο με τον οποίο απεικόνιζε τις ηρωίδες του, πανέμορφες και ηδονικές, αλλά και για το πώς τις αντιμετώπιζε, καθώς πολύ συχνά στις ιστορίες του κακοποιούνταν σεξουαλικά και υποτάσσονταν ποικιλοτρόπως στο ανδρικό φύλο.
Σήμερα, στην εποχή του #MeToo, δηλώνει πως θα ήταν ελαφρώς πιο προσεκτικός. «Γνωρίζω πολύ καλά πως έχουν αλλάξει πολλά πράγματα και σήμερα τα μεγαλύτερα προβλήματα θα μου τα δημιουργούσε η μανία με την πολιτική ορθότητα. Δεν αυτολογοκρίθηκα ποτέ», υπενθύμισε.
Μόνον μία φορά αναγνώρισε πως ξεπέρασε τα όρια και αναθεώρησε, πριν από σχεδόν σαράντα χρόνια, το 1982, μετά την πρώτη έκδοση του διάσημου «Ιl Gioco», «Κλικ! Εκτός ελέγχου» στα ελληνικά. «Η πρωταγωνίστρια αφέθηκε να επιδοθεί σε ακραίες σεξουαλικές πράξεις, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονταν η κτηνοβασία και η παιδοφιλία. Το μετάνιωσα και σε συμφωνία με τον εκδότη αφαιρέσαμε τα επίμαχα καρέ. Σήμερα δεν θα σχεδίαζα κάτι παρόμοιο. Οπως δεν θα μπορούσα να απεικονίσω τη βία κατά των γυναικών. Πλέον αποτελεί ένα πολύ συχνό φαινόμενο το οποίο εντείνεται κατά πάσα πιθανότητα επειδή πάρα πολλοί άντρες δεν μπορούν να προσαρμοστούν στον κοινωνικό ρόλο που έχουν κερδίσει οι γυναίκες, αν και δεν πρόκειται για μία κατάκτηση αλλά για ένα δικαίωμα», υπογράμμισε.
Οσον αφορά την προσωπική του σχέση με τις γυναίκες πάνω στο χαρτί «η προσέγγισή μου για την απεικόνιση του γυναικείου σώματος ήταν πάντα πλατωνική, ιδεαλιστική και κατ’ αυτήν την έννοια δεν υπήρξα ποτέ αντιφεμινιστής. Δεν ξέρω πως θα έκριναν σήμερα οι φεμινίστριες την απεικόνιση του ερωτισμού. Η δική μου είναι μια ετεροφυλοφιλική οπτική, ενδεχομένως περιοριστική, δεν καυχιέμαι για αυτήν αλλά ούτε ντρέπομαι», ξεκαθάρισε.
Ολοκληρώνοντας τη συνομιλία του με την Αλμπα Σολάρο, ο Μανάρα αναφέρθηκε στο εξώφυλλο που σχεδίασε αποκλειστικά για το τεύχος του il venerdi, στο οποίο φιλοξενήθηκε η παραπάνω συνέντευξή του. Πρωταγωνιστής είναι ο ίδιος. Κάθεται στο γραφείο του με το πρόσωπό του να ακουμπά πάνω στο δεξί του χέρι και κοιτάζει σκεπτικός μία μικροσκοπική καλλονή η οποία είναι ολόγυμνη (φοράει μόνον τις γόβες της) και κάθεται σταυροπόδι πάνω σε ένα μελανοδοχείο. «Πρόκειται για μία σπουδή πάνω στον χρόνο που περνά. Οπότε το βλέμμα μου είναι καθαρά στοχαστικό. Τελείωσε η εποχή που όταν βλέπαμε μία ωραία γυναίκα, σχολιάζαμε τι θα μας άρεσε να κάνουμε μαζί της», σχολίασε απερίφραστα ο δημιουργός.