Ο πόλεμος στην Ουκρανία εισέρχεται στην πιο σκοτεινή φάση του, καθώς πλέον δεν μπορεί να αποκλειστεί μια ανείπωτη κλιμάκωση, στο πλαίσιο της οποίας η χρήση πυρηνικών όπλων θα αποτελεί όχι κάτι το σχεδόν αδιανόητο αλλά συγκεκριμένη επιλογή. Ο ρώσος πρόεδρος έλαβε την πιο ριψοκίνδυνη απόφαση που θα μπορούσε, για τον ίδιο και το καθεστώς του, αλλά και για την παγκόσμια ασφάλεια.
Ο Πούτιν δεν μπορεί, πλέον, να κάνει πίσω. Μοναδική επιλογή του αποτελεί η τελική αναμέτρηση, τόσο στο πεδίο με τους Ουκρανούς όσο και στο πλαίσιο της σύγκρουσής του με τη Δύση.
Για να διαπιστωθεί ο αντίκτυπος της επιστράτευσης 300.000 εφέδρων στη ροή του πολέμου, θα χρειαστούν τρεις, τέσσερις μήνες. Ωστόσο οι αστάθμητοι παράγοντες είναι πολλοί, οπότε το Κρεμλίνο απειλεί με «τη μοναδική βεβαιότητα που κατέχει: την καταστροφική ισχύ του πυρηνικού του οπλοστασίου», γράφει ο Τζιανλούκα ντι Φέο της La Repubblica.
Παρά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Ρωσία δεν έπαψε ποτέ να θεωρεί τα πυρηνικά της όπλα πυλώνα της αμυντικής στρατηγικής της. Το δόγμα εσωτερικής ασφάλειας στο οποίο ορίζονται οι προϋποθέσεις για την καταφυγή στη χρήση πυρηνικών όπλων επανεξεταζόταν και τροποποιούνταν ανά τακτά διαστήματα, τελευταία φορά τον Ιούνιο του 2020.
Ενώ η Ουάσιγκτον παραμέλησε τις πυρηνικές της δυνάμεις – «μέχρι πριν από τρία χρόνια οι βάσεις Διηπειρωτικών Βαλλιστικών Πυραύλων (ICBM) είχαν ακόμα υπολογιστές με δισκέτες», αναφέρει ενδεικτικά ο ιταλός δημοσιογράφος – η Μόσχα επένδυσε τεράστια ποσά για να τις εκσυγχρονίσει. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι «οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ συνέχισαν να βασίζονται στις θεωρίες που επινοήθηκαν την εποχή του Τείχους του Βερολίνου και με βάση το ενδεχόμενο μιας πυρηνικής σύγκρουσης μεταξύ των δύο μεγάλων μπλοκ. Αντιθέτως στο Κρεμλίνο ελήφθη υπόψη η δυνατότητα χρήσης πυρηνικών όπλων σε συγκρούσεις περιορισμένης κλίμακας που προκλήθηκαν από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ», εξηγεί ο Ντι Φέο.
Σε αυτό το πλαίσιο τον πρώτο λόγο έχουν τα αποκαλούμενα «τακτικά» πυρηνικά όπλα ισχύος από 0,2 έως 2 κιλοτόνων. Συγκριτικά η βόμβα που έριξαν οι ΗΠΑ στη Χιροσίμα ήταν περίπου 15 κιλοτόνων. Οι όροι για τη χρήση τους νοούνται ως αμυντικού χαρακτήρα. Σύμφωνα με το σχετικό διάταγμα που υπέγραψε ο Πούτιν τα πυρηνικά όπλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο ενός συμβατικού πολέμου μόνο σε περίπτωση απειλής της ακεραιότητας της Ρωσίας είτε για να αποτραπεί μια επικίνδυνη κλιμάκωση ή μια «απαράδεκτη» ήττα. «Συνθήκες που συνάδουν με την κατάσταση που διαμορφώνεται στην Ουκρανία, όπου οι περιοχές που θα προσαρτηθούν στη Ρωσία με τα δημοψηφίσματα είναι εκτεθειμένες στην εχθρική προέλαση και οι γραμμές της Μόσχας κινδυνεύουν με κατάρρευση», συνοψίζει ο Ντι Φέο.
Σχετικά με το πώς και το πού θα μπορούσαν να βάλουν οι Ρώσοι κατά των Ουκρανών με ένα «τακτικό» πυρηνικό όπλο, στην παρούσα φάση στους κύκλους του ΝΑΤΟ κυκλοφορούν δύο σενάρια.
Αρκεί ένας συμβολικός στόχος;
Σύμφωνα με το λιγότερο τρομακτικό οι Ρώσοι θα μπορούσαν να πλήξουν το Φιδονήσι που το κατέλαβαν κατά την πρώτη φάση του πολέμου και στη συνέχεια ανακατέλαβαν οι Ουκρανοί. «Από την αρχή της εισβολής κατέστη το σύμβολο της αντίστασης, η εξαφάνισή του μέσα σε ένα πυρηνικό μανιτάρι θα έστελνε ένα ανατριχιαστικό μήνυμα σε ολόκληρο το έθνος. Επιπρόσθετα, στις κυνικές εκτιμήσεις των στρατηγών τονίζεται ότι δεν θα έχαναν τη ζωή τους άμαχοι και η ραδιενεργή βροχή/σκόνη θα διασκορπιζόταν στη θάλασσα».
Αρκεί, όμως, η εξαφάνιση από τον χάρτη μιας βραχονησίδας για να καμφθεί η αποφασιστικότητα των Ουκρανών, που δηλώνουν έτοιμοι να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων; Λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση όπως διαμορφώνεται έπειτα από επτά μήνες πολέμου η απάντηση είναι όχι. Για αυτό, κατ’ επέκταση, δεν μπορεί να αποκλειστεί το πιο τρομακτικό από τα δυνατά σενάρια, «η καταστροφή μιας πόλης στην περιφέρεια του Λβιβ, στα σύνορα με την Ευρώπη. Ακόμη και η πυρηνική κεφαλή με τη μικρότερη ισχύ θα προκαλούσε χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες και ένα ραδιενεργό σύννεφο που θα έφτανε και στην Πολωνία και ίσως στις χώρες της Βαλτικής και αυτό θα αποτελούσε πρόκληση όχι μόνο για τον ουκρανικό λαό αλλά για ολόκληρη τη Δύση», σημειώνει ο ιταλός δημοσιογράφος.
Η απάντηση του ΝΑΤΟ
Οσον αφορά την αντίδραση του ΝΑΤΟ, το Κίεβο δεν ανήκει στην Βορειοατλαντική Συμμαχία, οπότε δεν υπάρχουν σχέδια αντίδρασης σε ένα τόσο εφιαλτικό σενάριο. Εως το 1991 τα τακτικά πυρηνικά όπλα χαρακτηρίζονταν από το ΝΑΤΟ ως μέσα ανάσχεσης ενδεχόμενης επίθεσης των σοβιετικών δυνάμεων με τεθωρακισμένες μεραρχίες. Στη συνέχεια, όμως, με τις συμφωνίες παροπλισμού που υπεγράφησαν, οι στρατηγοί του ΝΑΤΟ υπέκυψαν στον εφησυχασμό. Ωστόσο «δεν παροπλίστηκαν όλα τα πυρηνικά όπλα αυτού του τύπου. Οι ΗΠΑ διατήρησαν έτοιμες προς χρήση περίπου πεντακόσιες βόμβες Β-61, μερικές από τις οποίες προορίζονται για ρίψη από συμμαχικά αεροσκάφη». Και το γεγονός αυτό ανησυχεί ιδιαίτερα τον δημοσιογράφο της La Repubblica. Γιατί μεταξύ των χωρών που φιλοξενούν αεροσκάφη του ΝΑΤΟ με πυρηνικές κεφαλές περιλαμβάνεται και η Ιταλία, μαζί με το Βέλγιο, την Ολλανδία και τη Γερμανία.
Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του ο Ντι Φέο αναφέρει πως κανένας δεν θέλει να πιστέψει αυτοί οι φόβοι θα μπορούσαν, όντως, να επαληθευτούν. Επικαλείται, μάλιστα, και τον Πάπα Φραγκίσκο, ο οποίος σημείωσε πως και μόνο η σκέψη των πυρηνικών όπλων «είναι τρέλα». «Για αυτό είναι επιτακτικό να βρεθεί αμέσως ένας τρόπος να τερματιστεί η πορεία προς την άβυσσο», γράφει.
Ο Μεντβέντεφ και ο υπερηχητικός πύραυλος
Πάντως λαμβάνοντας υπόψη ότι την επομένη του διαγγέλματος του Βλαντίμιρ Πούτιν, ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ επανέλαβε τις απειλές του προέδρου του με τον πλέον επιθετικό τρόπο, οι όποιες προβλέψεις μόνον δυσοίωνες μπορούν να είναι. «Θα διεξαχθούν δημοψηφίσματα και οι δημοκρατίες του Ντονμπάς και άλλα εδάφη θα προσαρτηθούν στη Ρωσία. Οποιαδήποτε ρωσικά όπλα, περιλαμβανομένων στρατηγικών πυρηνικών όπλων και όπλων που βασίζονται σε νέες τεχνολογίες, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν [για την προστασία τους]. Επομένως, διάφοροι απόστρατοι ηλίθιοι με διακριτικά στρατηγού δεν χρειάζεται να μας τρομάζουν, μιλώντας για χτύπημα του ΝΑΤΟ στην Κριμαία. Το Hypersonic είναι εγγυημένο ότι μπορεί να φτάσει στόχους στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες πολύ πιο γρήγορα», είπε ο πρώην πρόεδρος της Ρωσίας και νυν αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Ασφαλείας της χώρας.