Σε μια πολύπλευρη ανάλυση για τον πόλεμο στην Ουκρανία, η βρετανική Telegraph κάνει έναν απολογισμό για τον έως τώρα αντίκτυπο του πολέμου και αναλύει τα προβλήματα που περιμένουν εφέτος τον πρόεδρο της Ρωσίας – καθώς ετοιμάζεται να τα παίξει όλα για όλα με την εαρινή του επίθεση στο Ντονμπάς.
Παρά τη δυνατότητα του Κρεμλίνου να στρατολογεί και να στέλνει στην πρώτη γραμμή νέους στρατιώτες, ακόμη και χωρίς πυρομαχικά και εκπαίδευση, υπάρχουν οικονομικές και άλλες παράμετροι που μπορεί να αποσταθεροποιήσουν τη Μόσχα.
Ας ξεκινήσουμε από το πεδίο της μάχης. Λέγεται ότι οι πόλεμοι τελειώνουν πάντα με διαπραγματεύσεις. Η Ρωσία ελπίζει να φτάσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μετά την εαρινή επίθεση στις κοιλάδες του Ντονμπάς, που υπολογίζει ότι θα έχει τεράστιο κόστος σε στρατιώτες για την Ουκρανία, πείθοντας τη Δύση να πιέσει το Κίεβο ώστε να συμβιβαστεί.
Οι Ουκρανοί, από την πλευρά τους, ελπίζουν ότι θα καταφέρουν με μια αστραπιαία επίθεση με τη χρήση δυτικών τανκς να φτάσουν μέχρι την Κριμαία, αναγκάζοντας το Κρεμλίνο να αποχωρήσει από τη χώρα ή να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για έναν ταπεινωτικό συμβιβασμό.
Εαν πετύχει η μία ή άλλη στρατηγική, ο πόλεμος θα μπορούσε να τελειώσει εφέτος, ωστόσο οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν ότι κάτι τέτοιο είναι μάλλον απίθανο. Η ρωσική προώθηση των δυνάμεων βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, με ταυτόχρονες επιθέσεις σε περιοχές όπως το Μπαχμούτ και η Κρεμίνα, που έχουν αποφέρει όμως αμελητέα εδαφικά κέρδη. Αντίθετα, έχουν μεγάλο κόστος για τον ρωσικό στρατό, που χάνει δυνάμεις.
Σύμφωνα με τους New York Times, οι Ρώσοι χρησιμοποιούν τους νέους στρατιώτες που επιστρατεύθηκαν για να «τραβήξουν» τα πυρά από τις αμυνόμενες ουκρανικές δυνάμεις, ώστε να μάθουν τις θέσεις των Ουκρανών. Το αποτέλεσμα είναι να καταγράφονται πολύ υψηλά ποσοστά ρωσικών απωλειών στις μάχες που γίνονται το τελευταίο διάστημα.
«Ο Πούτιν δεν νοιάζεται για τους νεκρούς και ακρωτηριασμένους στρατιώτες. Εάν η τρέχουσα επίθεση αποτύχει, απλώς θα στρατολογήσει περισσότερους» σχολίασε η Telegraph.
Την Τετάρτη, ο Γεβγκένι Πριγκόζιν, ο αρχηγός των ρώσων μισθοφόρων της Ομάδας Βάγκνερ, έδωσε στη δημοσιότητα μια φωτογραφία δεκάδων νεκρών μαχητών της ομάδας του που κείτονταν πεσμένοι στο παγωμένο έδαφος της ανατολικής Ουκρανίας και κατηγόρησε το Κρεμλίνο ότι τους άφησε χωρίς πυρομαχικά. Ο Πριγκόζιν είπε επίσης ότι η ρωσική στρατιωτική ηγεσία αρνείται να δώσει ακόμη και φτυάρια στους μαχητές της Wagner, για να σκάψουν χαρακώματα…
Στην άλλη πλευρά του μετώπου, οι Ουκρανοί που βρίσκονται σε θέσεις άμυνας προσπαθούν να συγκρατήσουν τις ρωσικές δυνάμεις επιχειρώντας να «εξουδετερώσουν» όσο το δυνατόν περισσότερους στρατιώτες, πυρομαχικά και στρατιωτικό εξοπλισμό της Ρωσίας, πριν την αντεπίθεση των Ρώσων την άνοιξη.
Οι διοικητές του ουκρανικού στρατού θα περιμένουν μέχρι να έχουν στη διάθεσή τους αρκετά Δυτικά άρματα μάχης, επαρκή αποθέματα πυρομαχικών και νέες ταξιαρχίες για να ενισχύσουν την προσπάθειά τους.
Οπως εξηγεί η Telegraph, «στο μεταξύ, το λουτρό αίματος θα συνεχιστεί. Η τρέχουσα δουλειά του ουκρανικού πεζικού είναι, βασικά, να περιμένει στα χαρακώματα και να δέχεται τον βομβαρδισμό. Οσοι επιζούν από το μπαράζ θα πρέπει στη συνέχεια να συμμετάσχουν στις μάχες με το πεζικό και τα ρωσικά τανκς που πλησιάζουν. Μετά, όσοι απομένουν από αυτή τη σύγκρουση περιμένουν το επόμενο κύμα βολών του ρωσικού πυροβολικού. Και ούτω καθεξής».
Η πρόβλεψη της έκβασης των επερχομένων μαχών είναι αδύνατη, σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα. Ωστόσο, η λύση στο αδιέξοδο και ο τερματισμός του πολέμου μέσα στην εφετινή χρονιά μοιάζει να πιέζει περισσότερο την Ουκρανία και τη Δύση παρά τη Ρωσία.
Στη συνέχεια, αν ένας λαϊκιστής Ρεπουμπλικανός κερδίσει τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2024, θα μπορούσε να πιέσει το Κίεβο να δεχτεί έναν επώδυνο συμβιβασμό. Εν τω μεταξύ, ίσως οι σύμμαχοι του Πούτιν να τον βοηθήσουν. Οι αμερικανοί αξιωματούχοι προειδοποιούν, άλλωστε, ήδη την Κίνα να μην παρέχει όπλα στη Ρωσία.
Η «μάχη» της οικονομίας
Η οικονομία είναι εξίσου σημαντική για την έκβαση του πολέμου, καθώς οι εξελίξεις ενδέχεται να επηρεάσουν την κοινή γνώμη στη Ρωσία και, ενδεχομένως, τη σταθερότητα του καθεστώτος του Πούτιν.
Ο ρώσος πρόεδρος έχασε τον πόλεμο του φυσικού αερίου το 2022 και μέχρι στιγμής χάνει και τον πόλεμο του πετρελαίου το 2023. Τα έσοδα από τις εξαγωγές ενέργειας που στηρίζουν τον ρωσικό προϋπολογισμό βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση. Αν αυτό συνεχιστεί για πολύ, ο Πούτιν θα αντιμετωπίσει προβλήματα.
Ηδη, τα έσοδα του ρωσικού κράτους από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου μειώθηκαν κατά 46% τον Ιανουάριο σε ετήσια βάση. Ο βασικός λόγος για τη μείωση των εσόδων είναι το πλαφόν των G7 –των επτά πιο αναπτυγμένων βιομηχανικά και οικονομικά χωρών του πλανήτη– στις τιμές του πετρελαίου, που επιβλήθηκε στις αρχές Δεκεμβρίου. Ο Πούτιν μπορεί ακόμη να πουλάει το πετρέλαιό του στην Ασία, αλλά η Δύση ελέγχει το 90% της παγκόσμιας ναυτιλίας μέσω των πιστώσεων και των ασφαλιστικών εταιρειών. Και παρά τις αντιδράσεις, το Κρεμλίνο συμμορφώνεται με τους όρους των G7.
Παράλληλα, η Κίνα, η Ινδία και η Τουρκία, γνωρίζοντας ότι η Ρωσία είναι σε δύσκολη θέση, απαιτούν εκπτώσεις στην τιμή. Το ρωσικό αργό πωλείται αυτή τη στιγμή με έκπτωση 50%, στην τιμή των 40 δολαρίων το βαρέλι, στις διεθνείς αγορές. Η ρωσική οικονομία στηρίζεται στα έσοδα από τους υδρογονάνθρακες και το 2022 είχε εμπορικό πλεόνασμα σχεδόν 20% του ΑΕΠ. Ο προϋπολογισμός ήταν πλεονασματικός και το ρούβλι ήταν ισχυρό. Ετσι, ο Πούτιν μπορούσε να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο χωρίς να επιβάλει λιτότητα στους ρώσους πολίτες.
Τώρα θα πρέπει να προσαρμοστεί. Ο προϋπολογισμός γύρισε σε έλλειμμα τον Ιανουάριο και ο Πούτιν έβαλε χέρι στα αποθεματικά του κράτους για να το καλύψει. Ετσι, το «μαξιλάρι» μειώθηκε από 186 δισ. δολάρια σε 148 δισ. δολάρια σε έναν και μόνο μήνα. Το Κρεμλίνο δεν μπορεί να διατηρήσει έναν τέτοιο ρυθμό χρήσης των αποθεματικών για πολύ καιρό ακόμη, παρότι τα στοιχεία του Ιανουαρίου αποτυπώνουν κυρίως τις τεράστιες στρατιωτικές δαπάνες.
Αν η ανοιξιάτικη επίθεση του Πούτιν στο Ντονμπάς δεν λήξει σύντομα υπέρ της Ρωσίας, ο ρώσος πρόεδρος θα πρέπει να κάνει νέα έφοδο στους λογαριασμούς των ιδιωτικών εταιρειών –που έχει ήδη ξεκινήσει με την Gazprom– και ίσως, όπως επισημαίνει η Telegraph, «να χρειαστεί να βάλει χέρι στις οικονομίες των νοικοκυριών μέσω υποχρεωτικών πολεμικών ομολόγων. Σε αυτή την περίπτωση το καθεστώς του θα κινδυνεύει».
Από την άλλη πλευρά, το Κρεμλίνο μπορεί ακόμη να ελπίζει ότι το άνοιγμα της Κίνας μετά την Covid θα απορροφήσει σημαντικές ποσότητες πετρελαίου και ότι οι τιμές του αργού θα μπορούσαν να ανακάμψουν γρήγορα στα επίπεδα των 120 δολαρίων το βαρέλι. Επίσης, ο Πούτιν μπορεί να μπει στον πειρασμό να τροφοδοτήσει μια άνοδο της τιμής μειώνοντας τη ρωσική παραγωγή και ελπίζοντας ότι θα κερδίσει από την τιμή περισσότερα από όσα θα χάσει από τον όγκο του εμπορεύματος που θα πουλάει.
Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να στείλει το πετρέλαιο σε ιστορικά υψηλά και να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στη διεθνή οικονομία. Αλλά θα έβλαπτε την Κίνα και την Ινδία περισσότερο από ό,τι τη Δύση, και σύμφωνα με τους αναλυτές θα αποτελούσε μια απελπισμένη τελευταία ζαριά.
Η αντοχή της Ευρώπης
Με τη Δύση να εγκαταλείπει το ρωσικό φυσικό αέριο και να θέτει ανώτατο όριο στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου, το Κρεμλίνο θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση των τελευταίων 20 ετών. Ρόλο σε αυτή την εξέλιξη παίζει και η προσαρμοστικότητα της Ευρώπης.
Η Γηραιά Ηπειρος επικράτησε στον πόλεμο του φυσικού αερίου του περασμένου έτους. Κατάφερε να μειώσει τη χρήση του ρωσικού αερίου κατά 20% χωρίς να προκληθεί κοινωνική αναταραχή σε χώρες της Ευρώπης, και πιθανότατα θα αποφύγει και την ύφεση στην οικονομία.
Βεβαίως, η Ευρώπη θα πρέπει να φτάσει ως το καλοκαίρι διατηρώντας τα αποθέματα φυσικού αερίου σε αρκετά υψηλά επίπεδα, ώστε να πετύχει την πλήρη ανανέωση των αποθεμάτων πριν από τον επόμενο χειμώνα.
Σε κάθε περίπτωση, η δυνατότητα του Πούτιν να εκβιάζει οικονομικά τη Γηραιά Ηπειρο έχει μειωθεί σημαντικά. Τώρα, ο ρώσος πρόεδρος θα πρέπει να αντιμετωπίσει μια ισχυρότερη και πιο ενωμένη Ευρώπη. Πόνταρε στον διχασμό της, αλλά διαψεύστηκε.
Αυτή τη στιγμή η Δυτική Συμμαχία είναι ισχυρότερη από οποιαδήποτε άλλη στιγμή από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Το Βερολίνο άλλαξε στάση και έγινε ένας σημαντικός προμηθευτής όπλων στην Ουκρανία, μαζί με τη Γαλλία, τη Βρετανία, την ΕΕ και, κυρίως, τις ΗΠΑ. Το ταμπού της προμήθειας τανκς στο Κίεβο έσπασε και ίσως η επόμενη κίνηση να είναι τα μαχητικά αεροσκάφη.
Η Ευρώπη βγαίνει από έναν χειμώνα που πολλοί φοβούνταν ότι θα έφερνε διακοπές ρεύματος λόγω της εξάρτησης από το ρωσικό αέριο του Πούτιν. Το 2023 ίσως δούμε αρκετές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, να εγκαταλείπουν πλήρως το φυσικό αέριο της Μόσχας, στερώντας από τον Πούτιν ένα πολύτιμο εργαλείο εκβιασμού.
Παράλληλα, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, πέρα από την αναμενόμενη διεύρυνση του ΝΑΤΟ με την προσθήκη της Σουηδίας και τη Φινλανδίας, πέτυχε επίσης κάτι φαινομενικά αδύνατο: να αναζωογονήσει την ετοιμοθάνατη πολιτική διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Ετσι, η Ουκρανία και η Μολδαβία, η οποία βρίσκεται υπό ρωσική απειλή, είναι πλέον υποψήφιες χώρες για ένταξη στην ΕΕ. Η Γεωργία, στην οποία εισέβαλε ο Πούτιν το 2008, φαίνεται ότι ακολουθεί. Ενώ, ακόμη και η γειτονική μας Αλβανία βρίσκεται στην κορυφή μιας λίστας έξι χωρών των Δυτικών Βαλκανίων που είναι πιθανό να ενταχθούν νωρίτερα στο μπλοκ της ΕΕ, λόγω της απειλής από τη ρωσική επιρροή στην περιοχή.