Το Κρεμλίνο δεν ανησυχεί ιδιαίτερα για την αντεπίθεση των Ουκρανών καθώς γνωρίζει, πλέον, πως η έκβαση του πολέμου δεν θα κριθεί στις γέφυρες τις Χερσώνας ή στα χαρακώματα του Ντονμπάς αλλά στην Ουάσιγκτον και στις Βρυξέλλες. Το εάν θα επικρατήσει ή θα ηττηθεί η Ρωσία στην Ουκρανία θα εξαρτηθεί από αποφάσεις που λαμβάνονται πολύ μακριά από τα πεδία των μαχών και μπορούν να καθορίσουν, πέρα από την πορεία του πολέμου, την επιβίωση του καθεστώτος το Βλαντίμιρ Πούτιν.
«Είναι η βούληση της Δύσης να στηρίζει το Κίεβο στρατιωτικά και οικονομικά που καθιστά αδύνατη την επιτυχία και μετατρέπει την Ουκρανία σε μια παγίδα που καταβροχθίζει το εκλεκτότερο τμήμα του έμψυχου και άψυχου υλικού της Ρωσίας», συνοψίζει ο Τζιανλούκα ντι Φέο της La Repubblica.
Ο ιταλός δημοσιογράφος σημειώνει στην ανάλυσή του πως η Μόσχα αντιλήφθηκε καθυστερημένα την εν λόγω απειλή ενώ τώρα σκέφτεται πώς μπορεί να αντιδράσει. Η βοήθεια που παρέχεται από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ στην κυβέρνηση του Κιέβου δεν έχει προηγούμενο στην Ιστορία. Και παρότι οι δυτικές κυρώσεις αργούν να επιδράσουν και υπάρχουν πολλά παραθυράκια, η ρωσική οικονομία καταβάλλει βαρύ τίμημα για την απομόνωσή της από τις ευρωπαϊκές αγορές.
Πλέον η Μόσχα μπορεί να βασίζεται μόνον «στους φυσικούς πόρους της, στα κοιτάσματα πρώτων υλών, το μοναδικό μέσο που διαθέτει για να αποτρέψει την κατάρρευση της χώρας και το μοναδικό όπλο για να προσπαθήσει να βελτιώσει την κατάσταση», γράφει ο Ντι Φέο. Για αυτό η ανακοίνωση της Ομάδας των G7 για πλαφόν στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου και η προοπτική ενός παρόμοιου ευρωπαϊκού μέτρου για την τιμή του φυσικού αερίου, ανησυχεί ιδιαίτερα το Κρεμλίνο. Η προσοχή της Μόσχας εξακολουθεί να είναι στραμμένη κυρίως προς την Ευρώπη, στις χώρες της οποίας ασκούνται ισχυρές πιέσεις, οικονομικές αλλά και πολιτικές.
Η μεγάλη έκπληξη του πολέμου που μαίνεται στην Ουκρανία, αλλά και καθοριστικός παράγοντας όσον αφορά την εξέλιξή του, είναι η συνοχή που επιδεικνύει η ΕΕ, η οποία εξακολουθεί να στηρίζει αμέριστα το Κίεβο, παρά τη δραματική αύξηση του κόστους της ενέργειας και την πρόσφατη διακοπή των ροών φυσικού αερίου προς την Ευρώπη.
«Οι στρατηγοί του Κρεμλίνου πόνταραν στον “Στρατηγό Χειμώνα”, όντας πεπεισμένοι ότι το κρύο θα υπονόμευε την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, αλλά οι Βρυξέλλες δεν δείχνουν σημάδια υποχώρησης. Αντιθέτως, και μόνον η ανακοίνωση μέτρων για τη συγκράτηση των τιμών ήταν αρκετή, για να περιοριστεί αμέσως η κερδοσκοπία και μειωθεί το κόστος της ενέργειας, υπονομεύοντας όχι μόνο τα σχέδια της Μόσχας αλλά και τις εξαγωγές της», αναφέρει ο Ντι Φέο.
Η σύγκρουση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και αναμένεται πως θα συνεχιστεί, με τη Ρωσία να επιδιώκει καταρχάς τη διάσπαση της συνοχής της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Για αυτόν τον λόγο ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τις επικείμενες εκλογές στην Ιταλία, γιατί ο σχηματισμός μιας λαϊκίστικης κυβέρνησης στη Ρώμη (στις δημοσκοπήσεις προηγείται η συμμαχία Δεξιάς-Ακροδεξιάς, με προβαλλόμενη ως πρωθυπουργό την ακροδεξιά Τζόρτζια Μελόνι) θα προσφέρει στη Μόσχα τη δυνατότητα να αποπειραθεί να προσβάλει το τείχος της Ευρώπης.
Συγχρόνως, όμως, υφίσταται και ένα άλλο μέτωπο, «το πιο επικίνδυνο» σύμφωνα με τον δημοσιογράφο της La Repubblica: «Ο Πούτιν καλείται να διατηρήσει τη συναίνεση στην πατρίδα του», εξηγεί. Πρόσφατη δημοσκόπηση του αξιόπιστου ρωσικού Levada Center δείχνει πως η λαϊκή στήριξη στην «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» στην Ουκρανία παραμένει αμετάβλητη με το 76% των πολιτών να τάσσεται υπέρ.
Επιδιώκοντας να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, το Κρεμλίνο εξακολουθεί να κρατά μακριά από τα πεδία των μαχών τους νεοσύλλεκτους και να βασίζεται σε επαγγελματίες και (εξαναγκασμένους) εθελοντές. Ωστόσο υπό τις παρούσες συνθήκες, κάποια στιγμή σε λίγους μήνες, θα χρειαστεί να κινητοποιηθούν και οι νεοσύλλεκτοι και να απαιτηθούν θυσίες από ολόκληρο τον ρωσικό λαό.
Παράλληλα στη Μόσχα ολοένα και «υψώνεται η φωνή της μοναδικής αντιπολίτευσης που τολμάει να αμφισβητεί το Κρεμλίνο, των γερακιών που ζητούν να συνθλιβεί η αντίσταση του Κιέβου με κάθε μέσο. Προσωπικότητες με οπαδούς στις ένοπλες δυνάμεις και στους μηχανισμούς της εξουσίας, όπως ο Αλεξάντερ Ντούγκιν, ο οποίος ενώπιον της σορού της κόρης του δήλωσε πως “η εκδίκηση δεν αρκεί, είναι απαραίτητη η νίκη.”», προσθέτει ο Ντι Φέο.
Προς το παρόν ο Πούτιν δείχνει να παραμένει ανεπηρέαστος αλλά γνωρίζει πολύ καλά πως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ηττηθεί. Για αυτό ο υφυπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Ριαμπκόφ, κάνοντας λόγο για «λεπτή γραμμή που χωρίζει τις ΗΠΑ από το να εμπλακούν στον πόλεμο», προειδοποίησε την Ουάσιγκτον να σταματήσει τις προκλητικές ενέργειες, περιλαμβανομένης και της προμήθειας του Κιέβου με ολοένα πιο καταστροφικά και μεγαλύτερου βεληνεκούς οπλικά συστήματα, τα οποία, βάλλοντας κατά των ρωσικών δυνάμεων στην Ουκρανία, θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την αξιοπιστία του Πούτιν στο εσωτερικό της Ρωσίας.
Αδυνατώντας να ασκήσει οικονομική πίεση στις ΗΠΑ, στο πλαίσιο της αντιπαράθεσής του με την Ουάσιγκτον, το Κρεμλίνο μπορεί μονάχα να οξύνει περαιτέρω το κλίμα, «το οποίο είναι ήδη ιδιαίτερα οξυμένο, περισσότερο από όσο ήταν κατά τις κρίσιμες στιγμές του Ψυχρού Πολέμου», επισημαίνει ο Ντι Φέο, ολοκληρώνοντας τη ανάλυσή του.
Την ώρα που ο Σεργκέι Ριαμπκόφ προέβαινε στις δηλώσεις του, δύο βομβαρδιστικά B52 επιτηρούσαν τον εναέριο χώρο της Λιθουανίας, σε απόσταση 100 χιλιομέτρων από τον ρωσικό θύλακα του Καλίνινγκραντ, ενώ μια ομάδα αμερικανικών αεροσκαφών παρακολουθούσε ένα πυρηνικό υποβρύχιο της Ρωσίας ανοιχτά της Σικελίας, αναφέρει ενδεικτικά ο Φέο όσον αφορά «τη λεπτή γραμμή» που χωρίζει τις δύο υπερδυνάμεις από μια κατά μέτωπο σύγκρουση.