O Πόντιος Πιλάτος είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα των fake news. Αυτό υποστηρίζει σε άρθρο του, στο πλαίσιο αφιερώματος σχετικά με τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στην πορεία του Ιησού προς τη σταύρωση της ιταλικής εφημερίδας «La Repubblica», ο Στέφανο Μασίνι.
Οπως γράφει ο Mασίνι, o Πόντιος Πιλάτος περιγράφεται ως ένας αδύναμος άνθρωπος, πιθανώς οικεία ειλικρινής και ευαίσθητος, ο οποίος όταν βρήκε στη φυλακή τον Ιησού τον Ναζωραίο έκανε τα πάντα για να τον σώσει, έως ότου με εκείνο το «νίπτω τας χείρας μου» κατέστησε σαφές ότι το σφάλμα δεν ήταν δικό του αλλά του Σανχεντρίν, του ανώτατου δικαστικού οργάνου των Ιουδαίων. «Με λίγα λόγια, όμως, παραδόξως το αποτέλεσμα εκείνης της δίκης ήταν ο Χριστός να καταδικαστεί και ο Πόντιος Πιλάτος να αθωωθεί ηθικά, τόσο ώστε ορισμένες Κοπτικές εκκλησίες να τον τιμούν ως άγιο. Μάλιστα, υπήρχαν φήμες σχετικά με το ότι σε προχωρημένη ηλικία ο Αγιος Πόντιος αλλαξοπίστησε και πέθανε με την παρηγοριά της πίστης».
Σύμφωνα με τον Mασίνι, αν έχουν μείνει κάποιες αμφιβολίες σχετικά με την επιείκεια που απολάμβανε και συνεχίζει να απολαμβάνει ο ρωμαίος έπαρχος της Ιουδαίας, είναι αρκετό να θυμηθούμε πως όταν ο Λουίτζι Μάνι αφιέρωσε σε εκείνον μια ταινία το 1987, διάλεξε –από όλους τους ιταλούς ηθοποιούς– για τον ρόλο τον Νίνο Μανφρέντι. «Αλλά, ναι. Διαφορετικά ποιον; Ο Μανφρέντι ήταν τέλειος για να ενσαρκώσει εκείνη την πανούργα οκνηρία, την ευγενική συμπόνια της Τσοτσαρία, που στο τέλος εξομαλύνει τα πάντα και συγχωρεί επειδή η καλοσύνη των επαρχιωτών είναι νόμος που πρέπει να γραφτεί στο Σύνταγμα. Οπότε, ξέρετε; Είμαστε όλοι Nίνο Μανφρέντι και είμαστε όλοι Πόντιοι Πιλάτοι, με εκείνη την αποδεκτή δόση πονηριάς και απάθειας που δεν “γρατζουνίζει” τη μονολιθική μας άποψη περί αθωότητας».
Ενας άλλος ηθοποιός θα έπρεπε όμως να έχει επιλεγεί στη θέση του Mανφρέντι, υποστηρίζει ο Mασίνι, και μιλάει για τον Ούγκο Τονιάτσι. «Αιχμηρός, καυστικός, με τον απαράμιλλο τρόπο του να σκιαγραφεί τη μιζέρια του μέσου ανθρώπου, με τις μίζερες φάρσες του, την αθλιότητά του που συχνά τρεφόταν από τον κυνισμό, γεμάτη αυθαιρεσίες. Αυτός ήταν ο Πιλάτος, σύμφωνα με ιστορικές πηγές, πέρα από τα Ευαγγέλια. Περιγράφεται ως ένας διόλου φωτισμένος αξιωματούχος, ένας άνθρωπος με τάση στην καταπίεση και στην κατάχρηση, γνωστός για το ότι κατέστειλε ακόμη και την παραμικρή διαμαρτυρία με αιματοχυσίες».
Αυτό που είναι όμως σημαντικότερο, κατά το άρθρο, είναι ότι ο Πιλάτος δεν έχασε ποτέ την ευκαιρία να εκφοβίσει, κάνοντας κατάχρηση εξουσίας: ταπείνωσε τους ντόπιους αναρτώντας μέσα στην Ιερουσαλήμ λατρευτικές εικόνες του αυτοκράτορα Τιβέριου και όταν εξαναγκάστηκε (από τον ίδιο τον αυτοκράτορα) να τις αποσύρει, συνέχισε με περαιτέρω ασεβείς κινήσεις, για τις οποίες δέχθηκε επανειλημμένως επιπλήξεις από τους ανωτέρους του. «Είναι αυτά αρκετά για να σκιαγραφηθεί ο χαρακτήρας του, ή πρέπει να προσθέσουμε ότι υπήρχαν εναντίον του κατηγορίες για δωροδοκία και διαφθορά;».
Αλλά και ο καταστροφικός επίλογος της καριέρας του μιλάει από μόνος του για το ποιόν του Πιλάτου: επιτέθηκε στους Σαμαρείτες και τους σφάγιασε στο Ορος Γαριζίν και όταν, ως τιμωρία, εξέπεσε του αξιώματός του και μεταφέρθηκε στον Ροδανό, αυτοκτόνησε.
«Οχι, ο Πόντιος Πιλάτος δεν ήταν η εκλεκτή ψυχή, γεμάτη παλμό και ένστικτα που δεν κατάφερναν να κρυφτούν κάτω από την πανοπλία του. Αντιθέτως, η ιστοριογραφία μάς δίνει την εικόνα ενός “φθηνού” πολιτικού, πολύ χαμηλού επιπέδου, ενός λιλιπούτειου ανθρώπου που ξαφνικά ανακαλύπτει τον εαυτό του ευρισκόμενος μπροστά σε κάτι πολύ μεγαλύτερο από τον ίδιο: ο νεαρός προφήτης που μπήκε στην Ιερουσαλήμ και έγινε αποδεκτός με ενθουσιασμό από τα πλήθη, παραδόθηκε σε εκείνον από τους Αρχιερείς που τον ήθελαν νεκρό. Και ίσως ο Πιλάτος αντιλήφθηκε μια ασυνήθιστη ενέργεια στα μάτια του γιου του ξυλουργού, αλλά από φόβο ή επιπολαιότητα ένιωσε ότι η υπόθεση ήταν σοβαρή αυτή τη φορά, ότι έπρεπε να συμβιβαστεί και να μη “βρωμίσει” τα χέρια του».
Ο Πιλάτος, τονίζει ο αρθρογράφος, είναι εκείνος που δείχνει ότι νοιάζεται για τους άλλους μόνο δημοσίως, επειδή τίποτα δεν μπορεί να ανυψώσει τη μετριότητα πέρα από τη βολική περίμετρο της… μετριότητάς της. Αν μια λέμβος με μετανάστες βυθιστεί στο Κούτρο, ο Πιλάτος νίπτει τας χείρας του. Το ίδιο πράττει αν οι πύραυλοι πέφτουν βροχή στο Κίεβο ή αν οι πάγοι λιώνουν ή αν ένα εργοστάσιο απολύσει τους 400 εργαζομένους του. Ο Πόντιος Πιλάτος σώζει μόνο τον εαυτό του και κρύβεται σαν χελώνα στο καβούκι της όταν νιώθει να τον αγγίζει κάτι μεγαλύτερο από τον ίδιο. Και τότε ο ιός δεν υπάρχει, οι εθνοκαθάρσεις είναι κατασκευάσματα, οι μετανάστες δεν απειλούνται, το κλίμα του πλανήτη δεν κινδυνεύει, κάθε συναγερμός είναι υπερτιμημένος, άρνηση, άρνηση, άρνηση… και δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής εκτός από το να «νίπτουμε τας χείρας μας».
Τον Μάρτιο του ’64, στο Κουίνς, ένα κορίτσι που ονομαζόταν Κίτι Τζενοβέζε βιάστηκε και δολοφονήθηκε σε μια αυλή, ενώ δεκάδες άνθρωποι παρακολουθούσαν κρυμμένοι πίσω από τα παράθυρά τους. Κανένας δεν παρενέβη και αν εκείνη την εποχή το επεισόδιο αυτό προκάλεσε οργή και μακρά διαμάχη, αντιθέτως, σήμερα, 60 χρόνια μετά, το να «νίπτουμε τας χείρας μας» είναι η πιο προφανής και συχνή επιλογή. Ο Πόντιος Πιλάτος είναι πανταχού παρών…
Διαβάστε το προηγούμενο:
Ο Ιούδας, ο Τραμπ και το αιώνιο δούναι και λαβείν→