Επισημαίνονται εδώ και πολλούς μήνες στον διεθνή Τύπο οι κίνδυνοι του αποκαλούμενου «εθνικισμού των εμβολίων», στην παγίδα του οποίου κινδυνεύει να πέσει και η Ευρωπαϊκή Ενωση, θέτοντας υπό νέο, αυστηρότερο, καθεστώς ελέγχου τις εξαγωγές δόσεων των εμβολίων κατά του κορονοïού από την επικράτειά της προς τρίτες χώρες.
Πέρα από τα ηθικά ζητήματα που υφίστανται, ο «εμβολιαστικός προστατευτισμός» μπορεί να πλήξει τα κράτη που καταφεύγουν σε αυτόν γιατί, όπως εξήγησε και ο διευθύνων σύμβουλος της AstraZeneca Πασκάλ Σοριό, εάν ο ιός αφεθεί ελεύθερος να μεταδίδεται σε άλλα μέρη του κόσμου, είναι πολύ πιθανό να εμφανιστούν νέες μεταλλάξεις του που θα μπορούσαν να καταστήσουν λιγότερο αποτελεσματικά, αν όχι αναποτελεσματικά, τα εμβόλια που ήδη κυκλοφορούν ή πρόκειται να κυκλοφορήσουν σύντομα.
Ο Economist, τα φιλοευρωπαϊκά αισθήματα του οποίου είναι γνωστά, υποστηρίζει επίσης κι εξηγεί σε άρθρο του γιατί ο πόλεμος των εμβολίων είναι ασύμφορος για την ΕΕ. Μάλιστα σύμφωνα με το έγκριτο λονδρέζικο περιοδικό, το μέτωπο των εμβολίων δεν είναι το μοναδικό στο οποίο η ΕΕ δεν κινείται όπως απαιτείται ενώπιον της πανδημίας που εξακολουθεί να μαίνεται σε όλον τον κόσμο.
«Οι απειλές είναι επικίνδυνες»
«Οι απειλές προς φαρμακοβιομηχανίες και έθνη αποτελούν έναν τρόπο διασκέδασης της απογοήτευσης, αλλά είναι επικίνδυνες», υπογραμμίζει ο Economist. Και υπενθυμίζει καταρχάς ότι στην περίπτωση που η ΕΕ αποφασίσει να μπλοκάρει τις εξαγωγές δόσεων του εμβολίου της Pfizer/BioNTech, τότε οι πολίτες της Βρετανίας δεν θα μπορέσουν να λάβουν τη δεύτερη δόση.
Οι Ευρωπαίοι δεν πρέπει επίσης να ξεχνούν πως, εάν η κάθε χώρα που συμμετέχει στην περίπλοκη εφοδιαστική αλυσίδα των εμβολίων αρχίσει να απειλεί το ελεύθερο εμπόριο –ειδικών φιαλιδίων, για παράδειγμα, ή συρίγγων– τότε θα επέλθει μία χαοτική κατάσταση, ιδιαίτερα αρνητική για όλον τον κόσμο.
Εάν πραγματοποιήσει τις όποιες απειλές της η ΕΕ υπάρχει ο κίνδυνος όχι μόνον να καθυστερήσει εγκληματικά (και για την οικονομία και για τη δημόσια υγεία) το ξεπέρασμα της πανδημίας, αλλά και να καταρρίψει τον ισχυρισμό ότι προασπίζεται το κράτος δικαίου, «την κύρια πηγή της εξουσίας της».
Οπότε, είναι σίγουρα προτιμότερο, σύμφωνα πάντα με τον Economist, να εστιάσει την προσοχή της στη διανομή των δόσεων που λαμβάνει, συνδράμοντας, ταυτόχρονα, τις φαρμακευτικές εταιρείες στο δύσκολο έργο τους, αντί να το παρεμποδίζει.
«Πολιτικό σκάνδαλο»
Τα λάθη και τις καθυστερήσεις των Βρυξελλών που επέφεραν τον εκτροχιασμό του εμβολιαστικού προγράμματος της ΕΕ αναλύει σε άρθρο του και ο Γκίντεον Ράχμαν των Financial Times, κάνοντας λόγο για «μείζον πολιτικό σκάνδαλο» το οποίο θα μπορούσε ακόμα και να τερματίσει την πολιτική καριέρα κορυφαίων προσωπικοτήτων της ευρωπαϊκής πολιτικής – της προέδρου της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, του προέδρου της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν και του υπουργού Υγείας και εν δυνάμει καγκελαρίου της Γερμανίας Γενς Σπαν.
Πάρα πολλοί, πλέον, στις Βρυξέλλες υποστηρίζουν ανοιχτά, επισημαίνει εξάλλου το Politico σε εκτενές δημοσίευμά του, ότι η κατάσταση θα εξελισσόταν καλύτερα, εάν η ΕΕ παρείχε τουλάχιστον μία μερική ελευθερία κινήσεων στις εθνικές κυβερνήσεις όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις για την προμήθεια των απαραίτητων δόσεων. Αρχικά επικράτησε το πνεύμα της αλληλεγγύης το οποίο, ωστόσο, εκτοπίστηκε σύντομα από το κατά πολύ ισχυρότερο πνεύμα της γραφειοκρατίας που εξακολουθεί να κυριαρχεί στους κόλπους της ΕΕ.
Οι δημοσιογράφοι του Economist στρέφουν την προσοχή τους και στην οικονομία, τονίζοντας πως η ΕΕ πρέπει να δράσει άμεσα για να προλάβει τις οικονομικές επιπτώσεις των καθυστερήσεων στα εμβολιαστικά προγράμματα των κρατών μελών της.
Είναι αναντίρρητο πως η σύσταση του Ταμείου Ανάκαμψης και η έκδοση κοινού χρέους από την ΕΕ αποτελεί ένα ιδιαίτερα σημαντικό βήμα εμπρός. Ενδέχεται, ωστόσο, οι πόροι που έχουν συγκεντρωθεί, ακόμη και στην περίπτωση που αξιοποιηθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο από όλα τα κράτη – μέλη της ΕΕ, να μην επαρκούν για την κάλυψη των αναγκών που εκτιμάται πως θα προκύψουν.
Τα 750 δισεκατομμύρια του Ταμείου Ανάκαμψης αποτελούν ένα τεράστιο ποσό, περί τα 900 δισεκατομμύρια δολάρια, αλλά ο Λευκός Οίκος του Τζο Μπάιντεν ετοιμάζεται να ξοδέψει σχεδόν δύο τρισεκατομμύρια δολάρια για την ανάκαμψη των Ηνωμένων Πολιτειών στην μετά Covid εποχή. Και σύμφωνα με τους Βρετανούς είναι ανώφελο οι Ευρωπαίοι να πιστεύουν πως εάν χρειαστεί θα επέμβει εκ νέου η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καθώς «έχει ξεμείνει από πυρομαχικά και δεν είναι σε θέση πλέον να τονώσει την οικονομία».
Το ΔΝΤ
Δεν είναι τυχαίο ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει πως η ανάπτυξη κατά το τρέχον έτος στην ευρωζώνη δεν θα είναι αρκετή για να καλυφθούν οι τεράστιες απώλειες του 2020. Την ίδια ώρα οι αναλυτές εκτιμούν πως ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη μέσα σε μια πενταετία θα έχει πέσει σε ένα «πενιχρό» 1% ενώ μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα οι ΗΠΑ θα έχουν ορθοποδήσει και θα αναπτύσσονται πιο δυναμικά με πληθωρισμό γύρω στο 2%.
Οι καθυστερήσεις στους εμβολιασμούς αναπόφευκτα θα καθυστερήσουν την ανάκαμψη των ευρωπαϊκών οικονομιών και αυτό σημαίνει ότι είναι ορατός ο κίνδυνος της στασιμότητας. «Η χαμηλή ανάπτυξη κι ο χαμηλός πληθωρισμός θα μπορούσαν να καταστούν μόνιμα στοιχεία της ευρωζώνης, όπως είναι στην Ιαπωνία», προειδοποιεί ο Economist. Και για να αποφευχθεί αυτό το σενάριο, λέει, «η Ευρώπη πρέπει να ξοδέψει όπως η Αμερική».
Το ότι ο Χριστιανοδημοκράτης Χέλγκε Μπράουν, στενός συνεργάτης της Ανγκελα Μέρκελ και διευθυντής της καγκελαρίας, πρότεινε (προκαλώντας έντονες αντιδράσεις στο εσωτερικό του κόμματος του) να πάψει να ισχύει για κάποια χρόνια ο περιβόητος «κόφτης χρέους» (0,35% επί του ΑΕΠ) ούτως ώστε να αυξηθούν οι δημόσιες επενδύσεις με στόχο το ξεπέρασμα της πρωτοφανούς κρίσης, είναι κάπως ενθαρρυντικό. Την ανάγκη επανεξέτασης των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων, «λαμβάνοντας υπόψη την πραγματικότητα» επισήμανε και ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας Μπρούνο Λεμέρ.
Ομως ακόμα κι αν η Ευρώπη αποφασίσει να ξοδευτεί, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να καθυστερήσει να κινητοποιηθεί. «Η βραδυκίνητη διαδικασία λήψης αποφάσεων έχει ήδη καθυστερήσει τη διάθεση των εμβολίων κι αυτό θα έχει τίμημα ανθρώπινο και οικονομικό. Ακόμη ένας λόγος για να μην καθυστερήσει η γραφειοκρατία και την ανάκαμψη», καταλήγει ο Economist.