Η πολιτική θύελλα από την τοποθέτηση του Σταύρου Κοντονή, με αποτέλεσμα ακόμη και τη διαγραφή του από τον ΣΥΡΙΖΑ αργά το βράδυ της Πέμπτης, έφερε εκ νέου το ζήτημα της ποινικής μεταχείρισης των καταδικασθέντων (πια) στη δίκη της Αυγής, τις κρίσιμες αυτές ημέρες της επιμέτρησης των ποινών. Οι δηλώσεις Κοντονή – με πυρήνα τον νέο Ποινικό Κώδικα – για «νομοθέτημα που εκθέτει την κυβέρνηση», «αλλαγές που έχουν να κάνουν με την απόφαση του δικαστηρίου», και «ποινές που το δικαστήριο δεν θα επιβάλει», με πλήρη συνείδηση της τότε κυβέρνησης παρά τη δική του -ως υπουργού Δικαιοσύνης- διαφωνία, προκάλεσαν όχι μόνο γύρο αντιπαράθεσης στη Βουλή, αλλά και «βαριές» εκτιμήσεις, όπως αυτής της πρώην εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη, που μίλησε για αλλαγές προς το επιεικέστερο που θα έπρεπε να είχαν προσεχθεί.
«Η ποινική μεταχείριση του αρχηγού της εγκληματικής οργάνωσης είναι ίδια με του μέλους και εγώ αυτό το θεωρώ προβληματικό. Με τις αλλαγές του Ποινικού Κώδικα δεν υπάρχει πλέον στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων και αυτό είναι κάτι που επίσης το είχα αναφέρει, έχοντας στο μυαλό μου και τη δίκη για τη Χρυσή Αυγή»: η θέση Κοντονή ορίζει τους δυο άξονες της συζήτησης που, παρά τα πολιτικά της ερείσματα, κατά κύριο λόγο είναι νομική.
Το Protagon αναδεικνύει ανακρίβειες και ορθά σημεία, διαφορετικές οπτικές αλλά και ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον σημείο σύγχυσης στη δίκη της Χρυσής Αυγής, μέσα από τις θέσεις δυο καθηγητών του νομικού κόσμου, του Ηλία Αναγνωστόπουλου, καθηγητή Ποινικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών, και εκ των μελών της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για τον Ποινικό Κώδικα, και του Γρηγόρη Καλφέλη, καθηγητή Ποινικής Δικονομίας στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης.
«Δεν είναι αλήθεια ότι εξισώνονται η διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης με το αδίκημα της ένταξης», δηλώνει ο κ. Αναγνωστόπουλος, θέτοντας τις διαστάσεις του ζητήματος. «Βάσει του άρθρου 187, η ένταξη επισύρει ποινή κάθειρξης έως 10 ετών, ενώ η διεύθυνση έως 15 ετών – τιμωρείται με κάθειρξη έως 15 ετών. Η ποινή των 15 ετών είναι μια βαριά ποινή για τον διευθύνοντα – «πού μπορεί να φθάσει (το ύψος της ποινής), όταν κάποιος δεν έχει εγκληματίσει προσωπικά;», διερωτάται.
«Υπό τον Παλαιό Κώδικα, προβλέπονταν έως 20 έτη στην περίπτωση της διεύθυνσης, πλην όμως ο νόμος απαιτούσε έκτιση της ποινής τουλάχιστον κατά το 1/3, δηλαδή 6 χρόνια και 4 μήνες. Τώρα, απαιτείται έκτιση τουλάχιστον κατά τα 2/5, ως εκ τούτου στα 15 έτη έχουμε 6 χρόνια. Για τους τέσσερις μήνες, γίνεται όλος αυτός ο θόρυβος;».
«Ο νέος Κώδικας διαπνέεται γενικότερα από μια φιλοσοφία μείωσης ποινών, προσωπικά ωστόσο δεν συμφωνώ», αντιτείνει ο κ. Καλφέλης. «Θα έπρεπε να υπάρχει εντονότερη διαφοροποίηση της διεύθυνσης σε σχέση με την ένταξη».
Ο καθηγητής εξηγεί: «Την έννοια της διεύθυνσης την έχουμε «δανειστεί» από τον ιρλανδικό αντιτρομοκρατικό νόμο (τον νόμο που θεσπίστηκε για την πάταξη της δράσης του ΙRA). Η διεύθυνση έχει άρρηκτα συνδεθεί με τον ιθύνοντα νου, αυτόν που ορίζει την ιδεολογική ταυτότητα μιας οργάνωσης, την «ψυχή» της, αυτόν που την εκπροσωπεί και θέτει το ιδεολογικό πλαίσιο εντός του οποίου το μέλος διαπράττει το εκάστοτε έγκλημα».
Ο κ. Καλφέλης, στο σημείο αυτό, εκτιμά ότι υπήρξε σύγχυση από την πλευρά της εισαγγελέως στη δίκη της Χρυσής Αυγής, «σύγχυση ανάμεσα στην έννοια της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης και αυτή της ηθικής αυτουργίας, για τη στοιχειοθέτηση της οποίας ο Αρειος Πάγος απαιτεί απτά αποδεικτικά στοιχεία, πραγματικά γεγονότα».
«Το συγκεκριμένο ζήτημα ήταν πρακτικό πρόβλημα στη δίκη της 17Ν. Ο Αλέκος Γιωτόπουλος είχε εκατοντάδες αυτουργίες στην πλάτη του, χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Το δικαστήριο υιοθέτησε τη θεώρηση της Ιρλανδίας, δίνοντας σαφή ορισμό στην εγκληματική οργάνωση και τη διεύθυνση αυτής. Το σκεπτικό αυτό εξάλλου υιοθέτησε και η εισαγγελική πρόταση του Ισίδωρου Ντογιάκου, πρόταση παραπομπής της Χρυσής Αυγής σε δίκη».
Τα πολιτικά δικαιώματα και η μεγάλη αντίφαση
Η κοινοποίηση της είδησης ότι οι καταδικασθέντες, όπως ο Νικόλαος Μιχαλολιάκος και ο Ηλίας Κασιδιάρης, θα μπορούσαν να είναι υποψήφιοι σε επερχόμενες εκλογές, διεκδικώντας την ψήφο των οπαδών τους, προκάλεσε ανατριχίλα. Οι διευθύνοντες τη Χρυσή Αυγή έχουν πάλι δικαίωμα και εκλέγειν και εκλέγεσθαι, κάνοντας πολλούς να μιλούν για «δώρο στη Χρυσή Αυγή». «Είναι;».
«Το βασικό πολιτικό δικαίωμα, του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι, είναι συνυφασμένο με την ιδιότητα του πολίτη», υπογραμμίζει ο κ. Αναγνωστόπουλος. «Το να εκτελεί κάποιος ένα ποινικό αδίκημα δεν σχετίζεται με την ιδιότητα αυτή. Ούτε σημαίνει ότι πρέπει να πάψει να είναι πολίτης. Τα προβλήματα εκλογιμότητας, τα όποια κωλύματα, τα θέτει η εκλογική νομοθεσία».
Ο καθηγητής χαρακτηρίζει πάντως άκαιρη τη συζήτηση, καθώς και στον προηγούμενο Ποινικό Κώδικα, η στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων προέκυπτε ως παρεπόμενη ποινή αφότου υπήρχε αμετάκλητη δικαστική απόφαση, αφότου δηλαδή η υπόθεση είχε τελεσιδικήσει. «Για τι πράγμα μιλάμε; Και υπό τον παλαιό Ποινικό Κώδικα, οι χρυσαυγίτες θα συνέχιζαν για πολύ καιρό ακόμα να έχουν δικαιώματα εκλέγειν και εκλέγεσθαι».
Ο ίδιος εξηγεί τη φιλοσοφία της αλλαγής: «Αυτές οι αντιλήψεις, περί στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων, συνιστούν κατάλοιπα παλαιών εποχών. Η ποινική καταδίκη ήταν συνδεδεμένη με την έκπτωση από το status του πολίτη και ακόμη πιο βαθιά, πιο πίσω στον χρόνο, και με τη δήμευση της περιουσίας του καταδικασθέντος. Ο νέος Κώδικας διαπνέεται από μια πιο δημοκρατική, και φιλελεύθερη προσέγγιση. Ο φιλελευθερισμός δεν ισχύει μόνο γι’ αυτούς που μας αρέσουν».
Το «διαφωνώ» του κ. Καλφέλη είναι κατηγορηματικό. «Το εκλογικό δικαίωμα περιοριζόταν όντως με αμετάκλητη καταδίκη. Η διεύθυνση, η συγκρότηση, η ένταξη σε εγκληματική οργάνωση, είναι ωστόσο αδικήματα που προσβάλλουν το αγαθό της δημόσιας τάξης. Ως εκ τούτου, υπάρχει πλήρης αντίφαση, πώς δε στερείται του δικαιώματος κάποιος που έχει καταδικασθεί για αδίκημα τόσο έντονης επικινδυνότητας. Βάσει του νέου Κώδικα, δεν προβλέπεται στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων ούτε όταν υφίσταται καταδίκη για εσχάτη προδοσία, στην περίπτωση δηλαδή προσβολής του πολιτεύματος. Δεν τίθεται κανένα κώλυμα, κανένας περιορισμός για τις εκλογές».
Ο καθηγητής δίνει -αντιδιαμετρικά- το στίγμα του: «προσωπικά, πιστεύω ότι θα έπρεπε να προβλέπεται στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, ιδίως σε ποινή ισόβιας κάθειρξης, και σε περιπτώσεις της προσβολής του πολιτεύματος και της προσβολής της δημόσιας τάξης. Θεωρώ, επίσης, ότι ο Κώδικας, ως κεντρικό νομοθέτημα, θα έπρεπε να ορίζει παρεπόμενες ποινές, όπως η στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Να μην είναι το ζήτημα αυτό αντικείμενο εκλογικής νομοθεσίας».