Οι γυάλινες πυραμίδες, που σχεδίασε στην είσοδο του Λούβρου, είναι ίσως το διασημότερο του Ι.Μ.Πέι, όμως δεν ήταν το μοναδικό μεγάλο έργο του. Ο σινοαμερικανός μοντερνιστής αρχιτέκτονας που πέθανε την Πέμπτη 16 Μαΐου σε ηλικία 102 ετών υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους και πιο παραγωγικούς εκπροσώπους της αρχιτεκτονικής του 20ού αιώνα και τα κτίριά του κοσμούν διάφορα σημεία της Αμερικής, της Ασίας και της Ευρώπης.
Ο Ιεό Μινγκ Πέι ξεκίνησε την καριέρα του την δεκαετία του 1940 σχεδιάζοντας κτίρια για μια επιχείρηση real estate της Νέας Υόρκης. Και μετά από τέσσερις δεκαετίες έφτασε να τιμηθεί το 1983 με Πρίτσκερ, το ανώτατο βραβείο αρχιτεκτονικής που απονέμεται κάθε χρόνο σε εν ζωή αρχιτέκτονες.
Οπως γράφουν σε αφιέρωμά τους οι New York Times, όλο το έργο του, από μουσεία τέχνης μέχρι εμπορικούς ουρανοξύστες, ισορροπεί αρμονικά ανάμεσα στην πρωτοποριακή σύλληψη και τον συντηρητικό σχεδιασμό.
Ο Πέι παρέμεινε μέχρι τέλους αφοσιωμένος μοντερνιστής και ενώ κανένα από τα κτίριά του δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παλιομοδίτικο ή παραδοσιακό, το πολύ ιδιαίτερο στυλ του –μοντερνιστικό και ταυτόχρονα απενοχοποιημένα μνημειακό, καθαρό, συγκρατημένο, αλλά και αιχμηρό με απροκάλυπτη χρήση της απλής γεωμετρίας- μερικές φορές φαινόταν σαν μια «επιστροφή στα παλιά», τουλάχιστον σε σύγκριση με τις τελευταίες αρχιτεκτονικές τάσεις.
Αυτός ο χαρακτηρισμός τον ενοχλούσε πάρα πολύ, γιατί θεωρούσε ότι η μεγαλύτερη αξία της αρχιτεκτονικής ήταν «να αντέχει στην δοκιμασία του χρόνου». Υποστήριζε, ακόμη, ότι δεν ήθελε απλά να λύνει προβλήματα αλλά να παράγει «μια αρχιτεκτονική ιδεών». Και εξέφραζε τις ανησυχίες του γιατί όπως έλεγε «οι ιδέες και η επαγγελματική πρακτική δεν διασταυρώνονται αρκετά».
Γιος του Τσουγί Πέι, απόγονου της δυναστείας των Μινγκ και εξέχοντος κινέζου τραπεζίτη, γεννήθηκε στις 26 Απριλίου 1917 στην πόλη Γκουανγκτσού της επαρχίας Γκουανγκντόνγκ της Κίνας, αλλά μεγάλωσε στο Χονγκ Κονγκ και τη Σανγκάη όπου μετακινήθηκε η οικογένειά του. Σε ηλικία 18 ετών μετανάστευσε στις ΗΠΑ.
Σπούδασε στο M.I.T. και έκανε μεταπτυχιακά στο Χάρβαρντ πλάι στον Βάλτερ Γκρόπιους, δημιουργό της σχολής Μπάουχαους, με τον οποίο στη συνέχεια συνδέθηκε φιλικά, όπως και με τον Μαρσέλ Μπρόιερ, ενώ στον ελεύθερο χρόνο του μελέτησε το έργο του Λε Κορμπιζιέ και άλλων αναδυόμενων αρχιτεκτόνων της εποχής του. Στο ΜΙΤ συνάντησε και την μέλλουσα σύζυγό του, μια νεαρή Κινέζα από επίσης εξέχουσα οικογένεια που είχε πάει να σπουδάσει στις ΗΠΑ. Ο Πέι και η Αϊλίν Λου παντρεύτηκαν το 1942, λίγο πριν η Αϊλίν αρχίσει το μεταπτυχιακό της στην αρχιτεκτονική τοπίου στο Χάρβαρντ.
Μετά το τέλος των σπουδών του ο νεαρός αρχιτέκτονας είχε σκοπό να επιστρέψει στην Κίνα, κάτι που όμως δεν έγινε λόγω πολιτικών εξελίξεων. Οι αντιφρονούντες γονείς του εγκαταστάθηκαν και αυτοί στις ΗΠΑ. Παρόλα αυτά δεν διέκοψε ποτέ τις σχέσεις του με την Κίνα. Σε όλα τα παιδιά του (απέκτησε τρεις γιους και μία κόρη, όλοι αρχιτέκτονες) έδωσε κινεζικά ονόματα και το 1983, όταν κέρδισε το Πρίτσκερ, χρησιμοποίησε το βραβείο των 100.000 δολαρίων για την ίδρυση ενός ταμείου υποτροφιών για φοιτητές κινεζικής αρχιτεκτονικής.
Το 1948 ο Ουίλιαμ Ζέκενντορφ προσέλαβε τον Πέι στη θέση του διευθυντή στον τομέα της αρχιτεκτονικής στην κτηματομεσιτική εταιρία Webb & Knapp, η οποία αναλάμβανε μεγάλης κλίμακας έργα σε όλη την χώρα. Το 1955 ο Πέι και οι στενοί συνεργάτες του σχημάτισαν την ανεξάρτητη εταιρία I. M. Pei & Associates, η οποία στη συνέχεια (το 1966) μετονομάστηκε σε I. M. Pei & Partners. Το γραφείο συνέχισε να συνεργάζεται με τον Ζέκενντορφ αλλά ο Πέι είχε πλέον την ελευθερία να κάνει και άλλες συνεργασίες.
Το 1967 ολοκλήρωσε το Εθνικό Κέντρο Ατμοσφαιρικής Ερευνας (NCAR) στο Μπούλντερ του Κολοράντο, και ένα χρόνο αργότερα τα Μουσεία Τέχνης Everson στις Συρακούσες της πολιτείας της Νέας Υόρκης και Des Moines στην Αϊόβα. Ηταν τα πρώτα μιας σειράς από μουσεία, η οποία περιλαμβάνει την Εθνική Πινακοθήκη East Building της Ουάσινγκτον (1978) και τις Πυραμίδες του Λούβρου (1989) αλλά και το Rock & Roll Hall of Fame του Κλίβελαντ (1995) για το οποίο σχεδίασε μια τεράστια γυάλινη σκηνή. Δεν ήταν λάτρης της ροκ και αρχικά είχε απορρίψει τη συγκεκριμένη δουλειά. Αργότερα όμως άλλαξε γνώμη και προετοιμάστηκε δεόντως για την πρόκληση. Θέλοντας να αποδώσει ακριβώς το πνεύμα της μουσικής, ο Πέι παρακολούθησε πολλά ροκ φεστιβάλ μαζί με τον Γιαν Βένερ τον εκδότη του Rolling Stone.
Το project του Κλίβελαντ δεν ήταν το πιο απίθανο project που ανέλαβε ο Πέι: Το μουσειακό έργο του κορυφώθηκε με τον σχεδιασμό του Μουσείου Ισλαμικής Τέχνης στη Ντόχα του Κατάρ το 2008, μια πρόκληση που ο σινοαμερικανός αρχιτέκτονας αντιμετώπισε με κέφι. Παραδέχτηκε, μάλιστα ότι γνώριζε ελάχιστα πράγματα για την ισλαμική τέχνη, ενώ ήταν μεγάλος συλλέκτης έργων τέχνης του δυτικού αφηρημένου εξπρεσιονισμού.
Όπως συνέβη με την περίπτωση του Κλίβελαντ, ο Πέι είδε το έργο του Κατάρ σαν ευκαιρία να μάθει για έναν πολιτισμό που ισχυριζόταν ότι δεν καταλάβαινε. Ξεκίνησε την έρευνά του διαβάζοντας τη βιογραφία του Προφήτη Μωάμεθ και στη συνέχεια επισκέφτηκε όλα τα μεγάλα ισλαμικά αρχιτεκτονήματα σε όλο τον κόσμο.
Η αρχική του «υπογραφή» ήταν προσόψεις από σκυρόδεμα (στα κτίρια του Ζέκεντορφ) σύντομα, όμως, ο Ι.Μ. Πέι πέρασε σε μια πιο γλυπτική αλλά εξίσου μοντερνιστική προσέγγιση, συνδυάζοντας τις τολμηρές, γεωμετρικές μορφές των κτιρίων του με υλικά όπως το γυαλί και το ατσάλι.
Εκτός από τα πολλά μουσεία τέχνης, σχεδίασε επίσης αίθουσες συναυλιών, ακαδημαϊκές εγκαταστάσεις, νοσοκομεία, ουρανοξύστες γραφείων και δημόσια κτίρια όπως το Δημαρχείο του Ντάλας (ολοκληρώθηκε το 1977), η βιβλιοθήκη John F. Kennedy στη Βοστώνη (1979) και το περίπτερο Guggenheim του νοσοκομείου Mount Sinai στη Νέα Υόρκη (1992).
Το 1979, ο Πέι τιμήθηκε με χρυσό μετάλλιο, το ανώτατο βραβείο του Αμερικανικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτόνων. Την ίδια εποχή προσπαθούσε να συνέλθει από την μεγαλύτερη καταστροφή που αντιμετώπισε ποτέ αρχιτέκτονας της γενιάς του: την σχεδόν ολική αποτυχία του «John Hancock Tower» στη Βοστώνη, που υπήρξε ένα από τα πιο φιλόδοξα έργα του.
Ο λεπτός και κομψός ουρανοξύστης από μπλε γυαλί που σχεδιάστηκε από τον συνεργάτη του Χένρι Κομπ κόντευε να ολοκληρωθεί στα τέλη του 1973, όταν κομμάτια από γυαλί άρχισαν να πέφτουν από την πρόσοψή του. Αντικαταστάθηκαν γρήγορα με κόντρα πλακέ, αλλά πριν εντοπιστεί η πηγή του προβλήματος, σχεδόν το ένα τρίτο της γυάλινης επιφάνειας είχε καταρρεύσει, δημιουργώντας τόσο επαγγελματική αμηχανία όσο και τεράστια νομική ευθύνη για τον κ. Πέι και την επιχείρησή του.
Οι ειδικοί πίστευαν, ότι το λάθος δεν οφειλόταν στα σχέδια αλλά σε αστοχία υλικού. Ο ουρανοξύστης Hancock ήταν ένα από τα πρώτα πολυώροφα κτίρια που χρησιμοποιήθηκε ένα νέο είδος ανακλαστικού, διπλού υαλοπίνακα. Το κτίριο κέρδισε τελικά πολλά βραβεία, αλλά χρειάστηκαν οκτώ χρόνια νομικών αντεγκλήσεων, εκατομμύρια δολάρια και η αντικατάσταση όλων των υαλοπινάκων (10.344 κομμάτια) στην πρόσοψη του Hancock, πριν χαρακτηριστεί ως ένας από τους ωραιότερους ουρανοξύστες του τέλους του 20ου αιώνα.
Στην Κίνα επέστρεψε για πρώτη φορά το 1974, με μια περιοδεία που διοργάνωσε το Αμερικανικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτόνων στο πλαίσιο πολιτιστικών ανταλλαγών. Δεν δίστασε να επικρίνει την μπανάλ κινεζική αρχιτεκτονική, -επηρεασμένη από την σοβιετική- και σε μια ομιλία του κάλεσε τους Κινέζους να κοιτάξουν τις δικές τους παραδόσεις αντί να «ακολουθούν σαν σκλάβοι τα ανατολικοευρωπαϊκά πρότυπα».
Η κριτική δεν αποθάρρυνε την κινεζική κυβέρνηση να προσκαλέσει και πάλι τον κ. Πέι, -ήταν τότε ο πιο διάσημος αρχιτέκτονας στον κόσμο που είχε γεννηθεί στην Κίνα-, αυτή τη φορά για να σχεδιάσει μια σειρά από πολυτελή ξενοδοχεία στο κέντρο του Πεκίνου. Αρνήθηκε, λέγοντας ότι φοβόταν πως τέτοια κτίρια θα παραβίαζαν την πόλη.
Η κινεζική κυβέρνηση, όμως, δεν ήταν πρόθυμη να τον αφήσει να ξεφύγει τόσο εύκολα. Του ζήτησε να σχεδιάσει ένα θέρετρο σε έναν αγροτικό χώρο έξω από την πόλη. Αυτή τη φορά ο Πέι δέχτηκε και σχεδίασε το Fragrant Hill, στο οποίο προσπάθησε να συνδυάσει τον γεωμετρικό μοντερνισμό των άλλων κτιρίων του με στοιχεία παραδοσιακής κινεζικής αρχιτεκτονικής.
Τα εγκαίνια του Fragrant Hill ήταν ένα σημαντικό γεγονός, στο οποίο παραβρέθηκαν εκπρόσωποι του διεθνούς τζετ σετ όπως η Ζακλίν Ωνάση, στενή φίλη του Πέι από την εποχή που σχεδίαζε την βιβλιοθήκη Κένεντι, και ο Κάρτερ Μπράουν, διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης. Οπως παραδέχθηκε όμως αργότερα ο Πέι, ήταν απογοητευμένος γιατί η κατασκευή του κτιρίου ήταν κακή και δεν ήταν καλά συντηρημένο.
Το 1982, είχε μια πολύ διαφορετική εμπειρία. Στο πλαίσιο της παραδοσιακής κινεζικής εθιμοτυπίας, τα κορυφαία στελέχη της Τράπεζας της Κίνας στο Χονγκ Κονγκ, (ήταν η τράπεζα του πατέρα του Τσουγί Πέι) ταξίδεψαν στη Νέα Υόρκη με αποστολή να τον ρωτήσουν αν θα τους επέτρεπε να καλέσουν το γιο του να σχεδιάσει έναν νέο ουρανοξύστη γραφείων της τράπεζας στο Χονγκ Κονγκ. Ο πατέρας Πέι ήταν σφοδρός αντίπαλος της κομμουνιστικής κινεζικής κυβέρνησης, αλλά δεν εμπόδισε το γιο του να αναλάβει το έργο. Αυτός ο κομψός 70όροφος ουρανοξύστης θα γινόταν ένα από τα εμβληματικά έργα του Ιεό Μινγκ Πέι.
Οι γυάλινες πυραμίδες του Λούβρου, όμως, αν και πολύ μικρότερης κλίμακας έργο, και μάλιστα αμφιλεγόμενο για την εποχή του, είναι αυτές που τον έχουν δοξάσει περισσότερο από κάθε τι άλλο αφού είναι πλέον ένα από τα εμβλήματα του Παρισιού.