Κίσινγκερ, πατήρ και υιός. Το καλοκαίρι του 1979 | Photo by Mikki Ansin/Getty Images
Θέματα

O πατέρας μου, ο Χένρι Κίσινγκερ

Μόλις έγινε 100 ετών. Υπάρχουν πολλοί που θα του ευχηθούν άλλα 100 και πολλοί που θα εύχονταν να μην έχει ζήσει ποτέ· είναι μία από τις πιο αμφιλεγόμενες και επιδραστικές πολιτικές προσωπικότητες του 20ού αιώνα. Υπάρχει όμως ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να τον δει παρά μόνο με έναν τρόπο: Ο γιος του, Ντέιβιντ
Protagon Team

«Το Σάββατο 27 Μαΐου, ο πατέρας μου, ο Χένρι Κίσινγκερ, γιορτάζει τα 100ά γενέθλιά του. Αυτό μπορεί να φαίνεται φυσικό σε οποιονδήποτε γνωρίζει τη δύναμη του χαρακτήρα του και την αγάπη του για τους ιστορικούς συμβολισμούς. Οχι μόνο έχει ξεπεράσει σε μακροζωία τους περισσότερους συνομηλίκους του, επιφανείς επικριτές και μαθητές, αλλά παρέμεινε επίσης ακαταπόνητα ενεργός ακόμη και τη δεκαετία μετά τα 90 του», έγραψε στην Washington Post o γιος του γκουρού της διεθνούς διπλωματίας, Ντέιβιντ Κίσινγκερ.

Για όσους γνωρίζουν προσωπικά τον Κίσινγκερ, ίσως όλα αυτά πράγματι δεν αποτελούν έκπληξη, αλλά για έναν μέσο άνθρωπο είναι πολύ εντυπωσιακό πώς κάποιος μπορεί να παραμένει τόσο ενεργός με 100 χρόνια ζωής στην πλάτη του. Ο Ντέιβιντ αποκαλύπτει πράγματα που όποιος δεν είναι δίπλα στον πρώην υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ (υπηρέτησε σε αυτήν τη θέση από το 1973 έως το 1977 υπό τους προέδρους Ρίτσαρντ Νίξον και Τζέραλντ Φορντ) δύσκολα μπορεί να φανταστεί: Για παράδειγμα ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας ολοκλήρωσε τη συγγραφή δύο βιβλίων, ενώ αυτήν τη στιγμή γράφει ακόμη ένα. Αεικίνητος ο Κίσινγκερ, έδωσε το «παρών» στο συνέδριο της Λέσχης Μπίλντεμπεργκ στη Λισαβόνα, και σχεδίαζε να πάει στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο και τη γενέτειρά του, το Φιρτ της Γερμανίας, για να γιορτάσει με φίλους και συγγενείς του τα 100ά του γενέθλια.

Ο Κίσινγκερ γεννήθηκε στη Γερμανία ως Χάιντς Αλφρεντ Κίσινγκερ (Heinz Alfred Kissinger) από γερμανοεβραίους γονείς. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος. Η οικογένεια διέφυγε στις ΗΠΑ, το 1938, για να ξεφύγει από το ναζιστικό καθεστώς.

Οπως γράφει ο Ντέιβιντ, ο πατέρας του δεν ξέχασε ποτέ τις ρίζες του, αλλά ούτε και το γεγονός ότι «είχε χάσει 13 μέλη της οικογένειάς του και αμέτρητους φίλους του στο Ολοκαύτωμα». Ο Κίσινγκερ κατετάγη στον αμερικανικό στρατό και επέστρεψε στη Γερμανία, όπου συμμετείχε στην απελευθέρωση του στρατοπέδου συγκέντρωσης Αλεμ κοντά στο Αννόβερο. Εκεί, όπως συνεχίζει ο Ντέιβιντ, «είδε τα απύθμενα σκοτάδια στα οποία μπορεί να βυθιστεί η ανθρωπότητα χωρίς περιορισμούς από τους διεθνείς θεσμούς ειρήνης και Δικαιοσύνης».

Ο Ντέιβιντ καταρρίπτει έναν πολύ δημοφιλή μύθο, αυτόν ότι «όποιος ζει καλά, ζει και πολύ». Ο πατέρας του, όπως γράφει, έτρωγε σε όλη του τη ζωή λουκάνικα και βιεννέζικα σνίτσελ, ενώ είχε μια καριέρα «γεμάτη από αδυσώπητα αγχωτικές λήψεις αποφάσεων και μια αγάπη για τον αθλητισμό αποκλειστικά ως θεατής, αλλά ποτέ ως συμμετέχων».

Συνεπώς, καταλήγει, η μακροζωία του δεν είναι αποτέλεσμα σωματικής άσκησης και φροντίδας, αλλά κάτι που πηγάζει από το μυαλό του: Εχει μια άσβεστη περιέργεια, λέει, που τον κρατά δυναμικά συνδεδεμένο με τον κόσμο.

Και τον περιγράφει ως έναν άνθρωπο που προσαρμόζεται εκπληκτικά στις εποχές: «Πριν από περίπου πέντε χρόνια, ως πολλά υποσχόμενος νεαρός 95 ετών, ο πατέρας μου είχε εμμονή με τις φιλοσοφικές και πρακτικές επιπτώσεις της τεχνητής νοημοσύνης», γράφει και περιγράφει πώς γύρω από τα οικογενειακά τραπέζια ο Κίσινγκερ με ζέση εφήβου και «την ένταση ενός τελειόφοιτου του MIT» αναλύει όλες τις πτυχές του φλέγοντος για την εποχή μας θέματος.

Ο Ντέιβιντ προσθέτει πως παρά το γεγονός ότι ο πατέρας του έχει εν πολλοίς αναχθεί σε σύμβολο του ψυχρού ρεαλισμού, ο ίδιος κάθε άλλο παρά απαθής είναι. «Πιστεύει βαθιά σε απόκρυφες έννοιες όπως ο πατριωτισμός, η πίστη και ο δικομματισμός. Τον πονάει να βλέπει τη μιζέρια και την κακία στο σημερινό δημόσιο λόγο και τη προφανή κατάρρευση της τέχνης της διπλωματίας», γράφει.

Θυμάται τις επισκέψεις στο σπίτι τους τού τότε σοβιετικού πρέσβη στις ΗΠΑ, Ανατόλι Ντομπρίνιν, την εποχή που ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν στο απόγειό του. Θυμάται πώς ο πατέρας του και ο Ντομπρίνιν έπαιζαν σκάκι ανάμεσα στις σκληρές διαπραγματεύσεις που τότε έκριναν το μέλλον του κόσμου. Πιστεύει, όπως το πίστευε πάντα και ο πατέρας του, ότι αυτή η μορφή επαφής και διαλόγου βοηθούσε στην αποκλιμάκωση μιας παγκόσμιας έντασης που θα μπορούσε να έχει οδηγήσει στο τέλος του κόσμου μας.

«Γνωρίζω ότι κανένας γιος δεν μπορεί να είναι πραγματικά αντικειμενικός σχετικά με την κληρονομιά του πατέρα του, αλλά είμαι περήφανος για τις προσπάθειες του πατέρα μου να εδραιώσει την τέχνη της διοίκησης με συνεπείς αρχές και με επίγνωση της ιστορικής πραγματικότητας», καταλήγει ο Ντέιβιντ Κίσινγκερ.

Από την πλευρά του έχει δίκιο. Τα υπόλοιπα κρίνονται και θα κριθούν ακόμη περισσότερο στο μέλλον, από την ίδια την Ιστορία.