Θα διαπιστωθεί στις επόμενες εβδομάδες πόσο μπορεί να αντέξει το βέτο της Ουγγαρίας και της Πολωνίας στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό για την περίοδο 2021-2027 και στο σχέδιο ανάκαμψης για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας στις ευρωπαϊκές οικονομίες.
Καταρχάς πρέπει να σημειωθεί πως οι κυβερνήσεις αμφοτέρων των χωρών ανησυχούν ήδη για το ενδεχόμενο να χάσουν τις επόμενες εκλογές στην περίπτωση που δεν λάβουν τους πόρους του προγράμματος Next Generation EU επειδή δεν σέβονται το κράτος δικαίου.
Λαμβάνοντας υπόψη τον συσχετισμό δυνάμεων εντός της ΕΕ, ο Φεντερίκο Φουμπίνι, αναπληρωτής διευθυντής της Corriere della Sera και κύριος οικονομικός σχολιαστής της μιλανέζικης εφημερίδας, επισημαίνει σε ανάλυσή του πως ούτε η Βουδαπέστη ούτε η Βαρσοβία είναι σε θέση να συνεχίσουν να αντιτάσσονται για πολύ ακόμα στις δημοκρατικές απαιτήσεις των εταίρων τους.
Σε αυτήν την περιπέτεια το κυβερνών εθνικιστικό κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη της Πολωνίας σέρνεται από τον ούγγρο πρωθυπουργό Βίκτορ Ορμπαν. Η Βαρσοβία είναι εξαιρετικά απομονωμένη και δίχως συμμάχους τόσο στην Ευρώπη όσο και στη διεθνή σκηνή, ειδικά μετά την ήττα του Ντόναλντ Τραμπ.
Οπότε, οι εξελίξεις εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά από την αποφασιστικότητα του Ορμπαν. Ο αυταρχικός ηγέτης έχει αποδείξει πως δεν διστάζει να εξυπηρετεί τα προσωπικά του συμφέροντα εις βάρος των συμφερόντων της Ουγγαρίας – «το κάνει επί χρόνια, περιτριγυρισμένος από επιχειρηματίες», σημειώνει ο Φουμπίνι.
Αυτό, όμως, δεν αλλάζει το γεγονός πως η κατάσταση της ουγγρικής οικονομίας είναι τουλάχιστον κρίσιμη. Το ουγγρικό φιορίνι βρίσκεται πολύ κοντά σε ιστορικό χαμηλό έναντι του ευρώ και οι αλλεπάλληλες πτώσεις του αποκαλύπτουν πως κατά τη διάρκεια της πανδημίας η ουγγρική οικονομία επλήγη διπλά, και από την απώλεια κεφαλαίων και από την ύφεση.
Η αξία του εθνικού νομίσματος της Ουγγαρίας άρχισε να μειώνεται εκ νέου όταν ο Ορμπαν απείλησε με βέτο και πλέον το κόστος αυτής της μείωσης αυξάνεται ανησυχητικά. Γιατί η Ουγγαρία φέρει στις πλάτες της ένα χρέος σε ξένο νόμισμα περίπου ίσο με το ΑΕΠ της, οπότε κάθε μείωση της αξίας του νομίσματός της επιφέρει αύξηση του χρέους της προς την υπόλοιπη Ευρώπη.
Καθοριστικό ρόλο όσον αφορά τη στάση που θα κρατήσει τελικά ο Βίκτορ Ορμπαν έναντι της ΕΕ θα διαδραματίσουν και οι μεγάλοι γερμανοί επενδυτές που δραστηριοποιούνται στην Ουγγαρία, εταιρείες όπως η Audi, η Opel, η Daimler, η BMW, η Bosch και η Siemens. «Είναι τόσο σημαντικοί για την Ουγγαρία που η κυβέρνηση καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να τους ικανοποιεί. Οι γερμανικοί όμιλοι μπορούν να πάρουν ό,τι θέλουν από τον Ορμπαν επειδή αυτοί αποτελούν την οικονομία της Ουγγαρίας», εξηγεί ο ιταλός δημοσιογράφος, υπενθυμίζοντας πως οι γερμανικοί όμιλοι βρίσκονται σε διαρκή διάλογο με την καγκελαρία.
Και υποστηρίζει ότι απειλή για το Next Generation Eu δεν αποτελεί, οπότε, ο ούγγρος πρωθυπουργός, ο οποίος αργά ή γρήγορα θα αναγκαστεί να υποχωρήσει, αλλά το γεγονός πως το φιλόδοξο πρόγραμμα για την ανάκαμψη και την περαιτέρω ανάπτυξη της ΕΕ θα πρέπει να εγκριθεί από τα κοινοβούλια της Δανίας, της Φινλανδίας, της Ολλανδίας και της Σουηδίας, των τεσσάρων «φειδωλών» της Ευρώπης, όπως καθιερώθηκε να αποκαλούνται οι τέσσερις αυτές χώρες λόγω της εναντίωσης τους, εξ αρχής, στη σύσταση του Ταμείου Ανάκαμψης.
Στην Ολλανδία την 17η Μαρτίου πρόκειται να διεξαχθούν εκλογές, οπότε η έγκριση του πακέτου θα πραγματοποιηθεί στην καλύτερη περίπτωση τον Απρίλιο. Η Δανία και η Σουηδία κυβερνώνται από μειοψηφικές κυβερνήσεις σε κοινοβούλια τα μέλη των οποίων αντιμετωπίζουν με καχυποψία το Ταμείο Ανάκαμψης. Παρόμοια, σε γενικές γραμμές, είναι και η κατάσταση στη Φινλανδία.
Θέλοντας να διασκεδάσει τις αμφιβολίες και τις ανησυχίες των χωρών αυτών, η Κομισιόν έσπευσε να θέσει συγκεκριμένες προϋποθέσεις όσον αφορά την κατάρτιση των εθνικών σχεδίων ανάκαμψης που πρέπει να παρουσιάσουν τα κράτη – μέλη της ΕΕ ούτως ώστε να λάβουν τα δισεκατομμύρια που δικαιούνται.