Για να ασχοληθεί κάποιος επαγγελματικά με τον εντοπισμό κλεμμένων έργων τέχνης, θα πρέπει να διαθέτει «πρωτίστως κουράγιο. Θα πρέπει επίσης να διατηρεί σχέσεις με αδίστακτους εγκληματίες που συχνά θα απειλούν πως θα τον σκοτώσουν ή θα τον μαυρίσουν στο ξύλο, στην καλύτερη περίπτωση, εάν του ξεφύγει το παραμικρό. Αλλά είναι απαραίτητη και μια δόση πραγματισμού, ώστε να μπορεί να πείσει τον κάτοχο ενός κλεμμένου αριστουργήματος πως τον συμφέρει να το παραδώσει αντί να το καταστρέψει», σημειώνει, μιλώντας στη La Repubblica ο Αρθουρ Μπραντ, γνωστότερος ανά τον κόσμο ως ο «Ιντιάνα Τζόουνς της Τέχνης».
Η μεγαλύτερη από τις πολλές, εκατοντάδες, επιτυχίες του θεωρείται πως είναι ο εντοπισμός των «Αλόγων του Χίτλερ», δύο χάλκινων αγαλμάτων που αναπαριστούν άλογα σε φυσικό μέγεθος και φιλοτέχνησε ο Γιόζεφ Θόρακ κατ’ απαίτηση του ναζιστή ηγέτη. Τα αγάλματα βρίσκονταν τοποθετημένα στην είσοδο του νέου κτιρίου της καγκελαρίας της χιτλερικής Γερμανίας. Αρκετοί πίστευαν πως καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Εντοπίστηκαν, τελικά, το 2015 σε μια αποθήκη, μαζί με άλλα κλεμμένα έργα τέχνης, στο Μπαντ Ντουρκχάιμ, στο κρατίδιο της Ρηνανίας-Παλατινάτου.
Tον περασμένο Νοέμβριο ο Άρθουρ Μπραντ παρέδωσε στις κυπριακές Αρχές ψηφιδωτό του 6ου μ.Χ αιώνα που απεικονίζει τον Ευαγγελιστή Μάρκο και είχε αποτοιχιστεί κάποια στιγμή μετά την τουρκική εισβολή από τον ναό της Παναγίας Κανακαριάς, στην κατεχόμενη Λυθράγκωμη της επαρχίας Αμμοχώστου.
Το τελευταίο του επίτευγμα απασχόλησε ιδιαίτερο τον βρετανικό Τύπο καθώς ο 48χρονος ντετέκτιβ από την Ολλανδία εντόπισε στον κήπο μιας πολυτελούς κατοικίας στο Βόρειο Λονδίνο, δύο ανάγλυφες πλάκες οι οποίες εκλάπησαν το 2004 από τη βησιγοτθική (μία από τις τελευταίες) εκκλησία της Σάντα Μαρία ντε Λάρα, κοντά στην πόλη Μπούργκος της Βόρειας Ισπανίας. Απεικονίζουν δύο καθολικούς αγίους ενώ είναι ηλικίας τουλάχιστον 1.000 ετών και ανεκτίμητης ιστορικής αξίας.
«Όταν εξήγησα στους ιδιοκτήτες ότι επρόκειτο για τεχνουργήματα αξίας εκατομμυρίων τα οποία είχαν κλαπεί πριν από μια 15ετία, σκέφτηκαν να τα καταστρέψουν, γιατί φοβόντουσαν μην κατηγορηθούν για αρχαιοκαπηλία. Τους έπεισα να τα παραδώσουν στην ισπανική πρεσβεία», σημείωσε ο ίδιος. Οι έρευνές του τον οδηγούν συχνά στη Βρετανία, όπου υπάρχει πληθώρα ζάπλουτων συλλεκτών και στην Ιταλία, τη χώρα με τη μεγαλύτερη πολιτιστική κληρονομιά στον κόσμο «αλλά και την καλύτερη αστυνομία για τα κλεμμένα έργα τέχνης».
Τα προς το ζην ο Άρθουρ Μπραντ δεν τα βγάζει εντοπίζοντας κλεμμένους θησαυρούς της παγκόσμιας τέχνης ανά τον κόσμο. «Η δουλειά μου έγκειται στο να βοηθάω τους συλλέκτες, όταν επιθυμούν να αγοράσουν ένα έργο τέχνης, να διαπιστώσουν εάν είναι πλαστό ή κλεμμένο και κατά πόσο η τιμή είναι σωστή. Για αυτό πληρώνομαι. Ο εντοπισμός αριστουργημάτων που εκλάπησαν αποτελεί την πιο περιπετειώδη και λιγότερο επικερδή πτυχή της δουλειάς μου. Τα έξοδα είναι δικά μου. Αν και μερικές φορές λαμβάνω κάποια αποζημίωση από μουσεία και ασφαλιστικές εταιρείες», αποκάλυψε.
Κάποια σχολή, στην οποία, μπορεί να μάθει κανείς τα μυστικά του επαγγέλματος δεν υπάρχει ενώ ο Μπραντ οφείλει την ενασχόλησή του με την αναζήτηση και τον εντοπισμό κλεμμένων έργων τέχνης στον παππού του, στους μεγαλιθικούς πύργους Νουράγκε της Σαρδηνίας και στη Μάλαγα.
Στον παππού του γιατί «είχε έναν συμμαθητή που κατέληξε να γίνει ο πιο διάσημος παραχαράκτης έργων τέχνης της εποχής του. Πούλησε πλαστά έργα ακόμα και στον Γκέρινγκ κατά την ναζιστική κατοχή της Ολλανδίας και στη συνέχεια αναδείχτηκε σε ήρωα πολέμου. Χάρη στις εξιστορήσεις του παππού μου αντιλήφθηκα από μικρή ηλικία τη γοητεία αυτού του κόσμου».
Στους πύργους Νουράγκε «γιατί ήταν η πρώτη μου άμεση επαφή με την ιστορία της Τέχνης κατά τη διάρκεια διακοπών στη Σαρδηνία. Ένα απίστευτο θέαμα».
Στην Μάλαγα, γιατί κατά την παραμονή του εκεί με στόχο να μάθει την ισπανική γλώσσα, όποτε «είχα ελεύθερο χρόνο, πήγαινα στην αμμουδιά και αναζητούσα νομίσματα με έναν ανιχνευτή μετάλλων, βρήκα ένα σεστέρσιο της αρχαίας Ρώμης και ξεκίνησα να τα συλλέγω».
Είχε, όμως, και την τύχη να γνωρίσει και να συνεργαστεί με έναν, επίσης Ολλανδό, διαβόητο έμπορο κλεμμένων έργων τέχνης, ο οποίος κάποια στιγμή αποφάσισε να εγκαταλείψει τις παράνομες και άκρως επικερδείς δραστηριότητές του και να συνεργαστεί με τις Αρχές, την Σκότλαντ Γιαρντ στη Βρετανία και το FBI στις ΗΠΑ. «Μου έμαθε τα πάντα εκείνος, ξεκινώντας με τον συλημένο τάφο ενός βασιλιά του Αφγανιστάν».
Στην παγκόσμια αγορά της τέχνης, από τους πίνακες ζωγραφικής που αλλάζουν χέρια έναντι υψηλότατων αντιτίμων, το 30% είναι πλαστό ενώ, όσον αφορά τα κλεμμένα αριστουργήματα, μόλις το 10% εντοπίζεται. «Για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί περνάει από τον έναν ιδιοκτήτη στον άλλον πάρα πολύ γρήγορα με αποτέλεσμα ο δέκατος ιδιοκτήτης να είναι αδύνατο να γνωρίζει ποιος είναι ο κλέφτης. Δεύτερον, διότι στην περίπτωση που ο ιδιοκτήτης ενός έργου Τέχνης ο οποίος γνωρίζει πως είναι κλεμμένο ή ο ίδιος ο κλέφτης, αισθανθούν πως θα τους ανακαλύψουν, προτιμούν να το καταστρέψουν», σημείωσε ο κατεξοχήν ειδικός.