Ο Ολιβερ Σακς ήταν νευρολόγος και συγγραφέας που όμως «δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο γιατρό ή συγγραφέα», όπως σημειώνει ο Ατούλ Γκαουάντε (συγγραφέας του βιβλίου “Εμείς οι θνητοί” Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2016), «Τον προσέλκυαν τα άσυλα για τους αρρώστους, τα ιδρύματα για άτομα με ευπαθή υγεία και αναπηρία, η συντροφιά των “περίεργων” και των “αφύσικων”». Και έγραψε για τους ασθενείς του εκλαϊκευμένα και με ύφος λογοτεχνικό, γι’ αυτό άλλωστε οι New York Times τον χαρακτήρισαν Ποιητή της Ιατρικής.
Τα βιβλία του αφηγούνται πραγματικές ιστορίες και είναι πλέον κλασικά, κάποια από αυτά μάλιστα ενέπνευσαν και ταινίες όπως τα «Ξυπνήματα»: «Θεωρώ ότι κάθε ασθενής που παρακολουθώ είναι ένας έντονα ζωντανός άνθρωπος, μια ενδιαφέρουσα και ιδιαίτερη προσωπικότητα που σε ανταμείβει και εξελίσσει διαρκώς», γράφει ο σπουδαίος νευρολόγος στην αυτοβιογραφία του που εκδόθηκε λίγο πριν από τον θάνατό του τον Αύγουστο του 2015 (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ροπή με τίτλο «Εν κινήσει/ Μια ζωή» σε μετάφραση Ευαγγελίας Μόσχου).
Παρατηρώντας τους ασθενείς του, ο Ολιβερ Σακς διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι η φύση επενεργεί πάνω τους λυτρωτικά, θεραπευτικά, και για τις παρατηρήσεις του αυτές έγραψε το «Everything in Its Place». Πρόκειται για μια συλλογή δοκιμίων (κυκλοφόρησε στις 23 Απριλίου), στην οποία παρουσιάζεται το ευρύ φάσμα των ενδιαφερόντων του Σακς, από το πάθος του για τις φτέρες και το κολύμπι μέχρι τις τελευταίες ιστορίες του μέσω των οποίων διερευνά τη σχιζοφρένεια, την άνοια και τη νόσο του Αλτσχάιμερ.
«Ως συγγραφέας, θεωρώ τους κήπους απαραίτητους για τη δημιουργική διαδικασία. Ως γιατρός, πηγαίνω με τους ασθενείς μου σε κήπους όποτε είναι δυνατόν. Όλοι έχουμε βιώσει την εμπειρία της περιπλάνησης μέσα σε έναν καταπράσινο κήπο ή σε μια αιώνια έρημο, του περιπάτου πλάι σε έναν ποταμό ή έναν ωκεανό, ή της αναρρίχησης σε ένα βουνό, ήρεμοι και αναζωογονημένοι ταυτόχρονα, εμπλεκόμενοι με το μυαλό μας, ανανεωμένοι σωματικά και πνευματικά», γράφει ο Σακς σε ένα απόσπασμα του βιβλίου το οποίο δημοσιεύτηκε στους New York Times. «Η σημασία αυτών των φυσιολογικών καταστάσεων για την ατομική και κοινοτική υγεία είναι θεμελιώδης και ευρεία», τονίζει και παρατηρεί ότι στη διάρκεια των 40 χρόνων που άσκησε την ιατρική βρήκε «μόνο δύο τύπους μη φαρμακευτικής “θεραπείας» που είναι ζωτικής σημασίας για τους ασθενείς με χρόνιες νευρολογικές ασθένειες: τη μουσική και τους κήπους».
«Το θαύμα των κήπων», όπως το χαρακτηρίζει, του παρουσιάστηκε πολύ νωρίς, πριν από τον πόλεμο, όταν η μητέρα του ή η θεία του Λεν τον πήγαιναν στους Βοτανικούς Κήπους Κιου του Λονδίνου, όπου θαύμαζε τη χρυσή και την ασημένια φτέρη, τη φτέρη του νερού, και άλλα είδη φτέρης που είδε για πρώτη φορά εκεί: «Στο Κιου είδα και το τεράστιο φύλλο του μεγάλου νούφαρου Victoria regia του Αμαζονίου, και όπως πολλά παιδιά της εποχής μου, όταν ήμουν μωρό κάθισα σε ένα από αυτά τα γιγάντια “μαξιλάρια”».
Αργότερα, ως φοιτητής στην Οξφόρδη, ανακάλυψε με χαρά έναν πολύ διαφορετικό κήπο, τον Βοτανικό Κήπο της Οξφόρδης, έναν από τους πρώτους περιφραγμένους κήπους, που ιδρύθηκαν στην Ευρώπη: «Με ευχαριστούσε να πιστεύω ότι ο Μπόιλ, ο Χουκ, ο Γουίλις και άλλες μορφές της Οξφόρδης μπορεί να είχαν περπατήσει και να είχαν διαλογιστεί εκεί τον 17ο αιώνα», λέει.
Οπου κι αν ταξίδευε, ο Σακς προσπαθούσε να επισκέπτεται βοτανικούς κήπους, τους έβλεπε «ως αντανακλάσεις της εποχής και των πολιτισμού τους, όχι κάτι λιγότερο από ζωντανά μουσεία ή βιβλιοθήκες φυτών». Γράφει ότι το ένιωσε «πολύ έντονα στον όμορφο κήπο Χόρτους Μποτάνικους του Άμστερνταμ, που φτιάχτηκε τον 17ο αιώνα, όπως και η γειτονική του μεγάλη Πορτογαλική Συναγωγή, και μου άρεσε να φαντάζομαι πως ο Σπινόζα απολάμβανε τον πρώτο αφού είχε αναθεματιστεί από την τελευταία, άλλωστε και το έργο του “Deus sive Natura” (“Ο Θεός ήτοι η Φύση”) εν μέρει από τον Χόρτους δεν ήταν εμπνευσμένο;»
Και όταν ταξίδευε μαζί με άλλους φίλους, κολυμβητές και δύτες, στις νήσους Καϊμάν, στο Κουρασάο, στην Κούβα, οπουδήποτε, έψαχνε «για βοτανικούς κήπους, που να αντιπαρατίθενται στους εξαίρετους υποθαλάσσιους κήπους τους οποίους βλέπω με τη μάσκα μου όταν κολυμπάω από πάνω τους».
Αναφέρεται επίσης στον βοτανικό κήπο της Πάδουας, που είναι ακόμη παλιότερος, φτιάχτηκε το 1540, και μεσαιωνικός στο σχεδιασμό του: «Εδώ οι Ευρωπαίοι είδαν για πρώτη φορά φυτά από την Αμερική και την Ανατολή, με μορφές πιο παράξενες από οτιδήποτε άλλο είχαν δει ή ονειρευτεί μέχρι τότε. Εδώ, επίσης, ο Γκαίτε, κοιτάζοντας έναν φοίνικα, συνέλαβε τη θεωρία του για τις μεταμορφώσεις των φυτών».
Για τη ζωή στην πόλη της Νέας Υόρκης όπου έζησε 50 χρόνια, ο Σακς γράφει ότι μερικές φορές την έβρισκε «ανεκτή μόνο στους κήπους της. Αυτό ισχύει και για τους ασθενείς μου. Όταν εργαζόμουν στο Beth Abraham, ένα νοσοκομείο ακριβώς απέναντι από το Βοτανικό Κήπο της Νέας Υόρκης, διαπίστωσα ότι οι ασθενείς μου δεν αγαπούσαν τίποτα άλλο περισσότερο από μια επίσκεψη στον κήπο, μιλούσαν για το νοσοκομείο και για τον κήπο σαν δύο διαφορετικούς κόσμους».
«Δεν μπορώ να πω ακριβώς με ποιον τρόπο η φύση ασκεί την ηρεμιστική και οργανωτική της επίδραση στο μυαλό μας», γράφει, «αλλά έχω δει στους ασθενείς μου την αναρρωτική και θεραπευτική δύναμη της φύσης και των κήπων, ακόμα και σε εκείνους που έχουν σοβαρή νευρολογική αναπηρία. Σε πολλές περιπτώσεις, οι κήποι και η φύση είναι πολύ πιο ισχυροί από οποιοδήποτε φάρμακο».
Αναφέρει επίσης την επίδραση της φύσης στον φίλο του Λόουελ που είχε σύνδρομο Tourette με συμπτώματα μέτριας σοβαρότητας: «Στο συνηθισμένο πολυάσχολο αστικό περιβάλλον του, εκδηλώνει καθημερινά εκατοντάδες κινητικά και φωνητικά τικ -σκοντάφτει, πηδά, αγγίζει τα πράγματα ψυχαναγκαστικά. Εξεπλάγην, λοιπόν, μια μέρα που κάναμε πεζοπορία σε μια έρημο όταν συνειδητοποίησα ότι τα τικ του είχαν εξαφανιστεί τελείως. Η απομάκρυνση του και το έρημο περιβάλλον, σε συνδυασμό με την ηρεμιστική επίδραση της φύσης, εξουδετέρωσαν τα τικ, “ομαλοποιώντας” τη νευρολογική του κατάσταση, τουλάχιστον για κάποιο χρονικό διάστημα».
Κάτι ανάλογο συνέβη και σε μια ηλικιωμένη κυρία με νόσο του Πάρκινσον: «συχνά ένιωθε “παγωμένη”, ανίκανη να κάνει κάποια κίνηση, κοινό πρόβλημα σε όσους πάσχουν από Πάρκινσον. Αλλά μόλις την οδηγήσαμε στον κήπο, όπου τα φυτά και ο βραχόκηπος δημιουργούσαν ένα ποικιλόμορφο τοπίο, επηρεαζόταν από αυτό και μπορούσε να ανέβει στα βράχια και να ξανακατέβει γρήγορα χωρίς βοήθεια».
Ο Σακς παρακολουθούσε επίσης ασθενείς με πολύ προχωρημένη άνοια ή νόσο του Αλτσχάιμερ, με πολύ μικρή αίσθηση προσανατολισμού στο περιβάλλον τους: «Έχουν ξεχάσει ή δεν ξέρουν πώς να δέσουν τα παπούτσια τους ή να χειριστούν τα μαγειρικά σκεύη. Αλλά αν βάλετε μπροστά τους μια ζαρντινιέρα και μερικούς σπόρους ξέρουν ακριβώς τι πρέπει να κάνουν. Δεν έχω δει ποτέ έναν τέτοιο ασθενή να φυτεύει κάτι ανάποδα».
«Οι ασθενείς μου ζουν συχνά σε νοσηλευτικά ιδρύματα ή σε ιδρύματα χρόνιας φροντίδας, οπότε το φυσικό περιβάλλον αυτών των εγκαταστάσεων είναι ζωτικής σημασίας για την ευζωΐα τους. Ορισμένα από αυτά τα ιδρύματα έχουν χρησιμοποιήσει ενεργά το σχεδιασμό και τη διαχείριση των ανοιχτών χώρων τους για την βελτίωση της υγείας των ασθενών τους. Για παράδειγμα, στο νοσοκομείο Beth Abraham στο Μπρονξ, έβλεπα τους παρκινσονικούς ασθενείς με σοβαρή ληθαργική εγκεφαλίτιδα για τους οποίους έγραψα στα «Ξυπνήματα» (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτης)».
Την δεκαετία του 1960, το Beth Abraham ήταν ένα περίπτερο περιτριγυρισμένο από μεγάλους κήπους. Καθώς όμως επεκτάθηκε σε ένα κτίριο με 500 κρεβάτια, το μεγαλύτερο μέρος των κήπων χάθηκε, διατηρήθηκε, όμως, ένα κεντρικό αίθριο γεμάτο γλάστρες με φυτά, που εξακολουθεί να είναι πολύ σημαντικό για τους ασθενείς. Υπάρχουν επίσης κρεβάτια, που σηκώνονται έτσι ώστε οι τυφλοί ασθενείς να αγγίζουν και να μυρίζουν τα φυτά, ενώ οι ασθενείς σε αναπηρική καρέκλα μπορούν να έρθουν σε άμεση επαφή με τα φυτά.
«Σαφώς, η φύση αγγίζει κάτι που υπάρχει πολύ βαθιά μέσα μας. Η βιοφιλία, η αγάπη για τη φύση και τους ζωντανούς οργανισμούς, αποτελεί ουσιαστικό μέρος της ανθρώπινης κατάστασης. Η χορτοφιλία, η επιθυμία να αλληλεπιδρούμε, να διαχειριζόμαστε και να φροντίζουμε τη φύση, είναι επίσης βαθιά ριζωμένη μέσα μας», γράφει ο Σακς και τονίζει: «Ο ρόλος που διαδραματίζει η φύση στην υγεία και στην ανάρρωση είναι ακόμη πιο σοβαρός για ανθρώπους που εργάζονται για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε γραφεία χωρίς παράθυρα, για όσους ζουν σε αστικές περιοχές χωρίς πρόσβαση σε χώρους πρασίνου, για παιδιά σε σχολεία πόλεων ή για ιδρύματα όπως τα νοσηλευτήρια».
«Οι επιπτώσεις των ιδιοτήτων της φύσης στην υγεία δεν είναι μόνο πνευματικές και συναισθηματικές αλλά επίσης φυσικές και νευρολογικές. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι αντανακλούν βαθιές αλλαγές στην φυσιολογία του εγκεφάλου, ίσως ακόμη και τη δομή του», υποστηρίζει.