Ποιος σκότωσε, τελικά, τον Πιέρ Πάολο Παζολίνι; Μην το διαβάζετε σαν ένα παλιό, φθαρμένο ερώτημα για μια δολοφονία που συνέβη πριν από 45 ακριβώς χρόνια. Αφήνοντας –τη νύχτα της 1ης προς 2α Νοεμβρίου 1975- το άψυχο κορμί του αιρετικού ιταλού ποιητή της οθόνης (και όχι μόνον) ματωμένο, χτυπημένο άγρια και κακοποιημένο κάτω από τις ρόδες ενός αυτοκινήτου, στον διάδρομο για τα υδροπλάνα, στην Οστια ντελ Μάρε.
Είναι ένα ερώτημα που τίθεται ακόμη, κάθε χρόνο τέτοια μέρα, όχι μόνον από τα ιταλικά και ευρωπαϊκά μέσα. Αλλά τροφοδοτεί και έναν μύθο που… ζωγραφίζει τοιχογραφίες παζολινικές (όπως από το θρυλικό του «Μάμα Ρόμα») ή του ίδιου του Παζολίνι σε τοίχους του –νεανικού- Τραστέβερε της Ρώμης και αλλού. Είναι ένα ερώτημα που παραμένει και οδηγεί στο φως, κάθε τόσο, νέα στοιχεία. Ακόμη και τώρα, έναν χρόνο από τον θάνατο του τότε 17χρονου Πίνο Πελόζι, που κυκλοφορούσε στους τόπους του αγοραίου έρωτα. Και μόνος κατηγορήθηκε για τον φόνο, καθώς βρέθηκε να οδηγεί το αμάξι του Παζολίνι.
Νέα στοιχεία; Ναι, συνεχώς. Οχι, δεν ήταν το αυτοκίνητο του ίδιου του Παζολίνι που τον συνέθλιψε κάτω από τις ρόδες του. Ναι, βρέθηκε το αίμα και τρίτου ατόμου στον τόπο της δολοφονίας. Και όμως, δεν ήταν ο Πελόζι αλλά οι μαφιόζοι αδελφοί Μπορσαλίνο που οργάνωσαν τη δολοφονία (για λογαριασμό ποίων, άραγε; – αναρωτιόταν και η ερευνήτρια δημοσιογράφος Οριάνα Φαλάτσι, όταν δημοσιοποίησε αυτά τα νέα στοιχεία). Ρίχνοντας, με όλα αυτά, λάδι στη… φωτιά και του «αστυνομικού» μύθου περί τη δολοφονία του Παζολίνι.
Ποιος τον σκότωσε, τελικά; Να πιστέψουμε τον ιταλό συγγραφέα, αριστερό διανοούμενο Αλμπέρτο Μοράβια ότι τον σκότωσε εκείνη την οποία ο Παζολίνι ενοχλούσε; «Η ιταλική αστική τάξη που μέσα σε τέσσερις αιώνες δημιούργησε τα δύο σημαντικότερα συντηρητικά κινήματα της Ευρώπης, δηλαδή την αντιμεταρρύθμιση και τον φασισμό».
Ή να στραφούμε στη θεατρική ομάδα που ετοιμάζει στο Θέατρο Μικρό Αργώ, από 15 Νοεμβρίου, την παράταση «Πιέρ Πάολο Παζολίνι», βασισμένη στο βιβλίο του κινηματογραφικού Γιάννη Σολδάτου «Οταν ο Παζολίνι συνάντησε το αγόρι που του πρόσφερε τον θάνατο» (εκδ. Αιγόκερως, 2015, που απέδωσε στο Studio Κυψέλη μία ακόμη παράσταση από την ομάδα Θεατρίνων Θεατές) και σε ντοκουμέντα, αρχεία και συνεντεύξεις του ίδιου του Μεγάλου Αιρετικού. Στη σκηνοθέτιδα Αγγελική Καρυστινού και στον σκηνοθέτη, που εδώ θα ενσαρκώσει τον Παζολίνι, Ενκε Φεζολλάρι. Και σε ένα έργο που εκείνοι έπλασαν και στο οποίο η ψυχή του PPP δεν απελευθερώνεται αλλά ξυπνάει σε κάτι σαν Καθαρτήριο για να θέσει το ερώτημα: Ποιος σκότωσε τελικά τον Παζολίνι; Για να ανακαλέσει στη συνέχεια ολόκληρη τη ζωή του και τα πρόσωπα της ζωής του, επιστρέφοντας συχνά στον τόπο του εγκλήματος. Στο επίνειο της Ρώμης, την Οστια.
Ποιος τον σκότωσε; (ξανά) «Νομίζω όλη η Ιταλία. Αυτή η νοσηρή τότε Ιταλία», υποστηρίζει ο Ενκε Φεζολλάρι. «Δεν ξέρουμε ποιοι ακριβώς, οι αστοί, οι κομμουνιστές, το Βατικανό. Νομίζω ότι όλοι συνέβαλαν στη δολοφονία. Οταν ξεκίνησε να κατονομάζει ενόχους για την κατάντια και ζητούσε να δικαστούν βουλευτές και όταν έφτανε να είναι συνεχώς υπόδικος, με μηνύσεις από παντού» (σ.σ.: όπως εκείνη, το 1962, από τον αντισυνταγματάρχη των καραμπινιέρων Τζούλιο Φάμπι, που μήνυσε την υπέρτατη, ίσως, ταινία του «Μάμα Ρόμα» για αισχρότητα). Οταν βροντοφώναζε ότι «ο καταναλωτισμός είναι φασισμός χειρότερος από τον κλασικό».
Φαίνεται, πάντως, ότι όλα ξεκίνησαν πριν από 59 χρόνια, τον Νοέμβριο του 1959, όταν ο 19χρονος Μαρτσέλο Ελιζέι – καταδικασμένος σε φυλάκιση τεσσερισήμισι ετών για κλοπή λάστιχων αυτοκινήτου! – ξεψύχησε, ουρλιάζοντας, δεμένος σε ένα τραπέζι των φυλακών Regina Coeli της Ρώμης. «Δεν ξέρω πως θα μπορούσα να γράψω γι’ αυτόν τον φοβερό θάνατο», δήλωνε στο περιοδικό «Noi Donne» ο Παζολίνι. Κι εκείνο που «μπορούσε τελικά να γράψει» συμπεριλήφθηκε στη συλλογή του «Ο Αλί με τα γαλάζια μάτια» (Alì dagli occhi azzurri, 1965). Αλλά και στο «Μάμα Ρόμα», ταινία του που προκάλεσε ακραίες αντιδράσεις από φασιστικά στοιχεία και έφτασε να απαγορευθεί από την ιταλική λογοκρισία, το 1962. Εκεί, ο νεαρός Ετόρε ξεψυχάει, βογκώντας, στην φυλακή, δεμένος σε ένα τραπέζι…
Η ελληνική παράσταση προτιμά την «ποιητική διάσταση» για τον Μεγάλο Αιρετικό, που δολοφονήθηκε δύο νύχτες μετά τη συνέντευξη Τύπου που έδωσε στη Στοκχόλμη για την τελευταία ταινία του, το «Σαλό ή οι 120 ημέρες στα Σόδομα», για τη φρίκη του φασισμού. Σαν την Τζοβάνα Μαρίνι, που έπλασε τραγούδια θρήνους για τον PPP, προειδοποιώντας: «Οι χώρες που σκοτώνουν τους ποιητές τους είναι χώρες άρρωστες».
Πηγαίνοντας, όπως και η παράσταση, πιο πέρα από την «επίσημη» εκδοχή για τη δολοφονία, ότι δηλαδή βρήκε τον θάνατο σε έναν χώρο όπου εκτονωνόταν σεξουαλικά και επί χρήμασι το λούμπεν προλεταριάτο. Εδώ, θα ακουστεί η φράση: «Και όμως. Οι συνουσίες στους πιο ρυπαρούς δρόμους είναι πιο έντιμες». Διότι, όπως μου εξηγεί ο Ενκε Φεζολλάρι, «εκεί υπάρχουν νόμοι άγραφοι. Στην περίπτωση του Παζολίνι το πρώτο που θέλησαν να κάνουν, είναι να τον καταστήσουν γραφικό. Εναν άνθρωπο που από τη μια ζούσε με την μπουρζουαζία, με τη φίλη του Μαρία Κάλλας (σ.σ.: με την οποία γύρισαν τη θρυλική τους «Μήδεια», στο Γκιόρεμε της Καππαδοκίας) και από την άλλη ζούσε άνευ ορίων».
Για τον Ενκε Φεζολλάρι, που δεν πήρε ρόλο σκηνοθέτη στο «Πιερ Πάολο Παζολίνι», αλλά προτίμησε η ζωή και το τέλος, η «πολιτική δολοφονία» του Αιρετικού να είναι «ιδωμένη μέσα από τα μάτια μιας γυναίκας», της σκηνοθέτιδας Αγγελικής Καρυστινού. Για να φανεί τι και πόσα σημαίνει (ακόμη και σήμερα, που συνεχίζει να ζει ο μύθος του σε τοίχους, σε δρόμους, σε σελίδες) «να μπορέσεις να πεις την αλήθεια», αυτό που μας αφήνει να διδαχθούμε η άγρια δολοφονία του, πριν από 43 ολόκληρα χρόνια. Και να ακουστεί, όπως και στην παράσταση, το ερώτημα: «Μάμα Ρόμα, πότε θα δουν τα παιδιά σου το δίκιο να βασιλεύει;»
«Οι στάχτες του Γκράμσι» – εκδ. Οροπέδιο, 2016 – ήταν η πρώτη ποιητική συλλογή του Παζολίνι, το 1957, όπου στη φανταστική νεκρική συνομιλία με τον συνιδρυτή, το 1921, του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος Αντόνιο Γκράμσι, έγραφε: «Ζω αγαπώντας τον κόσμο που μισώ». Ο Γκράμσι, που φυλακίστηκε από τον Μουσολίνι, όπως και ο Παζολίνι, ήταν θύματα εκείνου που οι Ιταλοί ονομάζουν «omicidi eccellenti», ήτοι εξόντωση επιφανών που ενοχλούν (στην προκείμενη περίπτωση τον φασισμό).
Στο αναφορικό βιβλίο του, «Πιέρ Πάολο Παζολίνι, ο ποιητής της στάχτης», ο Ρομπέρτο Τσιέζι περνούσε από τις μεγάλες στιγμές του PPP – το «Ακατόνε», το «Δεκαήμερο», το εμβληματικό «Μάμα Ρόμα» με την καθηλωτική Αννα Μανιάνι, το ύστατο «Σαλό», τα ποιήματα, τα πεζά του – καταλήγει: «Στις φοβερές φωτογραφίες από την εύρεση της ματωμένης σορού του Παζολίνι, υπάρχει μια, ίσως η φοβερότερη, που δείχνει γύρω της ερευνητές και αστυνομικούς που κάθονται στα γόνατά τους. Είναι και ένας αστυνομικός που χαμογελά. Είναι ένα χαμόγελο εμπαιγμού, περιφρόνησης. Αυτή η εικόνα είναι δείγμα της χειρότερης Ιταλίας. Αυτής που αρνούμαστε».