Στις 8 Δεκεμβρίου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ακολουθώντας, με μια μικρή εκτροπή, την πορεία επτά εκ των μεταπολιτευτικών προκατόχων του, θα μεταβεί στο Σότσι, το θέρετρο του Πούτιν στην Κασπία. Κωνσταντίνος Καραμανλής, Ανδρέας Παπανδρέου, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Κώστας Σημίτης, Κώστας Καραμανλής, Γιώργος Παπανδρέου και Αλέξης Τσίπρας επισκέφθηκαν τη Μόσχα από το 1979 έως το 2015 σε πολύ διαφορετικές φάσεις των ελληνορωσικών σχέσεων. Από τη σοβιετική περίοδο των επισκέψεων Κωνσταντίνου Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου, μέχρι την παντοκρατορία του Βλαντίμιρ Πούτιν την τελευταία 20ετία, οι ελληνορωσικές σχέσεις έχουν περάσει μια σειρά από σκαμπανεβάσματα.
Η επίσκεψη Πούτιν στην Αθήνα τον Μάιο του 2016, εν μέσω πολιτικού μεσουρανήματος του Αλέξη Τσίπρα, παρότι προκάλεσε ενδιαφέρον, επί της ουσίας δεν ήταν τίποτε άλλο παρά στάση στον δρόμο του ρώσου ηγέτη προς το Aγιον Ορος. Υπενθυμίζεται ότι η μόνη ουσιαστική είδηση που βγήκε από την επίσκεψη Πούτιν στην Αθήνα ήταν η προειδοποίηση του προς την Ευρώπη και τις ΗΠΑ ότι η αμερικανική αντιπυραυλική ασπίδα στη Ρουμανία θεωρείται από τη Μόσχα ως ευθεία απειλή κατά της ρωσικής ασφάλειας. Ακολούθησε η ραγδαία επιδείνωση των ελληνορωσικών σχέσεων, λόγω της πολύ συνειδητοποιημένης απόφασης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ να προσδεθεί ακόμα στενότερα στο άρμα των ΗΠΑ. Η «πρώτη φορά Αριστερά», μετά την εκπαραθύρωση των Σοβιετολάγνων (Λαφαζάνης, Βαλαβάνη, Ησυχος, Χουντής κ.ά.) προχώρησε στην ταχύτερη και βαθύτερη προώθηση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων από τη διάλυση της ΕΣΣΔ και μετά. Αποκορύφωμα ήταν η απέλαση δύο ρώσων διπλωματών από την Αθήνα το καλοκαίρι του 2018, κάτι που οδήγησε σε αντίποινα, αλλά και γενικότερη ψυχρότητα στις σχέσεις των δύο χωρών.
Παγωνιά και αναθέρμανση
Πρακτικά, έκτοτε, οι σχέσεις της προηγούμενης κυβέρνησης με τη Ρωσία πάγωσαν. Ηδη από την ανάδειξη της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη ακολούθησε μια προσπάθεια αναθέρμανσης των σχέσεων με τη Μόσχα, στον βαθμό, βεβαίως, που αυτό είναι δυνατόν. Τον Νοέμβριο του 2019, ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας επισκέφθηκε τη Μόσχα, όπου και συναντήθηκε με τον ρώσο ομόλογό του Σεργκέι Λαβρόφ, σε μια προσπάθεια να σπάσει ο πάγος και να υπάρξει μια κάποια επαναπροσέγγιση. Δεδομένου ότι την ίδια περίοδο ολοκληρώνονταν οι διαπραγματεύσεις για τη νέα Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) μεταξύ ΗΠΑ και Ελλάδας, βασικός στόχος της οποίας ήταν, μεταξύ άλλων, ο καλύτερος έλεγχος των Στενών και του Αιγαίου για την παρακολούθηση της ρωσικής παρουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο, είναι σαφές ότι οι επαφές ανάμεσα σε Αθήνα και Μόσχα δεν μπορούσαν παρά να περιοριστούν σε ζητήματα πολιτισμού ή και οικονομίας. Ενα χρόνο αργότερα, τον Οκτώβριο του 2020, επισκέφθηκε την Αθήνα ο Σεργκέι Λαβρόφ, σε μια περίοδο κατά την οποία οι ελληνοτουρκικές σχέσεις άγγιζαν το ναδίρ της τελευταίας πενταετίας.
Το 2021, ως «Eτος Ιστορίας Ελλάδας – Ρωσίας», με αφορμή τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, είχαμε την παρουσία του πρωθυπουργού Μιχαήλ Μισούστιν στους εορτασμούς του περασμένου Μαρτίου (όχι όμως του Βλαντίμιρ Πούτιν), αλλά και τις ανανεωμένες συζητήσεις για την όποια αναβίωση μπορεί να γίνει στο σκέλος των εμπορικών σχέσεων. Ο κατά καιρούς ελλιμενισμός ρωσικών πολεμικών πλοίων στο λιμάνι του Πειραιά, για λόγους απολύτως συμβολικούς και όχι επιχειρησιακούς, αποτελεί, επίσης, μια επιλογή της Αθήνας που, αρκετά συχνά, προκαλεί τη γκρίνια των Αμερικανών.
Το Δίκαιο της Θάλασσας
Η Ελλάδα επικαλείται συχνά-πυκνά και την προσήλωση της Ρωσικής Ομοσπονδίας στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, διότι αποτελεί ένα σημείο αδιαμφισβήτητης σύγκλισης. Είναι πασιφανές ότι η συνεργασία Τουρκίας και Ρωσίας τα τελευταία 4-5 χρόνια προκαλεί τεράστια ανησυχία στην Αθήνα, ωστόσο εκ των πραγμάτων, από ελληνικής πλευράς, λίγα πράγματα μπορούν να γίνουν. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μεταβαίνει στο Σότσι γνωρίζοντας τους περιορισμούς που υπάρχουν. Η επίσκεψη εκεί, σε μια περίοδο ενεργειακής κρίσης στην Ευρώπη έχει, βεβαίως, τη σημασία της, ωστόσο εκ των πραγμάτων, η Ελλάδα μικρό ρόλο μπορεί να διαδραματίσει προς αυτή την κατεύθυνση.
Η επίσκεψη Μητσοτάκη στο Σότσι περιγράφεται από ορισμένους κύκλους ως ένα βήμα καλόπιστης ενημέρωσης των Ρώσων για τα σχέδια της Ελλάδας να προχωρήσει σε επέκταση των Εθνικών Χωρικών Υδάτων σε διάφορα σημεία στο Αιγαίο. Η Ρωσία έχει, βεβαίως, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για κάτι τέτοιο, υπό την έννοια ότι δεν επιθυμεί να παρακωλυθεί η ελεύθερη ναυσιπλοΐα, δηλαδή η μετακίνηση του ρωσικού στόλου, μέσω των Στενών ανάμεσα στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα. Ακόμα και στο σενάριο επέκτασης των Εθνικών Χωρικών Υδάτων από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια, δύσκολα μπορεί να φανταστεί κάποιος ότι οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση θα δημιουργούσε πρόβλημα σε μια παράδοση ρωσικής καθόδου μέσω των Στενών που –έπειτα από πολλούς πολέμους και αρκετά προβλήματα– συνεχίζεται απρόσκοπτα για πάνω από έναν αιώνα.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας
Πέρα από αυτά τα σενάρια, η ελληνική πλευρά ενδιαφέρεται και για τη στήριξη της υποψηφιότητας της Ελλάδας για μια θέση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ το 2025-2026. Η ψηφοφορία θα γίνει το 2024. Επιπλέον, για την Αθήνα, η παρουσία της Ρωσίας στη Λιβύη αλλά και οι πολύ καλές σχέσεις με παράγοντες όπως η Αίγυπτος, καθώς και ο συντονισμός με το Ισραήλ για την κατάσταση στη Συρία, αποτελούν στοιχεία ουσιαστικού και όχι γεωπολιτικού ενδιαφέροντος.
Επιπλέον, η εμπλοκή της Ρωσίας στα Δυτικά Βαλκάνια και κυρίως η επιρροή της στη Σερβία (πλέον σε συντονισμό με την πολύ εντονότερη κινεζική παρουσία) αφορά άμεσα την Αθήνα. Υπενθυμίζεται ότι η Μόσχα είχε αντιταχθεί σφόδρα στη Συμφωνία των Πρεσπών, κυρίως διότι προσέθεσε στο ΝΑΤΟ μια ακόμα χώρα της περιοχής.
Εν κατακλείδι, η επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη αποτελεί μια ευκαιρία να τεθούν εκ νέου κάποια ζητήματα που αφορούν τις ελληνορωσικές σχέσεις και να φανεί αν είναι δυνατή μια πιο ουσιαστική εξομάλυνσή τους. Από την άλλη πλευρά, οι Ρώσοι φημίζονται για την ευθύτητά τους να ζητούν συγκεκριμένα πράγματα από τους συνομιλητές τους. Αν η Ελλάδα έχει την ευελιξία και, κυρίως, τη δυνατότητα να μεταφέρει κάποια μηνύματα μεταξύ Μόσχας και Βρυξελλών, αυτό μένει να φανεί. Οι Ρώσοι σπάνια αξιοποιούν ορατούς διαύλους, ωστόσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει κερδίσει τα τελευταία χρόνια αρκετούς πόντους έναντι των διεθνών συνομιλητών του. Το τεστ της συνάντησης με τον Βλαντίμιρ Πούτιν θα δείξει αν οι ελληνορωσικές σχέσεις μπορούν πράγματι να πάνε λίγο παρακάτω.