Το όραμα του Χαμντί Ουλουκάγια είχε και κοινωνικό πρόσημο: αρχικά προσλάμβανε μόνο μετανάστες και πρόσφυγες, ενώ στη συνέχεια μεταβίβασε το 10% των μετοχών της εταιρείας του στους εργαζομένους του | CreativeProtagon / EPA
Θέματα

Ο μαχητής πρώην βοσκός «βασιλιάς του γιαουρτιού»

Ο Χαμντί Ουλουκάγια, ένας αυτοδημιούργητος 50χρονος επιχειρηματίας κουρδικής καταγωγής, ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Chobani, κορυφαίας εταιρείας στον κλάδο του γιαουρτιού στις ΗΠΑ, είναι και ένας από τους πιο επιφανείς επικριτές της τάσης πολλών επιχειρήσεων να αυξάνουν τις τιμές των προϊόντων τους με πρόφαση τον υψηλό πληθωρισμό
Protagon Team

Τους τελευταίους μήνες επικρίνεται και στις ΗΠΑ ολοένα περισσότερο η τάση πολλών επιχειρήσεων να χρησιμοποιούν ως πρόφαση τον υψηλό πληθωρισμό για να αυξάνουν τις τιμές των προϊόντων τους, με στόχο την αύξηση των περιθωρίων κέρδους, με τους Αμερικανούς να κάνουν λόγο όχι μόνο για «inflation», αλλά για «greedflation» («greed» στα αγγλικά σημαίνει απληστία).

Ενας από τους πιο επιφανείς επικριτές του greedflation είναι ο Χαμντί Ουλουκάγια, ένας 50χρονος επιχειρηματίας κουρδικής καταγωγής από την Τουρκία, ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Chobani, κορυφαίας εταιρείας στον κλάδο του γιαουρτιού στις ΗΠΑ, με τζίρο άνω των δύο δισ. δολαρίων, ο οποίος συνεχίζει να αυξάνεται κατά 20-25% σε ετήσια βάση.

Στην Chobani (από το τουρκικό «çoban»-τσομπάν, που σημαίνει βοσκός) αντιστοιχεί το 20% της αγοράς γιαουρτιού στις ΗΠΑ, ενώ είναι κυρίαρχος στα γιαούρτια «ελληνικού τύπου». Με λίγα λόγια, ο Χαμντί Ουλουκάγια είναι ένας επιχειρηματίας που γνωρίζει από κέρδη.

«Εγώ παρασκευάζω τρόφιμα και προσέχω το κόστος – πού ήταν πριν από έξι μήνες, πού ήταν πριν από έναν χρόνο και πού είναι σήμερα» είπε σε συνέντευξη που παραχώρησε στις αρχές του μήνα στο CNN Business. «Προφανώς, ορισμένες αυξήσεις στις τιμές επιβάλλεται να μετακυλίονται στους πελάτες, αλλά αυτές οι επιβαρύνσεις μειώνονται και αυτό δεν αντικατοπτρίζεται στις τιμές των αγαθών: εξακολουθούν να είναι υψηλές. Είναι ανησυχητικό. Νομίζω ότι οι παρασκευαστές τροφίμων πρέπει να γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι άνθρωποι δυσκολεύονται οικονομικά να προμηθευτούν τρόφιμα».

Το ενδιαφέρον του Ουλουκάγια για τους λιγότερο προνομιούχους εξηγείται σε συνάρτηση με την προσωπική του ιστορία και με την ιστορία της εταιρείας του, η οποία είναι «καταστατικά» αφοσιωμένη σε κοινωνικά ζητήματα. O «βασιλιάς του γιαουρτιού» στις ΗΠΑ γεννήθηκε στο Ιλιτς, ένα μικρό χωριό στην Ανατολική Ανατολία, σε μια οικογένεια κούρδων βοσκών. Κάθε καλοκαίρι ο μικρός Χαμντί και τα αδέλφια του εγκατέλειπαν το χωριό τους και ανέβαιναν στα βουνά, όπου βοσκούσαν τα πρόβατα του πατέρα τους μέχρι τον χειμώνα.

Δεν αποκλείεται να ήταν ακόμη βοσκός αν, σε ηλικία μόλις 11 χρόνων, μία δασκάλα δεν του πρότεινε να διεκδικήσει μια υποτροφία, ούτως ώστε να συνεχίσει να μορφώνεται –ο πρώτος στην οικογένεια– σε ένα εκπαιδευτήριο μακριά από το χωριό του. Κάπως έτσι άρχισε ένα ταξίδι που επρόκειτο να αλλάξει άρδην τη ζωή του.

Αφού τελείωσε το λύκειο φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Αγκυρας και στη συνέχεια, το 1994, μετακόμισε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου είχαν ήδη μεταναστεύσει ορισμένοι συγγενείς του, συνεχίζοντας τις σπουδές του εκεί, ενώ συντηρούσε τον εαυτό του εργαζόμενος ως λαντζέρης και υπάλληλος σε πρατήρια καυσίμων. Πώς, όμως, κατέληξε να γίνει ένας από τους κορυφαίους παρασκευαστές γιαουρτιού των ΗΠΑ;

Οταν σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο του Ολμπανι, σε μια εργασία για την παραγωγή ενός οποιουδήποτε προϊόντος εκείνος έγραψε για την παρασκευή τυριού τύπου φέτας. Εχοντας εντυπωσιαστεί από την όλη διαδικασία, ο επιβλέπων καθηγητής τον προσκάλεσε να εργαστεί στη φάρμα του. Κάποια στιγμή τον επισκέφτηκε εκεί ο πατέρας του από την Τουρκία και, θέλοντας ο γιος του να τον περιποιηθεί, του προσέφερε να δοκιμάσει εκείνο που θεωρούσε πως ήταν το πιο εκλεκτό από τα τυριά που παρασκεύαζε.

Ομως ο πατέρας του είχε αντίθετη άποψη: παραπονέθηκε για την ποιότητα του τυριού, υποστηρίζοντας πως ο γιος του μπορούσε να παρασκευάσει καλύτερα τυριά. Κάπως έτσι ο Χαμντί Ουλουκάγια ίδρυσε την «Euphrates»(«Ευφράτης»), μια εταιρεία που παρασκεύαζε τυρί τύπου φέτας από αγελαδινό γάλα και την πουλούσε σε χονδρεμπόρους.

Οντας πρακτικά άπειρος, έμαθε τα πάντα μόνος του – πώς να παρασκευάζει καλύτερο τυρί, πώς να προσλαμβάνει προσωπικό, πώς να φορτώνει τα προϊόντα του σε ένα σαραβαλάκι, εκείνην την περίοδο, και να αναζητά πελάτες περιφερόμενος στην Ανατολική Ακτή.

Μιλώντας στο Newsweek πριν από χρόνια, είχε πει πως η διετία 2002-2004 ήταν η πιο δύσκολη περίοδος της ζωής του. Το 2005, όταν η επιχείρησή του είχε αρχίσει να στρώνει κάπως, είδε τυχαία μια αγγελία για την πώληση ενός παλιού εργοστασίου παρασκευής τυριών της Kraft που επρόκειτο να κλείσει, κοντά στην πόλη Νιού Μπερλίν, στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης. Κατάφερε να το αγοράσει χάρη σε ένα πρόγραμμα στήριξης μικρών επιχειρήσεων, μέσω του οποίου έλαβε δάνειο για το ήμισυ της απαραίτητης επένδυσης.

Ξεκίνησε με τέσσερις υπαλλήλους που του είχαν απομείνει από την παλιά του επιχείρηση και, με στόχο να αρχίσουν να παρασκευάζουν και να πωλούν στους Αμερικανούς ένα προϊόν που στην πραγματικότητα δεν γνώριζαν: φυσικό στραγγιστό γιαούρτι, πολύ διαφορετικό από τα προϊόντα γεμάτα ζάχαρη που κυριαρχούσαν τότε στην αμερικανική αγορά. Χάρη σε αυτό το εκλεκτό προϊόν κατάφερε να ξεπεράσει ανταγωνιστές όπως η Kraft, η Danone και η Nestle.

Ωστόσο, το όραμα του Χαμντί Ουλουκάγια δεν ήταν μόνο επιχειρηματικό, αλλά και κοινωνικό: αρχικά προσλάμβανε μόνο μετανάστες και πρόσφυγες, εκπαιδεύοντάς τους στη δουλειά, ενώ στη συνέχεια μεταβίβασε το 10% των μετοχών της εταιρείας του στους εργαζομένους, για να τους παρακινήσει ακόμη περισσότερο.

«Σήμερα», γράφει η γερμανική Welt, «οι εργαζόμενοι όχι μόνο έχουν μετοχές της εταιρείας, αλλά ακόμη και οι ανειδίκευτοι εργάτες κερδίζουν τουλάχιστον 15 δολάρια την ώρα, σχεδόν το διπλάσιο του νόμιμου κατώτατου ημερομισθίου στις ΗΠΑ». Το 2015 ο Ουλουκάγια ίδρυσε το Chobani Foundation για τη στήριξη φιλανθρωπικών έργων και κοινοτικών πρωτοβουλιών, το Chobani Incubator, ένα πρόγραμμα για τη στήριξη νεοφυών επιχειρήσεων στον κλάδο των τροφίμων, και (το 2016) την «Tent Partnership for Refugees», μια οργάνωση που συνεργάζεται με επιχειρήσεις –περισσότερες από 200, πλέον, μεταξύ των οποίων κολοσσοί όπως η Amazon, η Adidas και η Pfizer– για τη δημιουργία ευκαιριών εργασίας για  πρόσφυγες.

Αυτό το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του για τους ανθρώπους και την κοινωνία γενικότερα τον οδήγησε, σήμερα, να καταγγείλει τα υπερβολικά υψηλά περιθώρια κέρδους των εταιρειών τροφίμων που δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο τις ζωές των καταναλωτών. «Κατά τη διάρκεια της πανδημίας και μετά την πανδημία, η πρόσβαση σε τρόφιμα για τις μειονεκτούσες κοινότητες κατέστη πιο δύσκολη. Ωστόσο οι εταιρείες επικεντρώνονται στα ακραία κέρδη αυτή την περίοδο», είπε στην αυστραλιανή εφημερίδα The Sydney Morning Herald (η επιχείρησή του έχει εργοστάσια και στην Αυστραλία). «Θέλω η ιδέα του Chobani να επηρεάσει άλλες εταιρείες, ούτως ώστε να καταδειχθεί ότι αυτή η στενόμυαλη νοοτροπία της εστίασης μόνο στα κέρδη ανήκει στο παρελθόν και ότι δεν υπάρχει χώρος στο μέλλον για τις εταιρείες που συνεχίζουν να την έχουν».