Η θητεία του Εμανουέλ Μακρόν δεν είναι τόσο καταστροφική όσο ενδεχομένως θεωρείται. Ωστόσο, οι γάλλοι πολίτες αδιαφορούν για τη μακροοικονομία και τις χρηματοοικονομικές ισορροπίες | CreativeProtagon
Θέματα

Ο Μακρόν, η εξέγερση και το εργασιακό μοντέλο

Πώς είναι δυνατόν μια ήπια (και δημοσιονομικώς αναγκαία) μεταρρύθμιση, που αυξάνει σταδιακά το όριο συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη, να οδήγησε τον γαλλικό λαό στα πρόθυρα εξέγερσης; Μήπως οι χιλιάδες νέοι άνθρωποι που βγαίνουν στους δρόμους δεν έχουν κατά νου μια μακρινή συνταξιοδότηση, αλλά ένα ολοένα πιο αφόρητο παρόν;
Protagon Team

Η κρίση που μόλις ξεπέρασε (παρά τρίχα) ο Εμανουέλ Μακρόν με αφορμή τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού μπορεί να ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως. «Ως απόδειξη της αποτυχίας του κεντρώου μοντέλου σε ολοένα πιο πολωμένες δημοκρατίες· ως απόδειξη της αναποτελεσματικότητας του γαλλικού ημιπροεδρικού μοντέλου· ως το τέλος μιας μεγάλης παρεξήγησης, ότι δηλαδή ένα Κέντρο χωρίς ευαισθησία για ένα κοινωνικό ζήτημα μπορεί να λειτουργήσει ως φραγμός στη λαϊκιστική Δεξιά· ως απόδειξη ότι η τεχνοκρατία κινδυνεύει πάντα από αυταρχικές τάσεις ή από τάσεις που εξουδετερώνουν τη δημοκρατία» γράφει ο Αλεσάντρο Τρότσινο της Corriere della Sera.

Στην ανάλυσή του, ο ιταλός δημοσιογράφος επικαλείται καταρχάς τον Τζον Λίτσφιλντ, πρώην ανταποκριτή του Independent στο Παρίσι επί μια εικοσαετία, ο οποίος σε άρθρο του στο Politico εστιάζει στο ζήτημα της συναίνεσης, θυμίζοντας, μεταξύ άλλων, πως μόλις τον περασμένο Ιούνιο ο γάλλος πρόεδρος, κάνοντας λόγο για μια «νέα μέθοδο διακυβέρνησης», είχε εξηγήσει ότι ο γαλλικός λαός «έχει κουραστεί με τις μεταρρυθμίσεις που έρχονται άνωθεν».

Στην προκειμένη περίπτωση, ο Εμανουέλ Μακρόν προσπάθησε να επιβάλει τη συνταξιοδοτική του μεταρρύθμιση μέσω ενός άρθρου του Συντάγματος το οποίο επιτρέπει στην κυβέρνηση να παρακάμπτει το Κοινοβούλιο σε περίπτωση που δεν υπάρχει η αναγκαία πλειοψηφία. Τίποτα το συνταγματικώς μεμπτό, λοιπόν, παρά μόνο η εφαρμογή ενός άρθρου το οποίο, μάλιστα, έχει και το αντίβαρό του: σε περίπτωση παράκαμψης του Κοινοβουλίου προβλέπεται η δυνατότητα υποβολής πρότασης δυσπιστίας από την αντιπολίτευση, όπως και έγινε στη Γαλλία τις προηγούμενες ημέρες, αλλά απορρίφθηκε τελικά από την Εθνοσυνέλευση με πλειοψηφία μόλις εννέα βουλευτών.

Πώς είναι δυνατόν, όμως, μια ήπια (και απαραίτητη για μια χώρα με δημόσιο χρέος 3 τρισ. ευρώ) μεταρρύθμιση, που αυξάνει σταδιακά (από το 2027 έως το τέλος του 2030) το όριο συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη (ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι τα 64,3 έτη για τους άνδρες και τα 63,5 για τις γυναίκες), να οδήγησε τον γαλλικό λαό στα πρόθυρα εξέγερσης;

«Οπως ο Νικολά Σαρκοζί και ο Φρανσουά Ολάντ πριν από αυτόν, (ο Μακρόν) προσπαθεί να μεταρρυθμίσει τη Γαλλία παρά τη θέλησή της», αναφέρει σχετικά ο Τζον Λίτσφιλντ. Ο οποίος, ωστόσο, θεωρεί πως «υπάρχει κάτι το υστερικό στην τρέχουσα πολιτική κατάσταση στη Γαλλία, το οποίο ξεπερνά τις διαμαρτυρίες που αντιμετώπισαν οι προκάτοχοι του Μακρόν».

Ο παλαίμαχος βρετανός ανταποκριτής θυμίζει πως ο γάλλος πρόεδρος υποσχέθηκε να κυβερνά συναινετικά, από τη βάση προς την κορυφή, πηγαίνοντας, συγχρόνως, κόντρα σε κεκτημένα συμφέροντα και παρωχημένες αντιλήψεις κομμάτων και συνδικάτων – και όχι μόνο.

Κατέληξε, ωστόσο, να επιβάλει, σχεδόν με διάταγμα, μια μεταρρύθμιση που απορρίπτει η πλειοψηφία των Γάλλων και παρερμηνεύτηκε επιτυχημένα (αν όχι εσκεμμένα) από τα συνδικάτα και τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Αντί να επιλέξει να παρουσιάσει ο ίδιος στον γαλλικό λαό τη μεταρρύθμισή του, ανέθεσε αυτή τη δύσκολη αποστολή στην πρωθυπουργό του Ελιζαμπέτ Μπορν και στα υπόλοιπα μέλη της κυβέρνησής του.

Αλλά δεν κατάφεραν να εξηγήσουν στους εξεγερμένους Γάλλους ότι δεν πρόκειται για μια «βάναυση» και «βίαιη» μεταρρύθμιση, ούτε για «μεταρρύθμιση των τραπεζών», όπως η Ακροαριστερά και η Ακροδεξιά επαναλάμβαναν επί εβδομάδες στο πλαίσιο ενός άκρατου λαϊκισμού και μιας ολοένα πιο ακραίας πόλωσης. Οι περισσότεροι από τους ακτιβιστές εργαζομένους –στους σιδηροδρόμους, στο μετρό του Παρισιού, σε ηλεκτροπαραγωγικούς σταθμούς– που εναντιώνονται στη μεταρρύθμιση του Μακρόν υπάγονται σε ειδικά συνταξιοδοτικά καθεστώτα και βγαίνουν στη σύνταξη στα 50 τους, γεγονός που εξηγεί γιατί τα ταμεία είναι διαρκώς ελλειμματικά. Οσον αφορά τη ζημιά, την καλύπτει το κράτος, δηλαδή οι γάλλοι πολίτες που συνταξιοδοτούνται πολλά χρόνια αργότερα από τους εν λόγω εργαζομένους.

«Αδιαφορία για συλλογικούς στόχους»

Σε άρθρο του στη Le Monde, ο Ζαν Γκαρίγκ, γάλλος ιστορικός και πανεπιστημιακός, πρόεδρος της ΜΚΟ Comité d’Histoire Parlementaire et Politique, γράφει πως ο Μακρόν υπέπεσε σε τρία λάθη: πρώτον, βάλθηκε να εφαρμόσει μια μεταρρύθμιση που είχε απορρίψει ο ίδιος το 2019, δεύτερον, απέρριψε μια πολύ πιο φιλόδοξη μεταρρύθμιση (της συνταξιοδότησης μέσω της συγκέντρωσης πόντων) και τρίτον, αρνήθηκε να διαπραγματευτεί ουσιαστικά και καλόπιστα με τους κοινωνικούς εταίρους, σε αντίθεση με όλους τους προκατόχους του.

Αποτελεί, ωστόσο, γεγονός ότι η θητεία του γάλλου προέδρου δεν είναι τόσο καταστροφική όσο ενδεχομένως θεωρείται. Υπό την προεδρία του η ανεργία μειώθηκε από 9,4% σε 7,2%, ενώ η ανεργία μεταξύ των νέων μειώθηκε ακόμη περισσότερο, εν μέρει χάρη στην τροποποίηση του Εργατικού Δικαίου και τη μείωση των εργοδοτικών εισφορών. Μέχρι και οι δαπάνες για την Υγεία αυξήθηκαν σημαντικά, για πρώτη φορά στον τρέχοντα αιώνα.

Οι απλοί Γάλλοι, ωστόσο, που νοιάζονται κυρίως για την τιμή της βενζίνης και του ψωμιού, αδιαφορούν για τη μακροοικονομία και τις χρηματοοικονομικές ισορροπίες και αγνοούν όποια στατιστικά στοιχεία, θεωρώντας τα ουσιαστικά μια «περίτεχνη μορφή ψέματος». Το ότι η μέση ηλικία συνταξιοδότησης στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι τα 65 έτη αφήνει αδιάφορους τους Γάλλους.

Η Le Figaro επικαλείται μια «αδιαφορία για συλλογικούς στόχους», ενώ ενδέχεται και ο Μακρόν να ενέτεινε αυτή την τάση – αυξάνοντας το επίδομα απασχόλησης για τους χαμηλόμισθους κατά 50%, ως απάντηση στην κρίση των «Κίτρινων Γιλέκων» τον χειμώνα του 2018, με το «whatever it takes» για την αντιμετώπιση της πανδημίας το 2020, με τις επιδοτήσεις για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης πέρυσι και φέτος.

«Μια τέτοιου μεγέθους εκταμίευση δημόσιου χρήματος προσφέρει μια βραχυπρόθεσμη ευκολία: το κράτος ενισχύει την αγοραστική δύναμη των πολιτών, η οποία παίρνει τη θέση του εθνικού στόχου», γράφει σχετικά ο Ζαν-Πιερ Ρομπέν, εξηγώντας πως η αύξηση της ατομικής αγοραστικής δύναμης είναι πλέον ο μεγάλος συλλογικός στόχος της Γαλλίας.

«Οι Γάλλοι είναι ευαίσθητοι μόνο στην προσωπική τους μοίρα. Εδώ και καιρό έχουν μανία με την ανεργία. Ενώ η ανεργία εξακολουθεί να πλήττει 3 εκατ. ανθρώπους, επηρεάζει συγκεκριμένες ομάδες. Δεν υπάρχει πλέον συλλογικό σχέδιο, εκτός από αυτό της Ευρώπης, μετά τη στροφή του Φρανσουά Μιτεράν προς τη λιτότητα το 1983 και το σύνθημά του “Η Γαλλία είναι η πατρίδα μας και η Ευρώπη το μέλλον μας”. Αλλά η Ευρώπη ενδιαφέρει μόνο μια συγκεκριμένη ελίτ» προσθέτει ο οικονομολόγος Ζαν-Μαρκ Ντανιέλ.

Μαζική απόρριψη

Ζήτημα αποτελεί, όπως επισημαίνει ο Ζαν Γκαρίγκ στην Le Monde, ότι «παρατηρείται μια μαζική απόρριψη, που αφορά όχι μόνο την εκτελεστική εξουσία, αλλά όλους τους θεσμικούς παράγοντες, ακόμη και τη νομιμότητα του δημοκρατικού μας συστήματος». Το πρόβλημα είναι ότι ο «προεδρικός μονάρχης» παραμέλησε τη λαϊκή κυριαρχία, η οποία στη Γαλλία δεν εκφράζεται μόνο στις κάλπες. Επιδιώκοντας να παρακάμψει τον λαϊκισμό στους δρόμους αλλά και στην εθνοσυνέλευση, ο Μακρόν περιφρόνησε το Κοινοβούλιο.

«Επιλέγοντας να περιορίσει τον χρόνο για συζήτηση σε 50 ημέρες και χρησιμοποιώντας στη συνέχεια ολόκληρο το νομοθετικό και ρυθμιστικό οπλοστάσιο ενός εξορθολογισμένου κοινοβουλευτισμού, η κυβέρνηση απέδειξε τη δυσπιστία της απέναντι στην εθνική αντιπροσώπευση» σημειώνει ο γάλλος ιστορικός.

Το ότι ο Εμανουέλ Μακρόν και η κυβέρνησή του έχουν απολέσει τη λαϊκή συναίνεση είναι δεδομένο, ενώ η απόσταση που χωρίζει τις δύο πλευρές είναι πλέον πολύ μεγάλη, τόσο που ενδέχεται να μπορεί να καλυφθεί μόνο με την άμεση εμπλοκή, ακόμη και μέσω ενός δημοψηφίσματος, όλων των πολιτών, όχι μόνο σε μια σχετικά ανώδυνη και αναγκαία μεταρρύθμιση, αλλά σε μια ευρύτερη συζήτηση για την εργασία γενικότερα.

Γιατί στη Γαλλία, στους δρόμους και στις πλατείες της, διαμαρτύρονται και χιλιάδες νέοι άνθρωποι, έχοντας κατά νου, όχι μια μακρινή συνταξιοδότηση στα 62 ή στα 64 έτη, όχι ένα υποθετικό μέλλον, αλλά ένα ολοένα πιο αφόρητο παρόν. Καταγγέλλουν τη μη βιωσιμότητα ενός εργασιακού μοντέλου που δεν συνάδει με τη σύγχρονη ζωή, ειδικά μετά την πανδημία, όπως αποδεικνύουν οι μαζικές παραιτήσεις σε όλον τον κόσμο. Η κραυγή αυτών των ανθρώπων πρέπει να ληφθεί υπόψη και εκτός Γαλλίας, σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες, όπου οι νόμοι και οι κώδικες είναι παρωχημένοι σε σχέση με την εξέλιξη της κοινωνίας. Το ενδεχόμενο εξέγερσης των πολιτών σε καμία περίπτωση δεν αφορά μόνο τη Γαλλία.