Δεν είναι καινούργιο. Ενα «πρόβλημα ηλικίας» το είχε ανέκαθεν ο αιώνιος έφηβος Λεονάρντο Ντι Κάπριο, ο οποίος τη Δευτέρα 11 Νοεμβρίου κλείνει τα 50. Ο βραβευμένος το 2016 με Οσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου για την ερμηνεία του Χιου Γκλας στο επικό γουέστερν «Η Επιστροφή» (2015) του Αλεχάντρο Ινιαρίτου, μέχρι τα 20 του έπαιζε ρόλους αγοριών και εφήβων.
Παγιώθηκε στο βασίλειο των σταρ με τον ρόλο του νεαρού Τζακ Ντόσον στον «Τιτανικό» (1997), την ταινία του Τζέιμς Κάμερον για το διασημότερο ναυάγιο όλων των εποχών, που γνώρισε τεράστια επιτυχία. Και στα 30 του, όταν προσπάθησε να «περάσει» σε ρόλους ενηλίκων, κατά κάποιο τρόπο δεν φαινόταν αληθινός, παρατηρεί στους βρετανικούς Times ο Κέβιν Μάερ.
Ο Φίλιπ Φρενς, o σπουδαίος κριτικός κινηματογράφου του Observer, για παράδειγμα, όταν ρωτήθηκε από την Κάρολ Καντγουόλανταρ του Guardian για την υποψηφιότητα για Οσκαρ που έφερε στον Ντι Κάπριο η ερμηνεία του στο «Ματωμένο Διαμάντι» (2006), απάντησε ότι είναι ένας «εξαιρετικός ηθοποιός που δεν έχει ακόμη ενηλικιωθεί». Παρά το γεγονός ότι ο γεννημένος και μεγαλωμένος στο Λος Αντζελες σταρ ήταν τότε 32 ετών…
«Παιδί για πάρτι» κυνηγάει σούπερ μόντελ
Η συμπεριφορά του Ντι Κάπριο εκτός οθόνης, εξάλλου, δεν βοηθούσε. Ηταν ένα «παιδί για πάρτι», όπως χαρακτηριζόταν συχνά, που του άρεσε να συμμετέχει σε άγρια ολονύχτια μεθύσια περιστοιχιζόμενος από μια παρέα τουλάχιστον 20 ατόμων, να μαζεύει τεράστιους λογαριασμούς σε μπαρ και, σύμφωνα με ένα διαβόητο άρθρο του New York Magazine του 1998, «να κυνηγάει κορίτσια, να προκαλεί καυγάδες και να μη δίνει φιλοδώρημα στη σερβιτόρα».
Η παρέα του Ντι Κάπριο, γνωστή στο Χόλιγουντ εκείνη την εποχή ως «The Pussy Posse», έθεσε το πρότυπο για τα επόμενα χρόνια: τα «κορίτσια που κυνηγούσαν» θα εξελισσόταν σε ένα κανονικό μοτίβο ερωμένων που ήταν πάντα μοντέλα (Ζιζέλ Μπούντχεν, Μπαρ Ραφαέλι, Καμίλα Μορόνε κ.ά.) και συνήθως 25 ετών ή νεότερες. Ωστόσο, φτάνοντας στην έκτη δεκαετία του, ο Ντι Κάπριο βγαίνει εδώ και ενάμιση χρόνο με τη Βιτόρια Τσερέτι, διάσημο μοντέλο από την Ιταλία, η οποία τον Ιούνιο έκλεισε αισίως τα 26… Ω, ναι. Κάτι είναι και αυτό.
Αυτό το μοτίβο ερωτικών σχέσεων ονομάζεται, αστεία, «Νόμος του Λίο» (όχι φιλενάδες άνω των 25 ετών, ακόμα και όταν μεγαλώνετε), ωστόσο αγγίζει κάτι πολύ βαθύ και πολύ «Ντόριαν Γκρέι» στο αφήγημα του Ντι Κάπριο, σημειώνει στους Times ο Κέβιν Μάερ.
Λες και υπάρχει μια σοφίτα γεμάτη μεσήλικα μοντέλα και ηθοποιούς, που είναι στην πραγματικότητα συνομήλικες του Ντι Κάπριο (η Κρίστι Τέρλινγκτον, για παράδειγμα, και η Ολίβια Κόλμαν), ενώ εκείνος προτιμά μια δεξαμενή γνωριμιών που οδηγεί κατευθείαν σε μια προσωπική μυθολογία η οποία σφυρηλατήθηκε στο βασίλειο των σταρ στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Ολα, εν ολίγοις, άλλαξαν με την κορυφαία υπερπαραγωγή του Τζέιμς Κάμερον, όταν ο σταρ ήταν 21 ετών. Ο Ντι Κάπριο έχει μιλήσει στο παρελθόν για την εκτυφλωτική λάμψη των μέσων ενημέρωσης που ακολούθησε, λέγοντας ότι ο ίδιος δεν είχε καμία σχέση με «το φαινόμενο του “Τιτανικού” και με αυτό που έγινε το πρόσωπό μου σε όλον τον κόσμο».
Πριν από τον «Τιτανικό» ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο ήταν, σύμφωνα με τη San Francisco Chronicle, «η μεγάλη υπόσχεση της υποκριτικής της γενιάς του». Στα 19 του, το 1993, είχε προταθεί για Οσκαρ για την ερμηνεία του στο «Τι βασανίζει τον Γκίλμπερτ Γκρέιπ» (με τους Τζόνι Ντεπ και Τζούλιετ Λιούις επίσης σε εφηβική ηλικία) και την ίδια χρονιά είχε επιλεγεί από τον Ρόμπερτ ντε Νίρο για να πρωταγωνιστήσει μαζί του στις «Αγεφύρωτες Σχέσεις».
Είναι εύκολο να υποτιμήσει κανείς τον αντίκτυπο των «Αγεφύρωτων Σχέσεων» στην κληρονομιά του Λίο. Πρόκειται για ένα δράμα ενηλικίωσης βασισμένο στα απομνημονεύματα του Τομπάιας Γουλφ, με πρωταγωνιστή έναν Ντι Κάπριο αγόρι (στα γυρίσματα ήταν μόλις 17 ετών), στον ρόλο του Τόμπι, ενός αποξενωμένου εφήβου που συχνά συγκρούεται με τον Ντουάιτ Χάνσεν (Ντε Νίρο), τον νέο σύντροφο της μητέρας του Καρολάιν (Ελεν Μπάρκιν), ο οποίος αρχικά φάνηκε να εκπληρώνει τους στόχους της αλλά σύντομα αποδεικνύεται όλο και πιο βίαιος, κακοποιώντας σωματικά και λεκτικά τον Τόμπι.
Υπάρχει σίγουρα φόρτιση στη σχέση Ντε Νίρο και Ντι Κάπριο, παρατηρεί ο Μάερ στους Times, και μια συναρπαστική ποιότητα που θυμίζει τον Μάρλον Μπράντο όταν παρέδωσε τα κλειδιά του βασιλείου της Μεθόδου στον Αλ Πατσίνο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «Νονού». Το γεγονός, δε, ότι τα τελευταία χρόνια ο «διάδοχος» Ντι Κάπριο θα ξεπερνούσε τον Ντε Νίρο στην καρδιά του Μάρτιν Σκορσέζε και θα γινόταν η «μούσα» του κορυφαίου αμερικανού σκηνοθέτη, κάνει την ταινία ακόμα πιο συγκλονιστική, υπογραμμίζει ο Μάερ.
Συμπρωταγωνιστώντας με θρύλους του Χόλιγουντ
Σε κάθε περίπτωση, με τις «Αγεφύρωτες Σχέσεις» καθιερώθηκε, επίσης, ένα πρότυπο που επαναλήφθηκε στην καριέρα του Ντι Κάπριο, σύμφωνα με το οποίο όταν συνεργάζεται με έναν παλαιότερο θρύλο του Χόλιγουντ επισκιάζεται πλήρως από αυτόν. Συνέβη στις «Συμμορίες της Νέας Υόρκης» (2002) του Σκορσέζε, όπου ο Ντι Κάπριο επισκιάστηκε από τη μαγευτική ερμηνεία του συμπρωταγωνιστή του Ντάνιελ Ντέι-Λιούις.
Αργότερα, στον «Πληροφοριοδότη» («The Departed», 2006), επίσης του Σκορσέζε, ο Ντι Κάπριο έβαλε επτά κιλά μύες για να υποδυθεί τον Μπίλι Κόστιγκαν, έναν χαρακτήρα φλεγόμενο από τεράστια ένταση. Ξεπεράστηκε ωστόσο από τους ανυπόληπτους θεατρινισμούς του ειδώλου Τζακ Νίκολσον, που ήταν ο συμπρωταγωνιστής του. Και αυτό το μοτίβο φαινόταν να ενισχύει την ιδέα ότι ο Ντι Κάπριο δεν είχε ωριμάσει ακόμη, καθώς οι μεγάλοι τον ξεπερνούσαν.
O Ντι Κάπριο ήταν η αρχική επιλογή του σκηνοθέτη Πολ Τόμας Αντερσον για τον ρόλο του πορνοστάρ Ντερκ Ντίγκλερ στις «Ξέφρενες Νύχτες» («Boogie Nights», 1997), τον οποίο ερμήνευσε τελικά ο Μαρκ Γουόλμπεργκ. Αν είχε προτιμήσει τον ρόλο του Ντίγκλερ αντί για εκείνον του Τζακ Ντόσον στον «Τιτανικό», σίγουρα θα άλλαζε η πορεία της επαγγελματικής του ζωής, ίσως και της προσωπικής του ζωής επίσης.
Οπως είπε σε συνέντευξή του στο GQ το 2008, «το “Boogie Nights” είναι μια ταινία που μου άρεσε και θα ήθελα να είχα κάνει». Θα προτιμούσε να είχε γυρίσει το «Boogie Nights» αντί για τον «Τιτανικό»; «Δεν λέω ότι θα το έκανα. Αλλά θα ήταν μια διαφορετική κατεύθυνση από άποψη καριέρας. Νομίζω ότι είναι και οι δύο σπουδαίες ταινίες και μακάρι να μπορούσα να τις είχα κάνει και τις δύο» απάντησε ο Ντι Κάπριο.
Η κατεύθυνση που τον έστειλε ο «Τιτανικός» ήταν κυρίως προς τις καρδιές νεαρών γυναικών και κοριτσιών που ούρλιαζαν όταν τον έβλεπαν, κάτι που συχνά φαινόταν να προκαλεί την οργή νεαρών ανδρών και υπερπροστατευτικών μπαμπάδων. Οπως έγραψε το New York magazine, ο γερουσιαστής Τζον Μακέιν, αναφερόμενος στην εμμονή της κόρης του με τον Ντι Κάπριο αποκάλεσε τον ηθοποιό «ανδρόγυνο λαπά»…
Δεν προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, το γεγονός ότι ο Ντι Κάπριο έμοιαζε να ξοδεύει την καριέρα του (τουλάχιστον μέχρι τα τέλη των 30 χρόνων του) προσπαθώντας να αποδείξει ότι δεν ήταν απλώς ένα όμορφο πρόσωπο ή ένα ωραίο αγόρι – πράγμα ανεπιτυχές ορισμένες φορές, αν όχι οριακά φαρσικό, όπως στον «Ιπτάμενο Κροίσο» (2004) για παράδειγμα, όπου κρύφτηκε άσχημα κάτω από μια κολλημένη γενειάδα και μακιγιάζ γέρου υποδυόμενος έναν διαταραγμένο Χάουαρντ Χιουζ στην τελευταία φάση της ζωής του.
Ακτιβισμός για τη σωτηρία του πλανήτη
Εκτός οθόνης, ωστόσο, έγινε σοβαρός ακτιβιστής για το περιβάλλον, δημιουργώντας το 1998 το Ιδρυμα Λεονάρντο Ντι Κάπριο και υποστηρίζοντας μια πληθώρα οικολογικών ακτιβιστικών projects και ντοκιμαντέρ, όπως το «The 11th Hour» (2007) και τη σειρά «Greensburg» (2008-2010), που προβλήθηκε από το τηλεοπτικό δίκτυο Planet Green.
Το 2014 ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν διόρισε τον Ντι Κάπριο αγγελιοφόρο της ειρήνης του ΟΗΕ με επίκεντρο την κλιματική αλλαγή. Και το 2016 το περιοδικό Time τον συμπεριέλαβε στη λίστα με τους «100 πιο επιδραστικούς ανθρώπους στον κόσμο».
Επιπλέον, ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο πήρε μερικές έξυπνες επιχειρηματικές αποφάσεις, όπως ήταν η μείωση του μισθού του για να πρωταγωνιστήσει στο θρίλερ επιστημονικής φαντασίας «Inception» (2010) του Κρίστοφερ Νόλαν, έναντι ενός ποσοστού επί των εισπράξεων της ταινίας στο box office, που λέγεται ότι του απέφερε κέρδος 50 εκατ. δολαρίων.
Αυτό ίσως εξηγεί την όχι ιδιαίτερα μεγάλη του όρεξη για πολλούς κινηματογραφικούς ρόλους. Αντ’ αυτού προτιμά να παίζει κάθε δυο-τρία χρόνια σε κάποια σημαντική ταινία και ενδιαμέσως να τον κυνηγούν οι παπαράτσι ενώ κάνει διακοπές με γιοτ στη νότια Γαλλία, φυσικά, με τα απαραίτητα μοντέλα νεαρής ηλικίας στο πλευρό του.
Το ιστορικό του ως σοβαρός παίκτης του Χόλιγουντ είναι αποσπασματικό. Γενικά, όταν γίνεται παραγωγός των δικών του ταινιών κερδίζει χρήματα. Αλλά συχνά τα έργα άλλων ηθοποιών που υποστηρίζει ως παραγωγός αποδεικνύονται οδυνηρές αποτυχίες, όπως για παράδειγμα το θρίλερ «Το Ρίσκο» (2013) και το νουάρ «Ο Νόμος της Νύχτας» (2016) με τον Μπεν Αφλεκ ή η περιπέτεια «Robin Hood» (2018) με τον Τάρον Εγκερτον.
Εμφαση σε απαιτητικούς ρόλους
Επιστρέφοντας ενδιαμέσως στην οθόνη, ο Ντι Κάπριο αποδεικνύει συστηματικά την πραγματική του ιδιότητα ως ερμηνευτής. Αρχισε να διαπρέπει σε απαιτητικούς ρόλους, όπως του Μπιλ Κόστιγκαν στον «Πληροφοριοδότη» (2006) του Σκορσέζε. Φαινομενικά ο Κόστιγκαν είναι ένας βίαιος τύπος του δρόμου, που στρατολογείται από έναν ισχυρό ιρλανδό μαφιόζο, τον Φρανκ Κοστέλο (Τζακ Νίκολσον), για να αποδειχτεί στη συνέχεια μυστικός αστυνομικός.
Στο «Νησί των Καταραμένων» («Shutter Island», 2010), επίσης του Σκορσέζε, υποδύεται τον Τέντι Ντάνιελς, ο οποίος έχει αυταπάτες και συμπεριφέρεται σαν να είναι αστυνόμος που έχει πάει μαζί με τον νέο βοηθό του σε ένα ψυχιατρείο για ψυχοπαθείς εγκληματίες για να ερευνήσουν την εξαφάνιση μιας ασθενούς που είχε πνίξει τα τρία παιδιά της.
Στον «Υπέροχο Γκάτσμπυ» (2013) του Μπαζ Λούρμαν, δε, υποδυόμενος τον ομώνυμο χαρακτήρα, ο Ντι Κάπριο είναι σκέτη βιτρίνα, σκέτη παρωδία, παριστάνοντας τον εκατομμυριούχο που νομίζει ότι θέλουμε να δούμε. Λες και είναι τόσο κορεσμένος ο ίδιος από τη διασημότητά του ή την ιδιότητά του ως παγκόσμιο είδωλο, ώστε ο μόνος τρόπος που έχει νόημα είναι να αναγνωριστεί ο ερμηνευτής πίσω από την ερμηνεία.
Οπως παρατηρεί ο Κέβιν Μάερ στους Times, αυτή η διαδικασία έφτασε στο απόγειό της στο «Κάποτε στο… Χόλιγουντ» (2019) του Κουέντιν Ταραντίνο. Στην πιο εκπληκτική σεκάνς της ταινίας, και ίσως της καριέρας του, ο Ρικ Ντάλτον, ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Ντι Κάπριο, ένας ξεθωριασμένος σταρ του κινηματογράφου, παίζει τον κακό στο «Lancer», μια χαμηλού προϋπολογισμού τηλεοπτική σειρά γουέστερν.
Πρόκειται για μια βαρετή αντιπαράθεση σε σαλούν, ωστόσο ο Ντι Κάπριο την παίζει απόλυτα εκφραστικά, περνώντας μέσα σε έναν και μόνο μονόλογο από την αισθητική του camp στην ανεξέλεγκτη τρέλα και σε κάτι διανοητικά πολύπλοκο και βαθύ. Μόλις ακουστεί «cut!», η προέφηβη συμπρωταγωνίστριά του Τρούντι Φρέιζερ (Τζούλια Μπάτερς) τού ψιθυρίζει με σοβαρότητα στο αυτί: «Αυτή ήταν η καλύτερη ερμηνεία που έχω δει ποτέ σε όλη μου τη ζωή!»
Τα μάτια του Ντάλτον γεμίζουν δάκρυα και το κοινό γνωρίζει ότι η Τρούντι λέει την αλήθεια και ότι ο Ντι Κάπριο έχει μεταμορφωθεί σε κάτι αυθεντικά εξαίσιο. Δικαίως προτάθηκε για Οσκαρ το 2020, αλλά νικήθηκε από τον Χοακίν Φίνιξ για την ερμηνεία του στο «Τζόκερ» (2019).
Μετά ήρθε το «Don’t Look Up» (2021), μια μαύρη κωμωδία για την κλιματική κρίση, και άλλη μια συνεργασία με τον Σκορσέζε, «Οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού» (2023). Σε αυτές τις ταινίες ο Ντι Κάπριο ήταν απίστευτα, υπέροχα πονηρός, σπασίκλας και, ειδικά στους «Δολοφόνους», εντελώς απωθητικός. Τώρα καθώς περνάει τα 50, γίνεται η επιτομή ενός φιλόδοξου ηθοποιού με αποχρώσεις χαρακτήρων, που έχει ήδη ανοίξει τον δρόμο για μια νέα γενιά όμορφων νεαρών (βλ. Τιμοτέ Σαλαμέ).
Ωστόσο το μεγαλύτερο σημάδι της εξέλιξης του Ντι Κάπριο, σημειώνει ο Μάερ στους Times, ίσως φανεί στην επόμενη ταινία του, το θρίλερ «The Battle of Baktan Cross» (2025), που σηματοδοτεί την πρώτη δημιουργική συνεργασία του με τον «παρ’ ολίγον» σκηνοθέτη του στο «Boogie Nights», Πολ Τόμας Αντερσον.
Εδώ υπάρχει μια γλυκιά κυκλικότητα, παρατηρεί ο Μάερ στους Times. Σχεδόν 30 χρόνια αργότερα, η επιθυμία του Ντι Κάπριο για μια καριέρα εμπνευσμένη από το «Boogie Nights» μπορεί επιτέλους να βρει την έκφρασή της. Και με τον δικό του τρόπο, καθώς γιορτάζει τα γενέθλια μισού αιώνα, μπορεί να αφήσει επιτέλους στην άκρη τον θρύλο του εμβληματικού αγοριού της Leomania και να αναγγείλει: «Ιδού ο άνθρωπος!» Και έτσι, ναι, αυτές τις μέρες αφήνει σίγουρα πίσω του το «πρόβλημα της ηλικίας». Μακάρι πλέον να ξεπεράσει και το πάθος του για τα μοντέλα… Λέτε; Η μήπως αυτό είναι χούι που δεν κόβεται;